Γίνεται η κρίση καθεστώς;
Σεμινάριο – Στρογγυλή τράπεζα με τίτλο «Η κρίση ως καθεστώς» θα πραγματοποιηθεί την Τρίτη 4 Μαρτίου 2014 στο αμφιθέατρο «Αντώνης Τρίτσης» του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Αθηναίων. Γίνεται η κρίση καθεστώς; «Ναι. Γίνεται» απαντά στο tvxs.gr ο Δημήτρης Χριστόπουλος, Αντιπρόεδρος Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, σημειώνοντας ότι «η πορεία στην οποία έχει μπει η χώρα μετά το πρώτο Μνημόνιο είναι μια πορεία μετάλλαξης, μετάβασης προς κάτι άλλο που ήρθε για να εδραιωθεί».Γίνεται καθεστώς η κρίση στην Ελλάδα;
Ναι. Γίνεται. Στην αρχή ο κόσμος έλεγε «πώς (και πότε) θα περάσει τούτο δω» ενώ τώρα παλεύει να στήσει ατομικά και συλλογικά βιοτικά σχέδια με «τούτο δω». Δεν γνωρίζω κανένα εχέφρονα άνθρωπο να νομίσει ότι μπορεί να ξαναγυρίσουμε εκεί που είμαστε. Μόνο το ΚΚΕ νομίζει ότι μπορεί να επανέρθουμε στον υπαρκτό σοσιαλισμό που τόσο νοσταλγεί. Όχι μόνο διότι το ‘προ κρίσης’ δεν ήταν καθεστώς να οικειοποιηθεί κανείς για δικό του – λόγω των πολλών στραβών του - αλλά κυρίως διότι πλέον η πορεία στην οποία έχει μπει η χώρα μετά το πρώτο Μνημόνιο είναι μια πορεία μετάλλαξης, μετάβασης προς κάτι άλλο το οποίο ήρθε για να εδραιωθεί. Υπονοώ δηλαδή κάτι που μπορεί να φαίνεται παράδοξο. Ότι πλέον καλύτερα να μη συζητάμε για κρίση, αλλά για μια μετάβαση σε ένα νέο. Το να μιλάμε για «κρίση» είναι σαν να βλέπουμε μόνο τη βοή των πρώτων φάσεων της αναδιάρθρωσης, της περίφημης «δημοσιονομικής προσαρμογής» και όχι αυτό που αναδύεται όταν κατακάθεται η σκόνη των Μνημονίων. Υπό την έννοια αυτή, η «κρίση χρέους» ήταν περισσότερο η θρυαλλίδα αυτής της μετάβασης. Δεν είμαστε εδώ που είμαστε λόγω του χρέους, αλλά δια τους χρέους: στ’όνομά του. Επομένως ακόμη κι όταν η «κρίση» παρέλθει, η νέα πολιτειακή και οικονομική συγκυρία στην οποία θα εισέλθει η χώρα δεν θα έχει τα χαρακτηριστικά του προ κρίσης καθεστώτος αλλά ενός αδιάγνωστα νέου.
Αυτό που ζούμε εδραιώνεται ως μια νέα κανονικότητα. Η λέξη «κρίση» παραπέμπει στο εξαιρετικό, το ανώμαλο, το μη κανονικό από το οποίο κάποια στιγμή – αργά ή γρήγορα – βγαίνεις. Αντιθέτως, η «κρίση» ήρθε για να μείνει και υπό την οπτική αυτή, γίνεται καθεστώς. Γι’αυτό, κάνω λόγο για την κρίση ως μετάβαση: όπως κάθε μετάβαση διακρίνεται για την πρώτη φάση που έχει κυρίως διακηρυκτικά χαρακτηριστικά, και, σε δεύτερη φάση, την εδραίωση. Το ρίζωμα. Μόνο που αυτή η μετάβαση δεν είναι μετάβαση προς τη δημοκρατία, όπως έχουμε συνηθίσει να λέμε στη αμέριμνη μεταπολίτευσή μας, αλλά μετάβαση από τη δημοκρατία. Καθώς δεν υπάρχουν συναινέσεις στον κόσμο, η πολιτική συμμετοχή παρακάμπτεται. Δεν είναι μετάβαση προς ένα πολιτειακό μηχανισμό ανάληψης κοινωνικής ευθύνης και αναδιανομής (με όλα τα σκάρτα που το κοινωνικό κράτος κουβαλούσε στην Ελλάδα), αλλά μετάβαση από αυτόν το μηχανισμό προς ένα κράτος που απλώς δε νοιάζεται. Ένα κράτος που έχει κάνει το «άει πνίξου» ιδεολογία: από το Φαρμακονήσι ως τα νοσοκομεία του. «Θέλεις να μορφωθείς; Αν μπορείς.» «Θες να γιάνεις; Αν έχεις λεφτά;» «Θες δουλειά; Μόνο πρόσκαιρα» κτλ…
Αυτό όμως δεν είναι εκτροπή, μια λέξη βαθιά ριζωμένη στο ελληνικό πολιτικό λεξιλόγιο. Η εκτροπή υπονοεί ότι είσαι στον καλό το δρόμο, παρεκτρέπεσαι και μετά επανέρχεσαι. Αυτό ακριβώς αμφισβητώ και για το λόγο αυτό γενικώς δε μου αρέσει η χρήση αυτής της λέξης σήμερα. Ούτε στον καλό το δρόμο είμαστε πριν, ούτε παρεκτραπήκαμε - διότι εκεί που είμαστε δεν θα γυρίσουμε - και ούτε πρέπει. Άρα, για να χαράξουμε μια πολιτική που θα έχει σοβαρές πιθανότητες ανατροπής του εφιάλτη στον οποίο η ελληνική κοινωνία έχει μπει, θα πρέπει να ξεχάσουμε την «κρίση» ως κάτι που θα φύγει, αλλά θα πρέπει να τη σκεφτούμε ως καθεστώς. Ως κατάσταση. Ένα καθεστώς με λιγότερη δημοκρατία και λιγότερη, ως ανύπαρκτη, κοινωνική ευθύνη της πολιτείας.
Είναι μια κατάσταση που αφορά μόνο την Ελλάδα ή και τις άλλες χώρες του νότου;
Μα είναι μια κατάσταση που αφορά καταρχήν όλες τις χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού οι οποίες στη δεκαετία του 90 μπήκαν σε αυτήν ακριβώς τη διαδικασία μετάβασης στη δημοκρατία, διαλύοντας τις όποιες κοινωνικές υποδομές τους, είναι μια κατάσταση που δοκιμάστηκε με περισσότερη ή λιγότερη επιτυχία, στη Λατινική Αμερική πιο πριν, είναι μια κατάσταση που ισχύει στον περισσότερο κόσμο – Δύση κι Ανατολή – και υπό την έννοια αυτή το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο ήταν η εξαίρεση στον παγκόσμιο καπιταλισμό και όχι ο κανόνας. Σήμερα, αυτό που συμβαίνει είναι ότι πλέον δια του ευρωπαϊκού νότου, μετά την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, το μοντέλο της βίαιης προσαρμογής ή νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης - ή όπως θες πες το - επισκέπτεται για τα καλά και τον ευρωπαϊκό πυρήνα. Προσοχή όμως, το γεγονός ότι η κατάσταση δεν αφορά μόνο την Ελλάδα, αλλά και τις υπόλοιπες χώρες του ευρωπαϊκού νότου, με τάσεις εξάπλωσης, δεν σημαίνει ότι οι κραδασμοί από αυτήν τη βίαιη προσαρμογή είναι ίδιοι παντού. Εδώ, για διάφορους λόγους, που σχετίζονται με ελληνικές ιδιαιτερότητες, οι κραδασμοί είναι ισχυρότεροι και για το λόγο αυτό πιο επικίνδυνοι ώστε να ολισθήσει η χώρα στην αποτυχία. Τέτοιες ιδιαιτερότητες δεν είναι μόνο οι γνωστές διοικητικές παθογένειες και η αμεριμνησία των πολιτικών ελίτ που τις οδήγησε σε ανεπίστρεπτη ανυποληψία, αλλά, κυρίως, το ότι στην Ελλάδα έχουμε Αριστερά σε θέση κόμματος εξουσίας και την πιο Άκρα Δεξιά στην Ευρώπη. Άρα: ναι, η κατάσταση φυσικά δεν αφορά μόνο την Ελλάδα: ακόμη και οι καθεστωτικοί διανοούμενοι που στην αρχή των Μνημονίων ρίχνανε το φταίξιμο μόνο στα καθ’ημάς, έχουν επ’αυτού σιγήσει. Από την άλλη όμως, η Ελλάδα έχει τη δική της απόχρωση που δυστυχώς για εμάς πού είμαστε εδώ είναι και η πιο οδυνηρή για τους λόγους που εξήγησα. Ακόμη και ότι εδώ οι αντιστάσεις ήταν μεγαλύτερες από την Πορτογαλία ή την Ιρλανδία οδήγησαν την τρόικα στο να ακολουθήσει πιο ισοπεδωτικές πολιτικές ώστε να μη μπορεί ο κόσμος να σηκώσει κεφάλι. Να ηττηθεί δηλαδή.
Υπάρχουν ομιλητές από την Τουρκία, την Αργεντινή, την Βουλγαρία. Είναι χώρες- παραδείγματα μονιμοποίησης της κρίσης;
Νομίζω πως ναι. Κανείς στην Τουρκία δεν θα σας μιλήσει για κρίση σήμερα. Όλη μιλάνε για ανάπτυξη και τα σχετικά. Αν εξαιρέσει κανείς το ισλαμικό πέπλο, συζητάμε για την ίδια ανάπτυξη στην οποία πιθανώς να περιέλθει η Ελλάδα μετά από μερικά χρόνια. Ένα μόνιμο «μνημόνιο» χωρίς Μνημόνια. Με τον αυταρχισμό να περισσεύει και τη βία πανταχού παρούσα. Αντίστροφα, βλέπω αυτή τη μεγαλομανία και την έπαρση στη Τουρκία και μου θυμίζει πολύ «ισχυρή Ελλάδα» των προηγούμενων χρόνων, άρα μάλλον οι Τούρκοι έχουν λόγους να κοιτάνε καλύτερα τι απόγινε η «ισχυρή Ελλάδα» παρά να χαμογελούν χαιρέκακα με τα παθήματα του γείτονα, όπως βλέπω καμιά φορά. Ρωτήστε ένα Βούλγαρο πώς τα βγάζει πέρα στη κρίση. Θα σου πει ακριβώς ότι «αυτό δεν είναι κρίση. Έτσι έχουν τα πράγματα. Με ό,τι έχουμε θα ζήσουμε». Αυτό συμβαίνει μια εικοσιπενταετία στη γειτονική χώρα. Εκεί πλέον η κρίση έχει γίνει για τα καλά καθεστώς. Ρουτίνα. Δεν είναι τυχαίο πως και εμείς ουσιαστικά αυτό λέμε: «Βουλγαρία γίναμε». Η ιστορία λοιπόν τα φέρνει ώστε να μη γίνει η Βουλγαρία Ελλάδα, αλλά το ανάποδο. Φυσικά, εδώ το απλουστεύω διότι τα πράγματα είναι πιο σύνθετα και οι αποστάσεις μεγάλες, αλλά υπονοώ με σαφήνεια ότι η «κρίση» στη Βουλγαρία και στα υπόλοιπα Βαλκάνια είναι πλέον μια ενδημική κατάσταση που έχει de facto εισάγει νέες κανονικότητες στην οργάνωση των κοινωνιών αυτών. Για την Αργεντινή ομολογώ πως δεν γνωρίζω και για το λόγο αυτό αδημονώ να ακούσω τι θα πει ο άνθρωπος. Πάντως φαντάζομαι ότι οι περιπέτειες στις οποίες ξαναμπαίνει η χώρα στις μέρες μας δείχνουν ότι η «κρίση» πιθανώς να μην έφυγε ποτέ.
Tι σημαίνει η κατάσταση που διαμορφώνεται στην Ελλάδα για οποιαδήποτε πρόταση εναλλακτικής, προοδευτικής πολιτικής;
Το είπα και στην αρχή: πρέπει πρώτα να συνειδητοποιήσουμε την κρίση ως κανονικότητα. Ως μετάβαση. Όχι ως εκτροπή. Δεν ξαναγυρνάμε πίσω. Χτίζουμε στρατηγικές ανάσχεσης ώστε να σώσουμε ότι ακόμη σώζεται αλλά συνάμα δουλεύουμε τη δημιουργίας του νέου, με επίγνωση των συνθηκών στις οποίες τις επεξεργαζόμαστε. Δεν χαϊδεύουμε αυτιά. Η πίτα δε μεγαλώνει άμεσα. Η πίτα όμως μπορεί και πρέπει να μοιραστεί ίσα για να μπορέσει να μεγαλώσει. Αντιλαμβάνομαι ότι δεν είναι εύκολο να δεχθεί κανείς εύκολα την ‘κρίση ως καθεστώς’ διότι είναι σαν να αποδέχεται ότι η κρίση μας νίκησε και εδραιώθηκε. Πιστεύω το αντίθετο. Το ότι συνειδητοποιούμε πού είμαστε δε σημαίνει ότι υποκλινόμαστε στο καθεστώς. Τουναντίον, μόνο έτσι έχουμε σοβαρές ελπίδες ανατροπής του. Υπό την έννοια αυτή, πλέον η Αριστερά πρέπει να μετατοπίσει το λόγο της από το «άντιμνημόνιο» στο κοινωνικά επιβεβλημένο περιεχόμενο του μετα-μνημονίου. Εκεί θα δοκιμαστεί ως μια δομικά αντικαθεστωτική δύναμη.