Το πολιτικό
τραβέρσο
Αν η κρίση έκανε ένα καλό, αυτό είναι ότι τερμάτισε το άγχος για το «τέλος της ιστορίας», το φόβο για
μιαν εποχή που οι άνθρωποι θα αδιαφορούσαν και θα έπαυαν να ασχολούνται με τα
κοινά, θα προσαρμόζονταν στην καθημερινή αδιατάρακτη ομαλότητα, προστατεύοντας
ο καθένας την ατομική του ευτυχία που στο τέλος θα ταυτιζόταν με τη γενική, αφήνοντας τη διακυβέρνηση στα χέρια ουδέτερων
τεχνοκρατών και πάγιων κανονισμών. Αντίθετα, στο βαθμό που ο παλιός πολιτικός
κόσμος απαξιώνεται, ο στοχασμός και η δράση για το «τι να κάνουμε;» σημειώνουν μια νέα εκκίνηση.
Μια κοινωνική και διανοητική ενέργεια κυκλοφορεί γύρω μας που την
αισθάνεται κανείς έντονα στις πρόσωπο με πρόσωπο συζητήσεις, στα διαδικτυακά
μέσα, στα δοκίμια που δημοσιεύονται. Αναπτύσσεται στο περιθώριο ανάμεσα ή έξω
από τα πολιτικά κόμματα, ανασχηματίζοντας
τη διανοητική γεωγραφία. Η κρίση
κίνησε τους μύλους της κριτικής, όπως
γέμισε άλλωστε και τα πηγάδια της υποκρισίας. Κοινή η ρίζα των λέξεων.
Ένας δυναμικός
μύλος κριτικής είναι το βιβλίο του
Δημήτρη Χριστόπουλου Στο
ρίσκο της Κρίσης. Στρατηγικές της Αριστεράς των δικαιωμάτων (Εκδ. Αλεξάνδρεια, 2013). Αφετηρία του η
σύνδεση του κοινωνικού με το πολιτικό ζήτημα στη χώρα μας. Η λιτότητα και οι περικοπές στην
κοινωνία, μας λέει το βιβλίο, συνοδεύονται από λιτότητα και περικοπές στη
δημοκρατία. Έκρηξη της φτώχειας και της ανέχειας, αλλά και της αδιαφορίας για
τον πόνο του άλλου, της κοινωνικής μνησικακίας,
των αντιδημοκρατικών ιδεολογιών
και στάσεων, από την καταδίκη της
Μεταπολίτευσης, έως τη διευρυμένη επιρροή της Χρυσής Αυγής. Η επιχειρηματολογία του, που συνοψίζει και το
δια ταύτα, θα
μπορούσε να συνοψιστεί με δυο λόγια στην ιδέα ότι χωρίς την υπεράσπιση της
κοινωνίας δεν μπορούμε να υπερασπίσουμε τη δημοκρατία, και χωρίς την υπεράσπιση
της δημοκρατίας, δεν μπορούμε να υπερασπιστούμε την κοινωνία.
Κι όμως, υπήρξαν φωνές, που βλέπουν την κρίση ως ευκαιρία
για να διορθωθεί η ελληνική κοινωνία από χρόνιες έξεις και για να εξομαλυνθούν
οι διαφορές της ως προς την υπόλοιπη Ευρώπη. Ο σ. ανατρέπει μεθοδικά ένα προς ένα αυτά τα
επιχειρήματα. Πράγματι, παρόμοιες αντιλήψεις, που βλέπουν την Ελλάδα να
πληρώνει για τις αμαρτίες και την ιδιαιτερότητά της, χαρακτηρίζονται από έναν μεθοδολογικό αναδελφισμό και επαρχιώτικο
ευρωπαϊσμό. Είναι αδύνατο να σκεφτείς το
σήμερα, αν σκέφτεσαι την ιστορία της χώρας κλειστή στην αυτάρκειά της και
συζητάς αν έφταιξε η Μεταπολίτευση ή ο Ανδρέας Παπανδρέου για την κρίση. Είναι
μηχανικός τρόπος να σκέφτεσαι ότι πρώτα υπήρχαν οι αιτίες, έπειτα οι συνέπειες
που μας έβαλαν σε πρόγραμμα θεραπείας, τώρα η θεραπεία που θα μας κάνει ικανούς
να «επιστρέψουμε στις αγορές».
Ο Χριστόπουλος αποφεύγοντας αυτές τις θεωρητικές αφέλειες
δεν έχει πέσει ευτυχώς ούτε στην παγίδα να απευθύνεται στο εθνικό κοινό ως «εθνικός διανοούμενος». Βάση του
προβληματισμού του είναι η «Αριστερά
των δικαιωμάτων» ένας ορισμός που μας
πάει πέρα
από τις άγονες συζητήσεις για τον προσδιορισμό Αριστεράς
ή κεντροαριστεράς κλπ. Η Αριστερά των δικαιωμάτων αποτελείται από τον συνδυασμό των πολιτικών δικαιωμάτων για
όλους ανεξαιρέτως (παράδοση των αστικών επαναστάσεων και των φιλελεύθερων συνταγμάτων καθώς και της
μεταπολεμικής ιδεολογίας των ανθρώπινων δικαιωμάτων) με μια πολιτική σταθερής υποστήριξης του
ευάλωτου στις οικονομικές μεταβολές πλειοψηφικού μέρους του πληθυσμού. Η Αριστερά των δικαιωμάτων συνοψίζει αυτό
που μπορεί να είναι ο σημερινός πολιτισμός της ευρύτερης Αριστεράς,
οριοθετώντας τα όρια αφενός προς μια αφηρημένη επίκληση των δικαιωμάτων και της
δημοκρατίας χωρίς κοινωνικό περιεχόμενο, αφετέρου προς την επίκληση του εθνο-λαϊκού,
σε βάρος των θεσμικών κανόνων και της λειτουργίας της δημοκρατίας. Πρόκειται
για μια Αριστερά που έχει υπερβεί την
παραδοσιακή τομής ανάμεσα σε Σοσιαλδημοκρατία
και Κομμουνισμό του 20ου
αιώνα. Άλλη εποχή, άλλες ανάγκες, η Αριστερά του 21ου αιώνα είναι
μια άλλη Αριστερά, η οποία οφείλει να συνειδητοποιήσει και να διακηρύξει τη διαφορετικότητά της. Η αριστερά
των δικαιωμάτων παρέχει αυτή τη βάση, ως μια σύνθεση των καλύτερων στοιχείων
που αξίζει να διασωθούν από τους δυο προηγούμενους αιώνες.
Το σημαντικό στοιχείο στο βιβλίο του Χριστόπουλου είναι ο συνδυασμός της στέρεας
επιστημονικής κριτικής με την χάραξη πολιτικής στρατηγικής. Η πολιτική
στρατηγική είναι κάτι ζητούμενο στην
Ελλάδα. Σ’ ότι αφορά τη διακυβέρνηση καθορίζεται από την Τρόικα με τα μνημόνια.
Από το ένα λάθος στο άλλο βέβαια, αλλά το λάθος είναι μέρος της στρατηγικής.
Ωστόσο και η πολιτική στρατηγική της Αριστεράς καθορίζεται ανακλαστικά, ως
απόρριψη του μνημονίου. Ο Χριστόπουλος,
απηχώντας και τον προβληματισμό που αναπτύχθηκε στα Κρίση-μα Σεμινάρια της
Πρωτοβουλίας για την Υπεράσπιση της Κοινωνίας και της Δημοκρατίας, θέτει το
ζήτημα των Μεταρρυθμίσεων. Αυτές που εφαρμόζονται σκοπό έχουν να αλλάξουν την
υφή της ελληνικής κοινωνίας, και στην πραγματικότητα την καταστρέφουν. Αν
φτάσαμε εδώ που φτάσαμε δεν είναι εξαιτίας των πολιτικών πριν από το 2010, αλλά
κυρίως των καταστροφικών πολιτικών στη διαχείριση της κρίσης. Όχι λόγω της κρίσης, αλλά μέσω της κρίσης. Αλλά αυτό δεν τον
οδηγεί στην άρνηση των μεταρρυθμίσεων, ούτε στον ατελέσφορο μετριασμό τους.
Οδηγεί σε ένα άλλο σχέδιο
μεταρρυθμίσεων. Η χώρα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς μεταρρυθμίσεις, αλλά αυτές
δεν είναι εκείνες που θέλει η Τρόικα και η κυβέρνηση. Πρέπει να καταστρώσουμε
ένα άλλο, εναλλακτικό σχέδιο μεταρρυθμίσεων σε μια συγκυρία επιβίωσης. Κι εδώ με μια μεταφορά από τη ναυτική γλώσσα, αναπτύσσει τη θεωρία του τραβέρσο. Όταν οι άνεμοι είναι ισχυροί,
αν πας με πρίμα τον καιρό, θα σε καταπιούν τα κύματα. Αν πας κόντρα, θα
βουλιάξεις. Εκείνο που χρειάζεται είναι να πηγαίνεις πλαγιοκοπώντας. Σθεναρή
αντίσταση, χωρίς παληκαρισμούς, αλλά με σχέδιο που θέλεις να πας. Κι επειδή το
βιβλίο δεν δίνει αφ’ υψηλού και εκ του ασφαλούς συμβουλές, προσφέρει μερικά
παραδείγματα αντιμετώπισης κεντρικών πολιτικών προβλημάτων, όπως το
μεταναστευτικό και ιθαγένεια, ζητήματα άλλωστε διακριτά μεταξύ τους. Δεν
αμφιβάλλω ότι το βιβλίο θα διαβαστεί, και θα διαβαστεί από πολλούς. Το ζήτημα
κατά τη γνώμη μου είναι να έχει απήχηση και ανταπόκριση εκεί που πρέπει.
Αντώνης Λιάκος