Στρατιωτικοποίηση και διαχείριση του προσφυγικού
Όταν, από την άνοιξη του 2015, τα πράγματα με το προσφυγικό διαφάνηκε ότι θα είναι πιο δύσκολα από όσο προβλεπόταν, υπήρξαν σκέψεις στην ελληνική κυβέρνηση για το ενδεχόμενο πιθανής ενεργοποίησης των ενόπλων δυνάμεων της χώρας ως μια κρίσιμης συνδρομής στη δημόσια διοίκηση η οποία εγνωσμένα δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις δυσκολίες που έρχονταν.
Οι σκέψεις αυτές έμειναν όμως σκέψεις. Τρεις ήταν οι λόγοι: ο πρώτος ήταν μια παραδοσιακής κοπής αριστερή αναφυλαξία ενώπιον της συμμετοχής του στρατού στη διαχείριση της προσφυγικής ροής. Η αντίδραση αυτή ωστόσο δεν λάμβανε υπόψη της ότι στο προκείμενο, ο στρατός θα καλούνταν να επέμβει προκειμένου να βοηθήσει στην επιμελητεία, στα λεγόμενα logistics της διαχείρισης: να προσφέρει κάποια από τα πολλά εγκαταλελειμμένα στρατόπεδα ανά την επικράτεια, να παράσχει σίτιση από τον ελληνικό προϋπολογισμό σε πρόσφυγες που βρίσκουν εκεί κατάλυμα και να φροντίσει συνθήκες υγιεινής των ανθρώπων αυτών.
Η Ελλάδα είναι μια εδραιωμένη δημοκρατία, σε καιρό ειρήνης και ανθρωπιστικής κρίσης συνάμα. Οπως λοιπόν δεχόμαστε ως αυτονόητο και θεμιτό ο στρατός να στήνει σκηνές για σεισμόπληκτους συμπολίτες μας, έτσι έχουμε λόγους να υποδεχθούμε τη συνδρομή του στρατού και στο προσφυγικό, στον βαθμό βέβαια που συζητάμε για την ανάληψη των υπηρεσιών που η ελληνική διοίκηση στην κατάσταση ανάγκης στην οποία βρίσκεται δεν μπορεί να παρέχει.
Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο η σκέψη στρατιωτικής συνδρομής στα ως άνω δεν προχώρησε ήταν ότι αντιδρούσαν και οι ίδιοι οι υψηλόβαθμοι στρατιωτικοί, που έβλεπαν ότι θα προσθέσουν έναν μπελά από τον οποίο δύσκολα θα μπορούσαν να απαγκιστρωθούν: δεν θέλει μεγάλη σκέψη ότι το προσφυγικό ήρθε για να μείνει στην Ελλάδα, οπότε όποιος μπλέξει μαζί του δεν ξεμπλέκει εύκολα.
Πέραν όμως της ώς έναν βαθμό εύλογης υπηρεσιακής επιφύλαξης, ο τρίτος λόγος για τον οποίο η σχετική συζήτηση σταματούσε κάθε φορά που πήγαινε να ανοίξει αφορούσε την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Αμυνας. Τη θέση Καμμένου θα μπορούσα να τη συνοψίσω, με δικά μου λόγια βέβαια, ως εξής: «Ο περήφανος ελληνικός στρατός δεν γίνεται να υπηρετεί πρόσφυγες και μετανάστες».
Τα πράγματα όμως αλλάζουν. Ετσι λοιπόν, στον ανελέητο αγώνα δρόμου να φτιαχτούν τα πέντε hotspots στα νησιά πριν από τη σύνοδο κορυφής στις 16 Φεβρουαρίου, τελικώς η πολιτική ηγεσία της χώρας ανέθεσε στις ένοπλες δυνάμεις αυτό που μέχρι πριν από λίγες μέρες δεν είχε καταφέρει ούτε το υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής ούτε η γενική γραμματεία Συντονισμού του κυβερνητικού έργου.
Στο κυριολεκτικά «και πέντε» λοιπόν, εμφανίζεται το ΥΠΕΘΑ ως το ιππικό στον αγώνα της κυβέρνησης με τον χρόνο, τη στιγμή που πυκνώνουν τα σύννεφα για αποπομπή της χώρας από τον χώρο Σένγκεν.
Ως διά μαγείας λοιπόν, οι επιφυλάξεις Καμμένου για τα hotspots αίρονται και ο στρατός εμφανίζεται ως από μηχανής θεός που θα αναλάβει τη χώρα στα δύσκολα, θα κάνει τα hotspots στην ώρα τους και η χώρα θα περάσει με τη συνδρομή του έναν ακόμη δύσκολο κάβο. Ως εδώ καλά λοιπόν: κάλλιο αργά παρά ποτέ.
Η κυβέρνηση εφησυχάζει καθώς επιτέλους ένας αποτελεσματικός μηχανισμός θα αναλάβει δράση και μάλιστα μόλις γίνουν τα hotspots θα παραδώσει τα κλειδιά στις λοιπές αρμόδιες υπηρεσίες. Ωστόσο, ήδη από την αρχή υπάρχουν λόγοι ανησυχίας: το ένα λάθος –η μη αρωγή του στρατού σε μια ανθρωπιστική κρίση– διαδέχεται ένα άλλο μεγαλύτερο λάθος: εκεί που ο στρατός απλώς απείχε, πλέον διεκδικεί περισσότερα από αυτά που ουσιαστικά του οφείλονται σε ένα πολίτευμα με τα χαρακτηριστικά του ελληνικού.
Πλέον, δεν γίνεται λόγος μόνο για «στέγαση, σίτιση, υγειονομική περίθαλψη και μεταφορές», αλλά για την «ανάληψη από το ΥΠΕΘΑ συντονιστικών αρμοδιοτήτων διά της σύστασης Κεντρικού Συντονιστικού Οργάνου Διαχείρισης Προσφυγικής Κρίσης», ενώ δίνεται η δυνατότητα να συσταθούν και Τοπικά Συντονιστικά Κέντρα όπου αυτό απαιτείται.
Σε τροπολογία που κατατέθηκε στις 17 Φεβρουαρίου από τα συναρμόδια υπουργεία στο νομοσχέδιο του υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής που συζητείται στη Βουλή προβλέπεται πως «κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης (...) το ΥΠΕΘΑ δύναται να διευθύνει και να συντονίζει, μαζί με την Υπηρεσία Ασύλου και Πρώτης Υποδοχής» τις λοιπές δημόσιες υπηρεσίες που ασχολούνται με το προσφυγικό.
Η ανάληψη του εφ’ όλης της ύλης συντονισμού του προσφυγικού είναι πολιτειακά εξαμβλωματικό για δημοκρατία και πολιτικά αδιανόητο -για να μην πούμε επικίνδυνο- σχέδιο. Σε μια δημοκρατία οι ένοπλες δυνάμεις, καταστατικά, δεν μπορούν να αναλαμβάνουν τέτοιους ρόλους.
Μεταξύ μιας κατάστασης όπου, από τη μία, οι ένοπλοι της χώρας αυτής παρακολουθούν καλοσιδερωμένοι την απέλπιδα προσπάθεια της διοίκησης και της κοινωνίας να αντιμετωπίσει μια ανθρωπιστική κρίση και την ανάληψη του συντονισμού της διαχείρισης της κρίσης αυτής, στα δημοκρατικά πολιτεύματα υπάρχουν άλλες λύσεις. Αυτονόητες. Κι όμως…
* αντιπροέδρου Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αν. καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου