19/9/12

2 Σεπτεμβρίου 2012

Μετεκλογικοί τίτλοι στο νέο πολιτικό τοπίο

Françoise Lucbert, «Καθιστός άντρας», 1913-14
του Δημήτρη Χριστόπουλου
 Το πολιτικό τοπίο, όπως διαμορφώθηκε μετά τον Ιούνιο, μας θέτει ενώπιον μιας νέας ιστορικής συνθήκης, η εννοιολόγηση της οποίας αξιώνει συνέχειες και τομές. Μια προσπάθεια ταξινόμησης του τοπίου αυτού θέτει τέσσερις τίτλους με όρους ιεράρχησης, από το σημαντικότερο στο λιγότερο σημαντικό. Θα ήθελα να το υπογραμμίσω, καθώς πολύ συχνά, συνεπαρμένοι από τα γεγονότα, έχουμε την τάση να ξεχνάμε να κάνουμε ιεραρχήσεις ή να τις κάνουμε λάθος.

Τίτλος πρώτος: Επέλαση του  νεοφιλελευθερισμού και νεοσυντηρητισμού


Αν πριν λίγα χρόνια –σε πολλούς Έλληνες, και όχι μόνο αριστερούς– μας έλεγαν ότι η Ελλάδα θα έχει αυτόν τον πρωθυπουργό θα το θεωρούσαμε αυτοτελή αιτία καταστροφής. Πολλώ δε μάλλον τώρα, που έχουμε αυτόν τον πρωθυπουργό σε μια χώρα που καταστρέφεται. Έτσι έχουν τα πράγματα, και το χάπι δεν χρυσώνεται. Το πρώτο λοιπόν συμπέρασμα, που συνάγεται αβίαστα, είναι ότι καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε την ηγεμονία μιας πολιτικής συμμαχίας δύο ιδεολογιών στην υπερβολή τους. Νεοφιλελευθερισμός ευρωπαϊκής κοπής στη βάση, νεοσυντηρητισμός ελληνικής κοπής στο εποικοδόμημα. Είναι, νομίζω, η πρώτη φορά στη σύγχρονη ελληνική πολιτική ιστορία που έχουμε τον συνδυασμό αυτό σε τέτοια ισχυρή δοσολογία.  Συνήθως είχαμε νεοσυντηρητισμό στους θεσμούς με πατερναλισμό στην οικονομία ή, σπανιότερα, το ανάποδο. Πάντως, σε αυτή την ευρωπαϊκή συγκυρία της νεοφιλελεύθερης συνταγής για την αντιμετώπιση της κρίσης, είναι ιδιαίτερο ότι έχουμε έναν πρωθυπουργό που βρίσκει πολύ χρόνο, προεκλογικά και μετεκλογικά, να θυμίζει ότι πρέπει να ασχοληθεί και με τον «νόμο Ραγκούση» για την ιθαγένεια.
Τίτλος δεύτερος: κοινοβουλευτική και κοινωνική εφόρμηση του νεοναζισμού
Η Αριστερά άργησε, αλλά άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι αυτό είναι ένα αυτοτελές πολιτικό διακύβευμα, το οποίο δεν χωράει συμψηφισμούς. Το εκλογικό σώμα της Χρυσής Αυγής αποτελείται από τρεις ομόκεντρους κύκλους. Ο πρώτος κύκλος και στενός πυρήνας είναι η συμμορία, αυτό που ανέκαθεν ήταν η Χρυσή Αυγή.  Ο δεύτερος εμπνέεται από την πολιτική κουλτούρα της αποενοχοποίησης του δωσιλογισμού και του βασιλοχουντισμού, κάτι που δεν τόλμησε –ή μάλλον δεν κατάφερε επαρκώς– το ΛΑΟΣ. Ο τρίτος και μεγαλύτερος κύκλος αποτελείται κατά κύριο λόγο από τμήματα της αφηνιασμένης μικροαστικής τάξης που συμπιέζεται, κατ’ ουσίαν εξαφανίζεται. Η τάξη αυτή, με εμπροσθοφυλακή τη νεολαία της, ήταν εδώ και έναν αιώνα η κατεξοχήν πελατεία του φασισμού, κι αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε.
Ο κάθε κύκλος, επειδή εκπροσωπεί ένα διαφορετικό στίγμα, χρειάζεται διαφορετική αντιμετώπιση. Το σίγουρο είναι ότι μια πολιτική στρατηγική ανάσχεσης του νεοναζισμού δεν μπορεί παρά να έχει ως στόχο την αποσύνδεση των κύκλων, την παύση της επικοινωνίας τους: οι αφηνιασμένοι μικροαστοί να δώσουν άλλη διέξοδο στην αγανάκτησή τους, οι παραδοσιακοί ακροδεξιοί να νοσταλγούν τη χούντα στις συναγωγές τους μόνοι τους, και οι υπόλογοι εγκληματικών ενεργειών να αντιμετωπίσουν το κράτος δικαίου. Αυτό σημαίνει δουλειά σε τέσσερα επίπεδα: πολιτικό, ιδεολογικό, θεσμικό και κοινωνικό.
Καταρχάς, καλούμαστε να συμβάλουμε στη σφυρηλάτηση μιας αντιακροδεξιάς πολιτικής κουλτούρας, από το Κοινοβούλιο ως τα media. Αυτό σημαίνει ανατροπές. Είδαμε προεκλογικά, λόγου χάρη, γνωστούς δημοσιογράφους του επικοινωνιακού στερεώματος, που εξ επαγγέλματος απαξιώνουν τους συνομιλητές τους, να αδυνατούν να τα βγάλουν πέρα με τους εκπροσώπους της Χρυσής Αυγής. Άλλο όμως οι εξυπνάδες και οι ατάκες, και άλλο η αντιμετώπιση του κτήνους. Το δεύτερο επίπεδο είναι αυτό της ιδεολογίας. Εδώ, η κρίσιμη λέξη είναι η ασφάλεια. Οφείλουμε να την  επαναπατρίσουμε. Σαν μας ρωτάνε «ασφάλεια ή ελευθερία» να μην απαντάμε αφελώς «ελευθερία», αλλά «και τα δύο». Διότι η ασφάλεια είναι η κατάσταση της ελευθερίας. Η μόνη κατάσταση που την επιτρέπει. Για το έγκλημα δεν μπορώ να σκεφτώ άλλον τρόπο από το κράτος δικαίου και τους θεσμούς του, αρχής γενομένης από το ξήλωμα του παρακράτους που έχει δημιουργήσει ο νεοναζισμός στα ελληνικά σώματα ασφαλείας. Όπως έλεγε ο Ηλίας Ηλιού, «να τους ταράξουμε στη νομιμότητα». Τιμωρία. Τέλος, στο κοινωνικό επίπεδο, εκεί δηλαδή που ο νεοναζισμός κινείται ανεμπόδιστος, χρειάζεται ανακατάληψη του δημόσιου χώρου. Όταν δέρνουν μετανάστες, η κοινή γνώμη αδιαφορεί. Όταν δέρνουν αριστερούς, η κοινή γνώμη ενοχλείται αλλά δεν πολυμιλά. Όταν όμως θα διαλύσουν ένα κοινωνικό φαρμακείο, τότε ο κόσμος θα τους απομονώσει.

Τίτλος τρίτος: ριζοσπαστικοποίηση των εναλλακτικών προτάσεων εξουσίας και πόλωση
Το τρίτο νέο που έφεραν οι εκλογές είναι αυτό που συχνά μας αρέσει να θεωρούμε πρώτο: το 4% που έγινε 27%. Το κρίσιμο εδώ είναι πως η πολιτικοϊδεολογική απόσταση μεταξύ κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν υπήρξε  ποτέ μεγαλύτερη, ούτε στην Ελλάδα ούτε στην Ευρώπη. Ενώ είχαμε φτάσει σε ένα σημείο όπου χρειαζόταν μεγεθυντικός φακός για να εντοπίσει κανείς τις διαφορές κυβέρνησης-αντιπολίτευσης, τώρα η εικόνα κραυγάζει. Η ριζοσπαστικοποίηση αυτή μπορεί να προσφέρει έντονες συγκινήσεις, δεν πρέπει ωστόσο να ξεχνάμε πόσο εύθραυστη και επιρρεπής σε ανατροπές είναι. Για τον λόγο αυτό, πάλι χρειάζεται δουλειά σφυρηλάτησης ενός συλλογικού υποκειμένου με επίγνωση και στοχασμό. Ανατροπή χωρίς επίγνωση είναι απερισκεψία. Και οι απερισκεψίες του 27% είναι πολύ ακριβές. Διότι το πιο πιθανό είναι ότι  δεν θα οδηγήσουν στην επανεδραίωση της δικομματικής εναλλαγής μεταξύ των δύο εκδοχών του πολιτικού κέντρου, αλλά στην αναμέτρηση με το κτήνος (του δεύτερου τίτλου).
Τίτλος τέταρτος: Η κεντροαριστερά στην κυβέρνηση
 Το γεγονός έχει τη σημασία του, αλλά έχει επίσης σημασία να μην προτάσσουμε τον τέταρτο τίτλο στη θέση του πρώτου.  Η συμμετοχή της ΔΗΜΑΡ στην κυβέρνηση θέτει το κόμμα αυτό ενώπιον πρωτοφανών διλλημάτων για την ελληνική Αριστερά, στα οποία κανείς δεν μπορεί να είναι αδιάφορος. Εξ αντικειμένου, η εν λόγω επιλογή έχει θέσει τη ΔΗΜΑΡ στον αστερισμό της αποσταθεροποίησης, όπως εξάλλου, θα συνέβαινε, και πιο έντονα, στην περίπτωση της συνεργασίας της με τον ΣΥΡΙΖΑ. Το κόστος τούτο, η ΔΗΜΑΡ το ανέλαβε. Πρόβλημά της. Το κάθε πολιτικό υποκείμενο είναι υπεύθυνο για τις πράξεις και τις παραλείψεις του και ούτως ή άλλως πληρώνει γι’ αυτό. Η ιστορική βλέψη της κατάληψης του πολιτικού κέντρου είναι ένας στόχος που έχει τα ρίσκα του. Η ουσία είναι ότι η συμμετοχή της κεντροαριστεράς στην κυβέρνηση τη θέτει σε μια θέση εξόχως δύσκολη, καθώς η υπόλοιπη Αριστερά (και μείζον τμήμα της κοινωνίας) κατ’ ουσίαν μόνο σε αυτήν απευθύνεται, διότι μόνο από αυτήν έχει προσδοκία να εισακουστεί. Αυτό είναι τεράστιο βάρος για τη ΔΗΜΑΡ στο οποίο, στη συγκυρία αυτήν, είναι σχεδόν αδύνατο να αντεπεξέλθει. Ό,τι όμως σωθεί, καλό είναι.

Η κουλτούρα της συνεργασίας…
 Πολιτική χωρίς συμμαχίες δεν γίνεται. Δεν έχει υπάρξει Αριστερά που να έχει καταφέρει να προτάξει λόγο κυβέρνησης και μακροσκοπικά λόγο εξουσίας χωρίς την κεντροαριστερά.  Αυτό έχει μείζονα σημασία σε μια ιστορική συνθήκη πόλωσης και ολικής δεξιάς μετατόπισης του ισχυρού πόλου. Το εκλογικό σώμα της ΔΗΜΑΡ, με συνοπτικές διαδικασίες για την κυοφορία των οποίων αρκούσε το μεσοδιάστημα ανάμεσα στις εκλογές, μετατοπίστηκε κατά 50% προς τα δεξιά, καθώς το ¼ ριζοσπαστικότερο τμήμα του 6% των εκλογών του Μαΐου πήγε στο ΣΥΡΙΖΑ και ένα νέο ¼ ερχόμενο από τα δεξιά αναπλήρωσε αυτό το κενό. Το ΠΑΣΟΚ πλέον, απαλλαγμένο από τις μεταρρυθμιστικές ιδεοληψίες της προηγούμενης ηγεσίας του, κλείνει άδοξα τον κύκλο της δεξιάς στροφής του, μεταλλασσόμενο, σύμφωνα με τα ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά του εκλογικού του ακροατηρίου, σε ένα «μικρό κόμμα της κεντροδεξιάς», όπως είπε ο Η. Νικολακόπουλος σε μια εκδήλωση της Πρωτοβουλίας για την υπεράσπιση της κοινωνίας και της δημοκρατίας στις 19 Ιουνίου. Η Ν.Δ. του Α. Σαμαρά μόνο σε ελάχιστα  θυμίζει το κόμμα του «μεσαίου χώρου» που ευαγγελίζονταν, μακριά από τις «ακραίες δυνάμεις», ο πρώην πρωθυπουργός της. Τέλος, οι «ακραίες δυνάμεις» πλέον δεν θυμίζουν σε τίποτε τους κουτοπόνηρους χαριεντισμούς του καναλάρχη του ΛΑΟΣ με τους μεγαλοδημοσιογράφους του συστήματος, αλλά φέρουν τη μεταφορά της τέχνης του street fighting στην τηλεόραση από τον νεαρό υπαρχηγό της συμμορίας. Η Ακροδεξιά σήμερα δεν είναι ο αγοραίος εθνικισμός του ΛΑΟΣ, αλλά ο νεοναζισμός της Χ.Α.. Η Δεξιά δεν είναι ο ντιλενταντισμός του Καραμανλή, αλλά ο αφόρητος νεοσυντηρητισμός του Σαμαρά. Η κεντροδεξιά εκφράζεται κατεξοχήν από το ΠΑΣΟΚ που ολοκλήρωσε (;) τη συντηρητική του στροφή πριν την πιθανή διάλυσή του. Η κεντροαριστερά, με τη σειρά της, εκφράζεται με τον πιο αυθεντικό τρόπο από τη ΔΗΜΑΡ που εύλογα διεκδικεί να καθίσει στην μεγάλη άδεια καρέκλα του πολιτικού χώρου αυτού, είτε ως αυτοτελές κόμμα είτε ως συστατικό ενός νέου πολιτικού σχηματισμού.  Το κρίσιμο πάντως είναι ότι το σημείο τομής στη διαίρεση Αριστεράς-Δεξιάς του ελληνικού πολιτικού φάσματος τοποθετείται εντός της ΔΗΜΑΡ.
…και το ζητούμενο ενός αναλογικού εκλογικού συστήματος
 Στο επίπεδο της κοινοβουλευτικής κουλτούρας, η Αριστερά ανέκαθεν έθετε την απλή αναλογική ως το μόνο εκλογικό σύστημα που ανταποκρίνεται στο αξιακό σύστημα και τις πολιτικές  της προτεραιότητες. Έτσι, η απλή αναλογική έχει ιστορικά περίοπτη θέση στην ατζέντα όλων των αριστερών αποχρώσεων, αποτελώντας ένα από τα ελάχιστα αιτήματα που ενώνει την όλη Αριστερά, από το ΚΚΕ και τον ΣΥΡΙΖΑ ως τη ΔΗΜΑΡ και τα υπόλοιπα μικρά κόμματα. Όντως, η απλή αναλογική είναι το δικαιότερο εκλογικό σύστημα. Πάρα ταύτα, κατά την άποψή μου, το ζητούμενο μιας βιώσιμης κυβέρνησης επιβάλλει (ή επιτρέπει), υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, ένα «πλειοψηφικό μπόλιασμα», δηλαδή την ενίσχυση του πρώτου κόμματος. Προϋπόθεση γι’ αυτό είναι η συγκέντρωση ενός εκλογικού ποσοστού πάνω από τουλάχιστον 40% και ταυτόχρονα η ύπαρξη μιας ικανής απόστασης  (της τάξης του 5%) από το δεύτερο κόμμα. Η σώρευση αυτών των συνθηκών δείχνει με σαφήνεια ότι ένα μείζον πλειοψηφικό ρεύμα του λαού θέλει να κυβερνηθεί με τον α΄ ή  β΄ τρόπο. Συνεπώς, το μέγεθός του επιτρέπει ή καθιστά ενδεδειγμένη την κοινοβουλευτική του ενίσχυση,  προκειμένου να μπορέσει να κυβερνήσει. Ταυτόχρονα, απαραίτητο είναι να μειωθείκαι το όριο του 3%, το οποίο αλλοιώνει τη βούληση ενός τμήματος του λαού που δεν κατευθύνει την ψήφο του στο κόμμα της επιλογής του εξαιτίας της πρόβλεψης ότι αυτό δεν θα μπορέσει να εκφραστεί κοινοβουλευτικά.
 Πάντως, τα προηγούμενα, κατά την άποψή μου, επιθυμητά στοιχεία πλειοψηφικής ενίσχυσης ενός αναλογικού εκλογικού συστήματος, δεν θα μπορούσαν να επηρεάσουν ένα εκλογικό αποτέλεσμα σαν και αυτό της 17ης Ιουνίου, από το οποίο δεν πιστοποιείται η ύπαρξη ενός ρεύματος άξιου πλειοψηφικής ενίσχυσης διά του εκλογικού νόμου. Αν υποθέσουμε λοιπόν ότι αυτές οι εκλογές γίνονταν με ένα αναλογικό σύστημα (και διατήρηση του 3%), το αποτέλεσμα θα ήταν η ΝΔ να έχανε περίπου 30 έδρες, ο ΣΥΡΙΖΑ να κέρδιζε περίπου 15, το ΠΑΣΟΚ 5 ή 6 και τα υπόλοιπα τρία κόμματα θα αύξαναν την δύναμη τους με 3 ή 4 βουλευτές ανά κοινοβουλευτική ομάδα. Οι προηγούμενοι υπολογισμοί μόνο κατά προσέγγιση μπορούν να γίνουν, καθώς εξ ορισμού υπάρχει μια μικρή απόκλιση στην εκλογική συμπεριφορά εξαιτίας του αναλογικού εκλογικού συστήματος.
   Γιατί γράφω τα προηγούμενα; Διότι, σήμερα, περισσότερο από ποτέ, καλούμαστε να σκεφτούμε τι θα κάναμε με απλή αναλογική, για να δούμε τι πραγματικά θα κάνουμε όταν και αν έρθει η ώρα ενός αναλογικού εκλογικού συστήματος. Εκτός αν το ενδεχόμενο αυτό δεν μας απασχολεί, οπότε η απλή αναλογική αντί για ένα πράγματι δύσκολο στοίχημα για την εδραίωση μιας κουλτούρας συνεργασίας (ανα)μέσα στην Αριστερά, είναι μια (ακόμη) καραμέλα της.
O Δημήτρης Χριστόπουλος διδάσκει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και είναι μέλος του συντονιστικού της Πρωτοβουλίας για την υπεράσπιση της κοινωνίας και της δημοκρατίας.

Αρχειοθήκη ιστολογίου