ΕΝΘΕΜΑΤΑ
10 Ιουνίου 2012
Το ρίσκο, η επίγνωση και το συλλογικό υποκείμενο της Αριστεράς
του Δημήτρη Χριστόπουλου
Εδώ και λίγες εβδομάδες ακούγεται όλο και πιο συχνά το επιχείρημα ότι η έξοδος της χώρας από το ευρώ θα αποτραπεί διότι κανείς δεν έχει συμφέρον να αρχίζει να ξηλώνει το πουλόβερ της νομισματικής ένωσης από την Ελλάδα. Το επιχείρημα είναι σωστό και σίγουρα σωστότερο από αυτό της «γερμανικής μπλόφας», το οποίο δέσποζε στον λόγο μείζονος τμήματος της Αριστεράς πριν την 6η Μαΐου, καθώς ήδη από την επαύριο των εκλογών φάνηκε ότι μάλλον δεν υπήρχε καμία μπλόφα. Η γερμανική Δεξιά έδειξε για τα καλά τα δόντια της, όπως εξάλλου το έχει κάνει, με πολύ πιο καταστροφικά αποτελέσματα, δις τον τελευταίο αιώνα, στην πιο ακραία μορφή της. Η νέα γραμμή άμυνας είναι πλέον η διαπίστωση, που εξάλλου συμμερίζεται μείζον τμήμα των νεοκλασικών οικονομολόγων και των πολιτικών στελεχών που πλαισίωσαν τη νεοφιλελεύθερη διαχείριση της κρίσης, πως η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορεί να απορροφήσει τους κραδασμούς που θα προκαλέσει τυχόν έξοδος της χώρας από το ενιαίο νόμισμα. Με βάση αυτή την παραδοχή συνάγεται πως η Ευρώπη δεν μπορεί προφανώς να πράξει ενάντια στο ίδιο το ρεαλιστικά υπαγορευμένο συμφέρον της και δεν θα τολμήσει να ωθήσει τη χώρα μας στην έξοδο.
Είναι όμως σωστή η επίκληση του «συμφέροντος των εταίρων» ως βάση του επιχειρήματος περί εξασφάλισης της μη εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη; Κατά τη γνώμη μου, υπάρχουν προβλήματα. Όχι επειδή τέτοιο συμφέρον δεν υπάρχει, αλλά επειδή η ύπαρξή του δεν σημαίνει και ότι η Ευρώπη θα το εγγυηθεί – άλλωστε πολλές φορές στο παρελθόν δεν έχει εξασφαλίσει το κοινό της συμφέρον. O αδύναμος κρίκος της «θεωρίας της μόλυνσης» (contamination) έγκειται στην παραδοχή ότι η Ευρώπη θα δράσει, σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με το συμφέρον της ως ένας ορθολογικός παίκτης στη θεωρία των παιγνίων.Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, η πολιτική γίνεται αντιληπτή ως ένα παίγνιο όπου οι παίκτες αποφασίζουν τις κινήσεις τους με βάση την αντίληψή τους για τις κινήσεις των άλλων παικτών σε συγκρουσιακές καταστάσεις. Η θεωρία των παιγνίων (στην ελληνόφωνη βιβλιογραφία, δεσπόζει η μονογραφία του Κώστα Φιλίνη Θεωρία των παιγνίων και πολιτική στρατηγική, 1972 [επανέκδ.: Θεμέλιο 1998]) βασίζεται στην παραδοχή ότι ο κάθε παίκτης έχει τέλεια γνώση του παιχνιδιού και των κανόνων του. Με την έννοια αυτή, ο κάθε παίκτης είναι a priori ορθολογικός, καθώς σε μια δεδομένη στιγμή, που υπάρχουν εναλλακτικές κινήσεις, θα επιλέξει εκείνη που του αποδίδει μεγαλύτερο όφελος. Έτσι, λέει η θεωρία των παιγνίων, φτάνουμε στη λεγόμενη κατάσταση του μηδενικού αθροίσματος, όπου ο ένας παίκτης κερδίζει ακριβώς αυτό που χάνει ο άλλος.
Φαίνεται λοιπόν πως η προηγούμενη προεκλογική στρατηγική έχει πολλά στοιχεία που παραπέμπουν στη θεωρία των παιγνίων. Όμως, η θεωρία αυτή δεν μπορεί να παρέχει ασφαλή συμπεράσματα στο χώρο της διαχείρισης των πολιτικών συγκρούσεων. Διότι στην πολιτική, πέραν της ορθολογικής διαχείρισης του συμφέροντος, υπάρχουν ιδεολογίες, πάθη και θυμικά τα οποία γιγαντώνονται από το βάρος της Ιστορίας. Ειδικά στην Ευρώπη. Πόσο μπορεί να τεκμηριώσει κανείς υπεύθυνα ότι η Ευρώπη λειτουργεί a priori ως ορθολογικός παίκτης με αίσθηση του κινδύνου, και μάλιστα σε συνθήκες κρίσης; Μια τέτοια διαπίστωση είναι επιεικώς ανιστόρητη και για τον λόγο αυτό συνιστά επισφαλές θεμέλιο συγκρότησης μιας πολιτικής στρατηγικής. Η ορθή στρατηγική, εδώ, δεν μπορεί να θέτει ως βάση του όλου επιχειρήματος το ότι «η Ευρώπη ξέρει το συμφέρον της». Διότι η Ευρώπη, όπως έχει αποδείξει με όλους τους τρόπους στο βαρύ της ιστορικό παρελθόν που στην κρίση λειτουργεί περισσότερο ως βαρίδι παρά ως πυξίδα, άνετα μπορεί να λειτουργήσει αυτοκαταστροφικά, και αντί για μηδενικό άθροισμα να φτάνει με περισσή ευκολία στο απολύτως αρνητικό άθροισμα. Αν μη τι άλλο, η νεοφιλελεύθερη διαχείριση της κρίσης που προτάχθηκε ως μονόδρομος από τις ευρωπαϊκές ελίτ το δείχνει περίτρανα: λιτότητα, χρεοκοπία, φτωχοποίηση, ακύρωση του κοινωνικού κράτους, εκφυλισμός της ιδέας της πολιτικής ευρωπαϊκής ενοποίησης. Ο συνδυασμός λιτότητας και ύφεσης που έφεραν τα μνημόνια οδήγησαν σε σημάδια διάλυσης της κοινωνίας και εκφυλισμού της δημοκρατίας. Αυτό, με αφοπλιστική υποκρισία, το ομολογούν πλέον και αρκετοί από τους εμπνευστές ή έστω τους απολογητές αυτής της πολιτικής, οι λεγόμενοι «αρχιτέκτονες του χάους».
Απέναντι στον πιστοποιημένα καταστροφικό μονόδρομο του μνημονιακού χάους, το ελληνικό εκλογικό σώμα αποφάσισε, στις 6 του Μάη, ότι είναι διατεθειμένο να αναζητήσει μια άλλη προοπτική. Μια προοπτική που σίγουρα έχει ρίσκα, καθώς ο δείκτης της πολιτικής προβλεψιμότητας επί των ημερών μας είναι στα ιστορικά χαμηλά του. Όποιος προβλέπει το μέλλον, όπως με προκλητική και εκνευριστική ευκολία κανοναρχούσαν στελέχη των προηγουμένων κυβερνήσεων κουνώντας το δάχτυλο, δεν ξέρει τίποτε. Δεν ξέρει ότι δεν ξέρει. Ένα όμως είναι σίγουρο: το ρίσκο είναι προτιμότερο από την καταστροφή, διότι η κατάσταση η οποία θέτει ένα ποσοστό απειλής ενέχει και το ενδεχόμενο της ελπίδας. Σε τελευταία ανάλυση, αν δεν ρισκάρεις ποτέ, τότε ρισκάρεις ακόμη περισσότερο.
Έχω απόλυτη συναίσθηση πως τα προηγούμενα δεν είναι εύκολο να κοινωνηθούν προεκλογικά, καθώς, εστιάζοντας σε ένα περιορισμένο πολιτικό ακροατήριο, μοιάζουν να μην ανταποκρίνονται στις ελπίδες που έχουν γεννηθεί σε μείζον τμήμα του εκλογικού σώματος. Κανείς δεν θέλει να ακούει για «ρίσκο», τη στιγμή μάλιστα που οι πολιτικοί αντίπαλοι κινδυνολογούν ασύστολα. Και όμως, άλλο κινδυνολογία και άλλο επίγνωση. Μια θέση επίγνωσης, όχι μόνο δεν αντιστρατεύεται την ελπίδα, αλλά σφυρηλατεί μακροπρόθεσμα ένα συμπαγές σώμα πολιτών με αίσθηση των πραγμάτων: χωρίς τέτοια αίσθηση, τα πράγματα δεν αλλάζουν. Έτσι δημιουργείται το αριστερό συλλογικό υποκείμενο με μακροπρόθεσμες αντοχές στη διαχείριση της πολιτικής προσδοκίας. Έτσι συγκροτείται, όπως θα λέγαμε παλιότερα, υποκειμενικός παράγοντας, όχι απλώς για την ανατροπή της 18ης Ιουνίου, αλλά για την εδραίωση ενός νέου status πραγμάτων στη νέα εποχή, όπου πλέον θα τεθούν τα μεγάλα ερωτήματα για το πώς θα ανασυγκροτηθεί ο τόπος.
Ειδάλλως, υπάρχει ο μεγαλύτερος κίνδυνος, μετά την ενδεχόμενη εκλογική νίκη, να επέλθει μια σαρωτική ανατροπή, η οποία μπορεί να οδηγήσει αδυσώπητα στη μη θεραπεύσιμη πολιτική ανυποληψία και την Αριστερά, όπως ακριβώς συνέβη με τους ως σήμερα κυβερνήτες της χώρας. Η συνεχής επεξεργασία μιας πρότασης αριστερής διακυβέρνησης και της πλέον κατάλληλης στρατηγικής μετά τις εκλογές της 17ης Ιουνίου δεν μπορεί να βγάζει από τον ορίζοντα το ίδιο πάντα ερώτημα, που συχνά λόγω της ανυπέρβλητης δυσκολίας του απωθούμε: τελικά, η Αριστερά είναι κομμάτι του παλιού κόσμου που καταρρέει ή του νέου που έρχεται; Η ελπίδα ότι η απάντηση βρίσκεται στο δεύτερο σκέλος είναι ένας λόγος παραπάνω να τίθεται το ερώτημα.
O Δημήτρης Χριστόπουλος διδάσκει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και είναι μέλος του συντονιστικού της Πρωτοβουλίας για την υπεράσπιση της κοινωνίας και της δημοκρατίας (http://www.koindim.eu/)