"Πολιτειακά ζητήματα μετά τις εκλογές"
Η έκβαση των εκλογών της 6ης Μαΐου μας
θέτει ενώπιον δύο κατηγοριών θεμάτων: πολιτειακών και πολιτικών. Τα
πολιτειακά ζητήματα σχετίζονται με την οροθέτηση του πλαισίου, δηλαδή
τους κανόνες του παιχνιδιού. Τα πολιτικά, με τις τάσεις και την έκβαση
του κομματικού ανταγωνισμού. Τη στιγμή που γράφονται οι γραμμές αυτές
(Τρίτη 8.5), δεσπόζουσα θέση στα πολιτικά ζητήματα έχει η προσβλητική
για τη νοημοσύνη μας στάση της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ έναντι της πρότασης
«αριστερής διακυβέρνησης». Ενώ μέχρι το Σάββατο το βράδυ διεξήγαγαν μια
άνευ προηγούμενου για τα μεταπολιτευτικά χρονικά εκστρατεία
τρομοκράτησης του εκλογικού σώματος εναντίον της Αριστεράς –και δη του
ΣΥΡΙΖΑ, που ήταν ήδη σαφές ότι είχε αποκτήσει μια ακαταμάχητη
προεκλογική δυναμική–, από την κυριολεκτικά επομένη των εκλογών το
τροπάριο της απειλής έδωσε τη θέση του στην πρόσκληση για διακυβέρνηση. Η
εκθαμβωτική αυτή μετατόπιση αποδεικνύει περίτρανα ότι συζητάμε για ένα,
άξιο της μοίρας του, πολύ φθηνό πολιτικό προσωπικό με αγοραία αίσθηση
δημοσίου συμφέροντος: αν όντως οι άνθρωποι, τα κόμματα και τα μέσα τους
είχαν την πεποίθηση ότι η πρόταση της αριστερής διακυβέρνησης θα ήταν η
συντέλεια του κόσμου, θα περίμενε κανείς, στο όνομα μιας στοιχειώδους
συνέπειας, να συνεχίζουν να το υποστηρίζουν και μετεκλογικά, και όχι να
προσκαλούν την Αριστερά να τους κυβερνήσει. Αν οι απερχόμενες πολιτικές
ελίτ του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ απλώς απειλούσαν υποκριτικά (όπως π.χ. το 1981
η ΝΔ έλεγε ότι «το ΠΑΣΟΚ θα πάρει τα σπίτια μας»), τότε δεν χρειάζεται
να ανησυχούν: το ευτελές κύκνειο άσμα τους ήταν αντάξιο του τρόπου
διακυβέρνησης της χώρας, που οδήγησε στον εκλογικό τους μαρασμό.
Ο στιγματισμός του γεγονότος ότι η
πρόταση αριστερής διακυβέρνησης χρησιμοποιείται προσχηματικά,
υπηρετώντας την πολιτικής σκοπιμότητας του ευτελισμού της, είναι
κρίσιμος, μα δεν αρκεί. Κυρίως όμως δεν συγχωρεί φαινόμενα οίησης και
επινίκιου σαρκασμού. Αυτήν τη στιγμή, το βάρος είναι δυσθεώρητο: ένα
πράγμα είναι μια άκρως επιτυχημένη καμπάνια, άλλο –πιο σύνθετο– είναι η
μετεκλογική πολιτική στρατηγική διαχείρισης ενός εύθραυστου εκλογικού
ποσοστού, και άλλο –ακόμη πιο σύνθετο– το ορατό ενδεχόμενο διοίκησης
μιας χώρας στα πρόθυρα της διάλυσης, σε ένα μη προβλέψιμο διεθνές
γεωπολιτικό περιβάλλον. Και όλα αυτά, μάλιστα, σε συνθήκες
κονιορτοποίησης του πολιτικού χρόνου. Δύσκολα πράγματα…
Ήδη, στο σημείο εκκίνησης του αγώνα
αυτού, τίθενται δύο μείζονα ζητήματα πολιτειακής φύσης: τα διαστροφικά
αποτελέσματα του εκλογικού νόμου και η κοινοβουλευτική εφόρμηση του
ναζισμού. Το ζήτημα της ναζιστικής εφόρμησης στον ελληνικό
κοινοβουλευτισμό δεν συνιστά απλώς πολιτικό ζήτημα, αλλά πολιτειακό,
καθώς άπτεται των όρων με τους οποίους διεξάγεται ο πολιτικός
ανταγωνισμός, αμφισβητώντας κατ’ ουσίαν την ίδια τη χωροθέτησή τους σε
ένα δημοκρατικό-φιλελεύθερο πολίτευμα.
Η διαστροφή του εκλογικού συστήματος
Η κατάρρευση του
ελληνικού δικομματισμού έφερε με ορμητικό τρόπο στην πρώτη σελίδα της
πολιτικής ατζέντας τα τραγικά αδιέξοδα του εκλογικού συστήματος. Είναι
κοινός τόπος ότι ο εκλογικός νόμος δημιουργεί μια προφανή και πρωτοφανή
αλλοίωση της βούλησης του εκλογικού σώματος, δηλαδή του ίδιου του
θεμελίου του πολιτεύματος. Αυτό εντοπίζεται σε δύο επίπεδα. Πρώτον, στο
ότι οι επιλογές του 1/5 του εκλογικού σώματος τέθηκαν εκτός κοινοβουλίου
λόγω του ορίου του 3%. Έχει σημασία να θυμηθούμε ότι το όριο επεβλήθη
το 1990, προς αποτροπή της ανεξάρτητης πολιτικής εκπροσώπησης της
μειονότητας της Θράκης, και όχι για λόγους αποτροπής της πολυδιάσπασης
της κοινοβουλευτικής έκφρασης του εκλογικού σώματος. Αν έχει κάποια
σημασία η πρόταξη του σκοπού του νομοθέτη στην ερμηνεία του νόμου, το
προηγούμενο πρέπει να αναδειχθεί, ιδίως σε μια συγκυρία όπου το όριο
αυτό καθιστά απαγορευτική την κοινοβουλευτική έκφραση της βούλησης ενός
τόσο μεγάλου ποσοστού του εκλογικού σώματος. Δεύτερο, και πιο σημαντικό,
είναι προφανώς το μπόνους των 50 εδρών, για το οποίο έχει ήδη γίνει
συζήτηση, κυρίως κατόπιν εορτής. Εδώ η αλλοίωση της έκφρασης της λαϊκής
κυριαρχίας καθίσταται εξόφθαλμη: η πριμοδότηση του πρώτου κόμματος με 50
έδρες ουσιαστικά διπλασιάζει τα ποσοστά κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης
του πανελληνίως και δημιουργεί πρωτοφανείς προϋποθέσεις ανισότητας της
ψήφου στο επίπεδο της κάθε εκλογικής περιφέρειας. Αν δηλαδή υπήρχε ένα
επικρατειακό σύστημα καταμέτρησης θα μπορούσε κανείς να πει ότι αυτή η
ανισότητα οριακά εξομαλύνεται. Ωστόσο, στο επίπεδο κάθε ξεχωριστής
περιφέρειας, όπου μιλάμε ακόμη και για μονοψήφιους αριθμούς βουλευτών, η
πριμοδότηση αυτή δημιουργεί εξαμβλωματικές καταστάσεις που ταράσσουν
συθέμελα την αρχή της ισοτιμίας του ψήφου ως μηχανισμού ισόποσης
κατανομής κυριαρχίας ανά πολίτη. Το πιο σαρκαστικό είναι ότι η
προκλητική ενίσχυση του πλειοψηφικού χαρακτήρα του συστήματος, αντί να
υπηρετεί τον σκοπό εφ ω ετάχθη, δηλαδή την ύπαρξη μιας βιώσιμης
κυβέρνησης, με τα αποτελέσματα των εκλογών της 6ης Μαΐου λειτουργεί ως
ένας ακόμη παράγοντας πολιτική αστάθειας. Ο Γ. Σωτηρέλης («Τα
συνταγματικά προβλήματα του εκλογικού νόμου») είχε εγκαίρως επισημάνει
τις διεστραμμένες καταστάσεις που θα μπορούσαν να δημιουργηθούν –και
δημιουργήθηκαν– δίνοντας τη χαριστική βολή στο μισογκρεμισμένο πολιτικό
σύστημα της Ελλάδας. Ωστόσο, τέτοιες φωνές δεν εισακούστηκαν σοβαρά ούτε
και από τις εκτός δικομματισμού δυνάμεις. Είναι αργά, αλλά ήρθε η ώρα: η
αλλαγή του εκλογικού νόμου αποτελεί θεμελιώδες πρόταγμα που εγγράφεται
υπαρξιακά στον πυρήνα του δημοκρατικού χαρακτήρα του πολιτεύματος.
Η κοινοβουλευτική εφόρμηση του ναζισμού στον ελληνικό κοινοβουλευτισμό
Για πολλά χρόνια, το ελληνικό πολιτικό
σύστημα εφησύχαζε λέγοντας ότι στη χώρα, για λόγους που σχετίζονται με
το νωπό και διαρκές παρελθόν πολιτειακών εκτροπών, τα περιθώρια
ανάπτυξης και εδραίωσης ακροδεξιού λόγου και δράσης είναι περιορισμένα. Η
παραπάνω διαπίστωση κρύβει κάποια αλήθεια, η έκταση της οποίας ωστόσο
περιορίζεται στη ρετρό –σχεδόν cult πλέον– παραδοσιακή εκφορά του
ακροδεξιού λόγου, του σχηματικά λεγόμενου «βασιλοχουντισμού», η οποία
δεν έχει τη δυνατότητα να απευθυνθεί έξω από ένα περιορισμένο εκλογικό
και ηλικιακό ακροατήριο. Η δημιουργία και ενδεχομένως πρόσκαιρη
κοινοβουλευτική εδραίωση του ΛΑΟΣ κατέρριψε αυτό τον μύθο της
μεταπολίτευσης. Το ποσοστό της Χρυσής Αυγής, κόμματος με
αντικοινοβουλευτικά χαρακτηριστικά, τα οποία που δεν κρύβει αντιθέτως τα
διακηρύσσει, αποτελεί τομή στην ελληνική μετεμφυλιακή ιστορία. Είναι
λάθος να σχετιστεί το ποσοστό αυτό αποκλειστικά με το μεταναστευτικό,
όπως ορθώς έγινε στις πρόσφατες δημοτικές εκλογές στο Δήμο Αθηναίων. Η
πανελλήνια εξάπλωση της Χρυσής Αυγής δείχνει ότι επανασυγκροτείται ένας
εθνικός πόλος καθολικής απαξίωσης του δημοκρατικού φιλελεύθερου
πολιτεύματος, με ανεξέλεγκτη πολιτική δυναμική στη φαρέτρα της οποίας
δεσπόζουσα θέση έχει η βία.
Το ερώτημα «τι να κάνουμε με τη Χρυσή
Αυγή» είναι σύνθετο και επιδέχεται διαφορετικές αποχρώσεις. Δεν αρκεί ο
στιγματισμός της ναζιστικής της ταυτότητας ούτε η απαγόρευσή της καθώς
όντως παρουσιάζει χαρακτηριστικά συμμορίας οργανωμένου εγκλήματος —
πολλώ δε μάλλον την επαύριον της εκλογικής της επιβράβευσης με 400.000
ψήφους. Θα σχηματοποιούσα λοιπόν την αντιναζιστική στρατηγική ως εξής:
Πρώτον, ανάδειξη και διερεύνηση της
ατομικής ποινικής ευθύνης των μελών της οργάνωσης για εγκληματικές
ενέργειες, κυρίως ρατσιστικών κινήτρων αλλά και άλλες. Στην Ελλάδα δεν
υπάρχει διωκτική κουλτούρα των ρατσιστικών εγκλημάτων. Τέτοια εγκλήματα,
ειδικότης των μελών της Χρυσής Αυγής, δεν καταγράφονται. Σαν να μη
γίνονται… Είτε πιαστήκαμε στα χέρια μ’ έναν φίλο επειδή ψηφίσαμε άλλο
κόμμα, είτε χτύπησα κάποιον επειδή είναι μαύρος, είναι ένα και το αυτό.
Αυτό είναι αδιανόητο από την άποψη της ποινικής απαξίας της πράξης στο
σύγχρονο ποινικό δίκαιο. Χρειάζεται με κάθε τρόπο οι ελληνικές διωκτικές
αρχές και η δικαιοσύνη να κάνουν επιτέλους τη δουλειά τους. Οι
εγκληματικές ενέργειες τιμωρούνται: αυτό το αυτονόητο μήνυμα ενός
κράτους δικαίου η Χρυσή Αυγή δεν το έχει λάβει ακόμη, διότι κανείς δεν
της το έχει στείλει. Αντιθέτως, εισπράττει ανοχή και ενίοτε επιβράβευση
εγκληματικών συμπεριφορών και πράξεων, οι οποίες μάλιστα τελούνται από
«δομημένη ή με διαρκή δράση ομάδα […] με σκοπό να εκφοβίσει σοβαρά έναν
πληθυσμό» όπως, φωτογραφικά για την εν λόγω οργάνωση, αναφέρει το
αναθεωρημένο άρθρο 187 ΠΚ που φυσικά ουδέποτε έχει χρησιμοποιηθεί
σχετικά.Αν το ελληνικό κράτος –αστυνομία, εισαγγελικές αρχές και
δικαιοσύνη– κάνει σοβαρά τη δουλειά του σε αυτό το πεδίο νομίζω ότι
παρέλκει ή σίγουρα καθίσταται δευτερεύουσας σημασίας η ολισθηρή συζήτηση
περί νομιμότητας της οργάνωσης. Όσο κυκλοφορούν ελεύθεροι αυτοί που
βιαιοπραγούν σε βάρος ξένων και πολιτικών αντιπάλων είναι
αποπροσανατολιστική η κουβέντα για τη θέση εκτός νόμου του πολιτικού
τους φορέα. Μια φιλελεύθερη ποινική τάξη τιμωρεί πρωτίστως πράξεις και
όχι πεποιθήσεις. Κυρίως δε είναι παραπλανητικό να σκεφτόμαστε την
τιμώρηση των ρατσιστικών θέσεων τη στιγμή που η ρατσιστική βία ενδημεί
διότι τα κίνητρά της συμμερίζεται μείζον τμήμα των διωκτικών αρχών.
Δεύτερο πεδίο της αντιναζιστικής
στρατηγικής είναι η σοβαρή πολιτική διερεύνηση του προφίλ του ψηφοφόρου,
ο οποίος διοχετεύει τον κοινωνικό και ιδεολογικό του αυτοεξευτελισμό
του στην βίαια απαξίωση της αρχής της αντιπροσώπευσης. Τα στερεοτυπικά
χαρακτηριστικά των «λεβεντόπαιδων με τις μαύρες μπλούζες και τα
ξυρισμένα κεφάλια, που λέει και ο αρχηγός τους, δεν αφορούν παρά μια
ισχνή μειοψηφία των τετρακοσίων χιλιάδων ψηφοφόρων. Η ανάδειξη των death
metal βουλευτών βοηθά επικοινωνιακά, αλλά μόνο πρόσκαιρα. Είναι
επιτακτική ανάγκη η συστηματική έρευνα του αδιόρατου εκλογικού σώματος
που βρίσκει στην επιβράβευση του ναζισμού την έκφραση της αποστροφής του
για έναν κοινοβουλευτισμό που το απαξίωσε.
Τρίτο και τελευταίο πεδίο είναι μια
εθνική αντιακροδεξιά πολιτική εκστρατεία. Μια καμπάνια η οποία όμως θα
κάνει κάτι περισσότερο από το να συσπειρώνει τους εαυτούς μας απέναντι
στον εφιάλτη μας, όπως συχνά βλέπω στις περισσότερες καλοπροαίρετες
αριστερού χαρακτήρα αντιφασιστικές πρωτοβουλίες. Εδώ το ζητούμενο δεν
είναι η συσπείρωση της Αριστεράς απέναντι στην Ακροδεξιά, αλλά η
συσπείρωση όλων των δημοκρατικών-φιλελεύθερων δυνάμεων που βλέπουν στον
νεόκοπο ναζισμό μια απειλή στις θεμελιώδεις αρχές της πολιτειακής μας
συμβίωσης. Μια καμπάνια στιγματισμού του διάχυτου σε όλο το πολιτικό
φάσμα ακροδεξιού λόγου που δρα αποενοχοποιώντας τη Χρυσή Αυγή. Διότι, ας
μην το ξεχνάμε, καλύτερος προεκλογικός τροφοδότης αυτού του 7% από τον
δύσοσμο λόγο για τα «στρατόπεδα συγκέντρωσης» και την «υγειονομική
βόμβα» δεν υπήρξε.
***
Αναφερθήκαμε σε πολιτειακά ζητήματα:
εκείνα που αφορούν τους κανόνες τους παιχνιδιού. Χωρίς κανόνες δεν
υπάρχει παιχνίδι. Ούτε το πιο απλό. Ας το θυμόμαστε κι εμείς αυτό,
κυρίως τώρα. Ειδάλλως, θα είμαστε όσο πειστικοί είναι και αυτοί που
προσκαλούν χαιρέκακα την αριστερά να κυβερνήσει τον τόπο που διέλυσαν.
Ο Δημήτρης Χριστόπουλος διδάσκει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και είναι μέλος του συντονιστικού της Πρωτοβουλίας για την Υπεράσπιση της Κοινωνίας και της Δημοκρατίας.
Το κείμενο βασίζεται στην εισήγησή του στην εκδήλωση της Πρωτοβουλίας,
με θέμα τις εκλογές της 6.5, στην Αθήνα την Τρίτη 8.5.2012.