O ευρωσκεπτικισμός δεν είναι σκεπτικισμός 
 του Δημήτρη Χριστόπουλου
1-xristopoulos
Ανρί Ματίς, «Η αρπαγή της Ευρώπης», 1929
Στα τελευταία χρόνια, χρόνια της κρίσης, ο ευρωσκεπτικισμός έπαψε να είναι μονοπώλιο δυνάμεων του Βορρά και του Ηνωμένου Βασιλείου, όπου ανέκαθεν βρισκόταν το άντρο του. Διαχέεται πλέον, με άλλη μορφή και περιεχόμενο, με άλλον αέρα, στον ευρωπαϊκό Νότο. Η ιδεολογία αμφιβολίας ή αντίθεσης προς στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι πλέον σήμα-κατατεθέν της πολιτικής αισθητικής των εύτακτων Δανών που αγχώνονται με τους ξένους τους. Ούτε των λονδρέζικων παμπ, που βλέπουν την Ευρώπη να ξεκινά από τις γαλλικές ακτές ή των βιεννέζικων σαλονιών που αναπολούν ημέρες δόξας της Mitteleuropa.
Χαρακτηριστικό των ευρωσκεπτικισμών μέχρι σήμερα ήταν η αγχώδης μέριμνα των παραπάνω –και άλλων πολλών– να πάψουν να μοιράζονται κύρος, εξουσία και χρήματα, με άλλους Ευρωπαίους, κυρίως αυτούς του Νότου, αλλά και της Ανατολής μετά το τέλος του Ψυχρoύ Πολέμου. Για τον λόγο αυτό, παραδοσιακά, κάποιοι ευρωσκεπτικιστές διαφωνούσαν με την περαιτέρω επέκταση της Ένωσης. Άλλοι διαφωνούσαν με την υφιστάμενη μορφή της. Άλλοι ήταν ακόμα και υπέρ της διάλυσής της. Ο ευρωσκεπτικισμός λοιπόν, στην παραδοσιακή του εκδοχή, είναι μια μορφή κλασικού ευρωπαϊκού εθνικισμού. Αρνείται την αλληλεγγύη σε συλλογικότητες που θεωρεί ότι δεν δικαιούνται θέση στη «δική του» πολιτική κοινότητα.
Το γεγονός ότι οι δείκτες του ευρωσκεπτικισμού είναι παραδοσιακά υψηλοί στα παραπάνω κράτη δεν σημαίνει ότι αυτός ο εθνικισμός είναι πατέντα τους. Οι έως πρόσφατα υψηλοί δείκτες δημοφιλίας της Ε.Ε. στον γαλλο-γερμανικό άξονα ήταν προϊόν της εδραίωσης της συνείδησης ότι η ευρωπαϊκή αφήγηση –με αφετηρία τις δύο μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις– θα ήταν ένα success story βασισμένο στην αμοιβαία αναγνώριση της ισότητας και του σεβασμού μεταξύ των κάποτε ορκισμένων εχθρών και κατεξοχήν εκφραστών διαφορετικών αντιλήψεων για το (τι είναι) έθνος δυτικά και ανατολικά του Ρήνου. Λίγο πιο κάτω, οι επίσης υψηλοί δείκτες δημοφιλίας της Ε.Ε. στον Νότο, τις προηγούμενες δεκαετίες, δεν φανερώνουν ότι το όραμα μιας ομοσπονδιακής Ευρώπης βρήκε ευφορότερο έδαφος στις μεσογειακές ακτές απ’ ό,τι στη Βόρεια Θάλασσα. Αντιθέτως, στον Ευρωπαϊκό Νότο, που επωφελήθηκε από τους αναδιανεμητικούς μηχανισμούς της Ε.Ε. (τα ποικίλα «πακέτα» και άλλα κονδύλια) συγκροτήθηκε ένας νέας κοπής εθνικός ηγεμονισμός, που εδραζόταν στην λαγνεία για τις στρατηγικές της Ένωσης, όποιες και να ήταν αυτές. Αρκούσε το ότι ήταν «ευρωπαϊκές».
Η «ισχυρή Ελλάδα» της δεκαετίας του 1990 αποτελούσε κατεξοχήν ένα τέτοιο όραμα. Ως λεκτικό σχήμα και πολιτικό σχέδιο, προϋπέθετε την ύπαρξη μιας «άλλης» Ελλάδας: της «Ψωροκώσταινας», του αμυντικού βαλκανικού εθνικισμού, της μίζας, της κουτοπονηριάς, της θρησκοληψίας του ρουσφετιού κ.ο.κ. Όπως φτάσαμε, με χαρακτηριστική ευκολία στη θεωρία για τις «δύο Ελλάδες», φαντάζομαι πως κάποιοι θα έφταναν, από τις δικές τους ατραπούς, στις «δύο Ισπανίες» και πάει λέγοντας… Σε αντίθεση με τον Βορρά, το εθνικό όραμα στον Νότο είχε υπερβολική δόση Ευρώπης, διότι αυτό συνέφερε με τον πιο αγοραίο τρόπο. Ταυτόχρονα όμως, το ευρωπαϊκό πρότζεκτ εμφανιζόταν ως απάγκιο πολιτειακής σταθερότητας των άλλοτε καχεκτικών δημοκρατιών. Ο εθνικός λόγος περί ευρωπαϊσμού έγινε έτσι συνώνυμο ενός φιλοευρωπαϊκού επαρχιωτισμού: «Ευρώπη να’ ναι και ό,τι να’ναι».
«Οι καιροί αλλάζουν και μαζί τους αλλάζουμε και εμείς», έλεγαν οι Ρωμαίοι. Τίποτε στις αρχές του 2014 δεν μπορεί να δικαιώσει την αισιοδοξία με την οποία πορευόταν το ευρωπαϊκό όχημα τα προηγούμενα χρόνια, όπως τίποτε το 1993 δεν μπορούσε να δικαιώσει τις προσδοκίες του annus mirabilis 1989 για την Ανατολική Ευρώπη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση σήμερα, από το περίφημο δημοκρατικό έλλειμμα (όπου ο μόνος πράγματι αντιπροσωπευτικός θεσμός της, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είχε τις λιγότερες εξουσίες), κάνει ένα μεγάλο άλμα στο δημοκρατικό κενό. Σήμερα, η συζήτηση περί ελλείμματος έχει μείνει δύο κλικ πίσω στον χρόνο: δεν συζητάμε πλέον για έλλειμμα, αλλά για κενό, όσο κι αν αυτό ενοχλεί.
Η τρόικα –κατά τα 2/3 της θρέμμα της Ένωσης, και όχι κάποιων οικονομικών δολοφόνων της Σχολής του Σικάγο– δεν διαθέτει συμβατική νομιμοποίηση και νομικό έρεισμα στις συνθήκες της Ένωσης. Η ίδρυσή της προκύπτει μόνο από μια πολιτική απόφαση των υπουργών Οικονομικών της Ένωσης, μια νύχτα του 2010. Η ανισότητα μεταξύ ισχυρών και ανίσχυρων κρατών παγιώνεται στο ιστορικά υψηλό της, με πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα την ανισομέρεια δυνάμεων μέσα στον ίδιο τον άλλοτε κινητήριο, γαλλο-γερμανικό άξονα. Υπό την έννοια αυτή, είναι κατάχρηση εννοιών να μιλάμε για δημοκρατία στην Ένωση. Όπως άψογα γράφτηκε, «ό,τι πολίτευμα κι αν είναι αυτό της Ενωμένης Ευρώπης, πάντως δεν είναι δημοκρατία» (Α. Τάκης, στο ηλεκτρονικό περιοδικό Χρόνος, τχ. 9 [goo.gl/5R311U]).
Σε αυτές τις συνθήκες, μόνο ατύχημα δεν μπορεί να θεωρηθεί η απειλητική επίσκεψη του ευρωσκεπτικισμού στις μέχρι πρότινος αμέριμνες παραλίες της Μεσογείου. Πλέον, το «Ευρώπη να ’ναι και ό,τι να’ναι» δεν τραβάει. Και πώς να τραβήξει άλλωστε; Το κάποτε εύηχο, ακόμη και σε αριστερά αυτιά, «ισχυρή Ελλάδα σε μια ισχυρή Ευρώπη» φαντάζει σαρκαστικό. Οι κυρίαρχες δυνάμεις, ελαφρώς αριστερά και δεξιά του Κέντρου, είναι έτοιμες να χρεώσουν τον ευρωπαϊκό τραγέλαφο στην επικείμενη επιτυχία των ευρωσκεπτικιστικών δυνάμεων, στις ευρωεκλογές του Μαΐου. Όμως, αν κάνεις ό,τι περνάει από το χέρι σου για να οπλίσεις τον αντίπαλο δεν πρέπει να εκπλήσσεσαι όταν εκείνος θα χρησιμοποιήσει τη δύναμη με την οποία τον γιγάντωσες. Τα δάκρυα των ευρωπαϊκών ελίτ για την άνοδο των ακροδεξιών εθνικιστικών δυνάμεων, που για πρώτη φορά διεκδικούν τόσο αναβαθμισμένο ρόλο στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μπορεί να μην είναι απολύτως κροκοδείλια, πειστικά πάντως δεν είναι. Έκπληξη θα προξενούσε το αντίθετο: η Ευρώπη, το 2014, να νανουριζόταν ακόμη με τα φιλελεύθερα ιδεαλιστικά παραμύθια του παρελθόντος της.
Ο σκεπτικισμός, ως φιλοσοφικό ρεύμα, αμφισβητεί την a priori ορθότητα και πιστότητα των πραγμάτων, ανάγοντας την αμφιβολία σε κατεξοχήν μεθοδολογικό εργαλείο γνώσης. Ο ακροδεξιός ευρωσκεπτικισμός, υπό την έννοια αυτή, δεν είναι σκεπτικισμός, διότι δεν αμφιβάλλει για τίποτε και καθόλου: είναι απολύτως σίγουρος για τις θέσεις του, μια σιγουριά που έλκει την καταγωγή της από τα εθνικά θέσφατα του κάθε ευρωπαϊκού λαού και τη νομιμοποίησή της από την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει το άλλοτε κραταιό ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Το να είμαστε πραγματικά σκεπτικοί και ανήσυχοι για το πού τραβάει η Ευρώπη σήμερα εισάγει μια νέα μορφή αμφιβολίας, απαλλαγμένη από την υποταγή στους ευρωλαγνικούς μύθους και τις εθνικιστικές δοξασίες. Εκεί, νομίζω, τοποθετείται ένας σύγχρονος, κριτικός, ευρωπαϊκός λόγος της Αριστεράς. Αυτό δεν σημαίνει πολιτική ίσων αποστάσεων ανάμεσα στη νεοφιλελεύθερη φιλοευρωπαϊκή απολογία της συναίνεσης και την αντιευρωπαϊκή εθνικιστική υστερία της απόρριψης. Ούτε βέβαια κάποια υποδόρια προτίμηση σε κάποια εκ των δύο. Εξάλλου, φοβάμαι πως αργά ή γρήγορα αυτές οι δύο τάσεις κάπου θα συναντηθούν. Για τον λόγο αυτό, η Αριστερά πρέπει να έχει συμπαγή ευρωπαϊκό λόγο. Και, αντίστροφα: για τον ίδιο λόγο, η Ευρώπη οφείλει να έχει και αριστερό λόγο.
Ο Δημήτρης Χριστόπουλος διδάσκει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και είναι αντιπρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
http://enthemata.wordpress.com/2014/03/01/xristop/#more-14414