17/3/14















Το «Α2» της κυβέρνησης, οι «εθνικές μειονότητες» και ο ΣΥΡΙΖΑ

Εδώ και καιρό, μεγάλο κεφάλαιο της κυβερνητικής πλειοψηφίας επενδύεται στην αναζήτηση και «τεκμηρίωση» απόψεων, εντός και πέριξ του ΣΥΡΙΖΑ. Και, κατόπιν, στην προβολή τους στο πανελλήνιο με στόχο τη δημόσια έκθεση

Του Δημήτρη Χριστόπουλου

Η πρακτική αυτή, της δημόσιας διαπόμπευσης ανθρώπων, έχει στόχο την ανάδειξη της συλλογικής ευθύνης του κόμματος που ανέχεται στο εσωτερικό του «επικίνδυνες» απόψεις. Παράπλευρη απώλεια, φυσικά, είναι ο περιορισμός της ελεύθερης έκφρασης και, εν  συνεχεία, η διαρκής αυτολογοκρισία.  Έχω την αίσθηση ότι αν η ΝΔ έδειχνε και σε άλλες αρμοδιότητες τη μεθοδικότητα που επιδεικνύει στην «τεκμηρίωση» αυτή, θα ήταν καλύτερη κυβέρνηση – αλλά τούτο ας μείνει στη σφαίρα της υπόθεσης…

Οι «εθνικές μειονότητες» αποτελούν στην Ελλάδα ένα κατεξοχήν ένα «μη ζήτημα»[1]. Έτσι, όταν το Τμήμα Δικαιωμάτων του ΣΥΡΙΖΑ εισηγείται πως «κάθε αντίθετη άποψη ακόμα και η αναφορά σε εθνικές μειονότητες που ζουν στη χώρα μας στηλιτεύεται και απαγορεύεται στην πράξη» η ΝΔ, διά της εκπροσώπου της, αντιλαμβάνεται ότι το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης κάνει «ημερίδα για εθνικές μειονότητες» και εγκαλεί τον πρόεδρό του την ώρα που περιοδεύει στη Θράκη για το «εθνικό ολίσθημα» – επιβεβαιώνοντας, έτσι, αυτό ακριβώς που λέει το Τμήμα Δικαιωμάτων…

Ο ΣΥΡΙΖΑ, αμήχανος, σιωπά. Ξέρει ότι αναφέρεται στο πιο-μα-το-πιο-αντιδημοφιλές ζήτημα στην ελληνική κοινωνία, που παραβιάζει τα  θέσφατα της εθνικής κοινότητας στον 20ό αιώνα. Κάποιοι εξάλλου, ακόμη και μέσα στην Αριστερά, ωχριούν στην ιδέα αυτή. Διαβάζοντας, ενεός, κείμενα ύφους και περιεχομένου σαν κι αυτό, διερωτώμαι σε τι διαφέρει η Αριστερά από τη Δεξιά στα λεγόμενα «εθνικά θέματα»… Για άλλους αριστερούς βέβαια  –τους περισσότερους– αυτά τα ζητήματα δεν είναι μεν βλάσφημα, αλλά, λόγω των προβλημάτων που δημιουργούν, δεν πρέπει να ανοίξουν τώρα: Τέτοιες ώρες, τέτοια λόγια, ας μην ανοίγουμε μέτωπα τη δύσκολη στιγμή.  Με αυτή λογική  όμως, τα εν λόγω θέματα,  τα οποία δεν προσφέρονται για τη δημοφιλία τους, θα μείνουν  μονίμως στα αζήτητα, ο καιρός τους δεν θα έρθει ποτέ, διότι αποκλείεται  ποτέ να επισκιάσουν την οικονομία κτλ. Έτσι, θα μας θα μας αφήνει πάντα αδιάφορους το ομοφοβικό ξέσπασμα του δημοσιογράφου Βερύκιου κλπ…

Προσοχή λοιπόν. Το ότι χρειάζονται ιεραρχήσεις και ορθή διαχείριση του πολιτικού χρόνου δεν μπορεί να οδηγεί σε αυτό που θέλει ο αντίπαλος: τη διαρκή αυτολογοκρισία.  Διότι αυτό θα είναι η πολιτική ταφόπλακα του αριστερού λόγου. Άλλο αυτολογοκρισία, άλλο υπευθυνότητα και  λογοδοσία – τα δεύτερα είναι συστατικός τύπος της κοινωνικής συνύπαρξης. Μόνο τρελοί, απολύτως ανεύθυνοι, παιδιά και μεθυσμένοι λένε ό,τι τους έρχεται. Η ευθύνη του πολιτικού λόγου βαρύνει το υποκείμενο. Το ότι ο αντίπαλος αντιλαμβάνεται την κυβερνητική δράση ως καθημερινότητα «γραφείου Α2», δεν μας απαλλάσσει από την ευθύνη αυτή. Τουναντίον. Απέναντι στο σκιάχτρο της αυτολογοκρισίας, χρειάζεται λοιπόν μια καλώς νοούμενη σύνεση, αλλά πρωτίστως τεκμηρίωση, μια άλλου είδους «τεκμηρίωση» από αυτή του «γραφείου Α2 της κυβέρνησης»: να ξέρουμε δηλαδή καλά για τι μιλάμε όταν (λόγου χάρη)  αναφερόμαστε στο ζήτημα των μειονοτήτων –και σε όλα τα ζητήματα. Ο αντεθνικιστικός –όπως και κάθε– οίστρος δεν είναι καλός σύμβουλος και, σε κάθε περίπτωση, δεν αρκεί προκειμένου να κάνουμε πολιτική για τις μειονότητες.

Επί του προκειμένου, λοιπόν, πιστεύω ότι η αναφορά σε «εθνικές μειονότητες», αφεαυτής, έχει προβλήματα καθώς δεν λαμβάνει υπόψη της το πώς ένα πρόσωπο τοποθετείται εξατομικευμένα απέναντι στην όποια εθνική ιδεολογία, είτε κυρίαρχη είτε μειονοτική.  Ένα παράδειγμα: με άλλον τρόπο βιώνει το ανήκειν σε μια εθνοτική ομάδα ένας σλαβόφωνος που απλώς μιλάει τη γλώσσα των παππούδων του, με άλλον κάποιος ο οποίος νιώθει τη γειτονική χώρα ως εθνικό του κέντρο (ανεξάρτητα από το αν μιλά τη γλώσσα) και με άλλον κάποιος που το μόνο που ξέρει είναι πως είναι «ντόπιος».

Η επί της ουσίας άποψή μου (που διαμορφώθηκε ύστερα από είκοσι χρόνια ενασχόλησης με τα μειονοτικά αυτής της χώρας, κυρίως μέσω του Κέντρου Ερευνών Μειονοτικών Ομάδων), είναι ότι η αναφορά σε «εθνικές μειονότητες» περισσότερα προβλήματα δημιουργεί, παρά λύνει. Το κρίσιμο δεν είναι η Ελλάδα να αναγνωρίσει νομικά «εθνικές μειονότητες», αλλά να αφήνει τον κάθε άνθρωπο να προσδιορίζεται όπως θέλει, χωρίς φραγμούς, και να ονομάζει όπως θέλει τα σωματεία του, αρκεί φυσικά αυτά να σέβονται τους νόμους. Σε κάθε περίπτωση, το να μιλάμε για εθνική μειονότητα –ακόμη και εκεί που τα πράγματα είναι πιο σαφή και οριοθετημένα, όπως στη Θράκη– δεν μας λύνει το πρόβλημα. Πιο απλά: έστω ότι  αναγνωριζόταν πως στην Θράκη έχουμε «εθνική» και όχι «θρησκευτική» μειονότητα• αν την ίδια στιγμή ένα σωματείο το οποίο θέλει να λέγεται «μακεδονικό» απαγορεύονταν από το Πρωτοδικείο της Φλώρινας, το πρόβλημα θα συνέχιζε να υπάρχει.

Αυτή είναι λοιπόν η κριτική μου προς τη θέση περί «εθνικών μειονοτήτων».  Προσοχή όμως: άλλο πράγμα αυτή η κριτική, και άλλο η άτακτη υποχώρηση και υπόκλιση στην κυρίαρχη ιδεολογία του αυταρχικού λόγου περί «εθνικών θεμάτων».  Θεωρώ  αναγκαίο –είναι πασιφανές, νομίζω–  να έχουμε επίγνωση των προβλημάτων της εύκολης αντεθνικιστικής ρητορεία• ωστόσο, για την Αριστερά  είναι υπαρξιακά απαραίτητη  η συναίσθηση των κινδύνων της  υποταγής στον κυρίαρχο εθνικισμό για λόγους σκοπιμότητας. Γιατί εδώ αγγίζουμε περιοχές του σκληρού πυρήνα που συγκροτεί τη διακριτή πολιτική ταυτότητα αυτού που ονομάζουμε Αριστερά: τη θεμελιακή αντίθεση στον εθνικισμό, τον ρατσισμό και τον σεξισμό, όσο και αν ζούμε –ή, ορθότερα, επειδή ζούμε– σε μια εθνικιστική, ρατσιστική και σεξιστική κοινωνία.

Αυτά είναι τα κρίσιμα διλήμματα στις δημόσιες πολιτικές που κατεξοχήν ανήκουν στην κατηγορία των ταμπού, όπως τα μειονοτικά. Το να ξέρουμε πώς και πότε θα τα πιάσουμε, είναι άλλο από το να μην τα πιάνουμε ποτέ. Και επομένως,  είναι άλλης τάξης η απόκλιση που εξέφρασα προηγουμένως στον λόγο περί «εθνικών μειονοτήτων» και άλλης η διαφωνία μου στην απαγόρευση που θέλουν να μας επιβάλουν στο να μιλάμε για αυτά. Στην πρώτη περίπτωση, συζητάω με το Τμήμα Δικαιωμάτων του ΣΥΡΙΖΑ που βάλλεται και, διά της διαφωνίας μου, εκφράζω την αλληλεγγύη μου, ενώ στη δεύτερη a priori δεν γίνεται διάλογος διότι ο συνομιλητής μου αρνείται το περιεχόμενό του, και επομένως δεν είναι συνομιλητής – είτε είναι δημοσιογράφος, είτε διπλωμάτης, είτε εκπρόσωπος τύπου ενός κόμματος.

Στην Ελλάδα, λοιπόν, είτε αρέσει είτε όχι, υπάρχουν και άνθρωποι που νιώθουν ότι ανήκουν σε άλλο έθνος από το ελληνικό. Μιλιούνται και άλλες γλώσσες πέραν της ελληνικής. Ασκούνται κι άλλες θρησκείες. Φυσικά, η Ελλάδα δεν είναι μια μειονοτική πανσπερμία, όπως πιθανώς  φαντασιώνονταν κάποιοι (αφελώς ή μη) στο πρόσφατο παρελθόν. Δεν είναι όμως και μια χώρα όπου «υπάρχει μόνο μία, θρησκευτική μειονότητα» όπως μας υπαγορεύουν. Στοιχειώδη πράγματα…

Κλείνοντας, ας ενθυμίσω ότι δεν ήταν το Τμήμα Δικαιωμάτων του ΣΥΡΙΖΑ αυτό που υπέγραψε κάμποσα χρόνια το τελικό κείμενο της Διάσκεψης για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη το 1990 (νυν ΟΑΣΕ), κατά το άρθρο 32 του οποίου «η ένταξη σε μία εθνική μειονότητα αποτελεί θέμα προσωπικής επιλογής του ατόμου και καμιά αρνητική συνέπεια δεν θα πρέπει να προκύψει από την άσκηση αυτής της επιλογής». Ήταν το κόμμα της κυρίας Ασημακοπούλου. Και μπράβο του.

Μήπως, με την ευκαιρία, αυτό θα έπρεπε να της θυμίσει η αξιωματική αντιπολίτευση;

________________

[1] Σχετικά έχω επιχειρηματολογήσει εκτενώς στο Ανομολόγητο ζήτημα των μειονοτήτων στην ελληνική έννομη τάξη (επιμ.), εκδ. Κριτική, Σειρά Μελετών του ΚΕΜΟ, Αθήνα, 2008.

Μοιράσου το

Δημήτρης Χριστόπουλος
REDNotebook http://www.rednotebook.gr/details.php?id=12055
16 Μαρτίου 2014 - 1:13 pm | Δημήτρης Χριστόπουλος

Αρχειοθήκη ιστολογίου