Δημήτρης
Χριστόπουλος
Ποιος
είναι Έλληνας πολίτης;
Το
καθεστώς ιθαγένειας από την ίδρυση του ελληνικού κράτους
ως
τις αρχές του 21ου αιώνα
Αθήνα,
Βιβλιόραμα, 2012-03-21
του
Νίκου Κ. Αλιβιζάτου
Εκ
πρώτης όψεως, το αντικείμενο του βιβλίου του Δημήτρη Χριστόπουλου είναι
ξεκάθαρο: η νομική ρύθμιση της ελληνικής ιθαγένειας στη νεότερη
ιστορία μας, δηλαδή από την επανάσταση του 1821 ως τις μέρες μας. Ο συγγραφέας
όμως δεν αρκείται σε μια παρουσίαση του
δικαίου της ελληνικής ιθαγένειας στη διαχρονική του εξέλιξη, αλλά
προχωρά πάρα πέρα, σε αυτό που ο ίδιος -και πριν απ’ αυτόν μια ολόκληρη
σχολή σκέψης- αποκαλεί «ιδιότητα του
πολίτη».
«
[Ά]λλο το δίκαιο [της] ιθαγένειας», γράφει, «και άλλο το πραγματικό καθεστώς
της ιδιότητας του Έλληνα πολίτη. Αυτό το καθεστώς ενδιαφέρει το βιβλίο»˙ ένα
ενδιαφέρον που «δεν είναι αποκλειστικά, ούτε καν κατά κύριο λόγο νομικό. Είναι
και νομικό, στον βαθμό που θέλει να δει την σκιά των κανόνων, την ιδεολογία που
ρητά ή άρρητα [αυτοί] εκπέμπουν» (σ. 14).
Έτσι,
μέσα από τις διατάξεις που κατά καιρούς ίσχυσαν, ο συγγραφέας έχει την ευκαιρία
να παρακολουθήσει τις ευθείες, τα άλματα
και τις καμπές της νεοελληνικής ιδεολογίας, σε ένα πεδίο εξόχως πολιτικό, αφού,
ως νομικός δεσμός του ατόμου με το κράτος, η ιθαγένεια στη χώρα μας, όπως και σε όλα τα
μήκη και πλάτη, είναι κατ’ αρχήν προαπαιτούμενο
για να αναγνωρισθεί κανείς ως πολίτης ενός συγκεκριμένου κράτους.
Στις
μέρες μας, τούτο δεν ισχύει τόσο για τα ατομικά και τα κοινωνικά δικαιώματα, τα
οποία, κατά κανόνα, αναγνωρίζονται και στους αλλοδαπούς, αλλά κυρίως για τα
πολιτικά. Αυτά, με εξαίρεση τις ολιγάριθμες εκείνες χώρες της Βόρειας και της
Κεντρικής Ευρώπης που παρέχουν -υπό προϋποθέσεις βέβαια- το δικαίωμα του εκλέγειν και του
εκλέγεσθαι και στους μονίμως εγκατεστημένους
νόμιμους μετανάστες τους, αναγνωρίζονται μόνο στους πολίτες της χώρας, σε
αυτούς δηλαδή που έχουν την ιθαγένειά της και έχουν συμπληρώσει την
προβλεπόμενη ελάχιστη ηλικία. Η ιθαγένεια, δηλαδή, ως προϋπόθεση για την άσκηση των πολιτικών δικαιωμάτων, συνδέεται άρρηκτα με τη δημοκρατία. Διότι,
στις μέρες μας, γίνεται δεκτό ότι το
πολίτευμα μιας χώρας δεν είναι δημοκρατικό όταν ένα σημαντικό τμήμα του
πληθυσμού της στερείται του δικαιώματος
της ψήφου (αλλά και του δικαιώματος του
εκλέγεσθαι), όταν δηλαδή δεν εκπροσωπείται στο Κοινοβούλιο και,
γενικότερα, δεν μετέχει λήψη των
αποφάσεων. Αυτά τουλάχιστον διδάσκει από παλιά το Συνταγματικό Δίκαιο, και δεν καταλαβαίνω γιατί ο συγγραφέας
χρειαζόταν να παραπέμψει στον Μπαλιμπάρ
και όχι στον Σαρίπολο ή τον Μάνεση για να στηρίξει το επιχείρημά του.
Κλειδί,
λοιπόν, για να κατανοηθεί το βιβλίο του Χριστόπουλου, είναι η διάκριση
ιθαγένειας και ιδιότητας του πολίτη. Η ιθαγένεια δεν προσδίδει από μόνη της την ιδιότητα του πολίτη˙ χρειάζεται
επί πλέον να συντρέχουν στο πρόσωπο του συγκεκριμένου ατόμου και άλλα στοιχεία, όπως η παιδεία, η ελάχιστη
τουλάχιστον πληροφόρηση, ένα στοιχειώδες επίπεδο διαβίωσης και η
ισότητα ευκαιριών, ώστε να μπορεί να αναπτύξει με ίσους όρους τις δεξιότητές
του και έτσι να γίνει αποδεκτός ως πολίτης πρώτης και όχι δεύτερης
κατηγορίας. Αυτά όμως εμπίπτουν στο πεδίο άλλων επιστημονικών ειδικοτήτων, οι
οποίες μελετούν τις μειονοτικές ομάδες, τη θέση
και τα δικαιώματά τους και στην βιβλιογραφία των οποίων βρίσκει κανείς ούτως
ή άλλως πολλές μελέτες του Δημήτρη Χριστόπουλου και των
συνοδοιπόρων του στο ΚΕΜΟ.
Κοντολογίς,
πλην ίσως ορισμένων χωρών/φορολογικών παραδείσων (και μάλιστα για τους έχοντες),
η ιθαγένεια είναι συνήθως αναγκαία όχι όμως
και επαρκής προϋπόθεση για την ιδιότητα του πολίτη. Να γιατί η αφαίρεσή της χρησιμοποιείται από παλιά
ως όπλο από αυταρχικά καθεστώτα για την
πολιτική εξόντωση των αντιπάλων τους, και να γιατί ο τρόπος κτήσης της δίνει το
μέτρο όχι απλώς της δημοκρατικότητας αλλά και της «ανοιχτοσύνης» μιας κοινωνίας.
Παίζοντας
με τα σημαινόμενα του γνωστού συνθήματος
«Έλληνας γεννιέσαι δεν γίνεσαι»
και την παράφρασή του «και γεννιέσαι και
γίνεσαι», ο Δημ. Χριστόπουλος
ανατρέχει έτσι στην θέσπιση των πρώτων σχετικών ρυθμίσεων στα Συντάγματα του Αγώνα και, μετά το 1844,
στην κοινή νομοθεσία. Πράγματι, ενώ στην αρχή το ποιος είναι Έλληνας το έλεγε
το Σύνταγμα, από την 3η Σεπτεμβρίου και έπειτα το προβλέπει ο νόμος.
Διότι, όπως ανέφερε τον Ιανουάριο του 1844 η αρμόδια επί του Συντάγματος κοινοβουλευτική
Επιτροπή της Α’ Εθνοσυνέλευσης, θα έπρεπε ο κοινός νομοθέτης να είναι
ελεύθερος, ανάλογα με τις συνθήκες, να ορίζει τα «προσόντα» του πολίτη και να
μπορεί να τα μεταβάλλει, όταν αυτές και οι προτεραιότητές του αλλάζουν.
Τον
σοφό αυτόν κανόνα ακολουθεί και το ισχύον Σύνταγμα, το οποίο, με νωπά ακόμη, το
1975, τα τραύματα από την αφαίρεση της ιθαγένειας των αντιπάλων της χούντας
–παλαιότερα και χιλιάδων κομμουνιστών- προχώρησε
σε μια σημαντική καινοτομία: κατάργησε τη δυνατότητα αφαίρεσης της ελληνικής
ιθαγένειας για πολιτικούς λόγους. Με την κατάργηση και του περίφημου άρθρου
19 του κώδικα ελληνικής ιθαγένειας (ΚΕΙ) το 1997, ύστερα από πρωτοβουλία του αείμνηστου Γιάννου Κρανιδιώτη,
το βήμα αυτό ολοκληρώθηκε, αφού πλέον
δεν επιτρέπεται η αφαίρεση της ελληνικής ιθαγένειας ούτε από τους λεγόμενους
«αλλογενείς», που αναχωρούν από τη χώρα,
δηλαδή από τους μειονοτικούς κυρίως
της Θράκης. Πρόκειται για μια πρακτική
που, όπως μας θυμίζει ο συγγραφέας, η νομοθεσία μας επέτρεπε από το 1926 ως τις μέρες μας, και που
ακολουθούνταν κατά σύστημα από όλες τις κυβερνήσεις, κοινοβουλευτικής και μη
προέλευσης.
Όσον
αφορά τη κτήση της ελληνικής ιθαγένειας,
κοινό χαρακτηριστικό των ρυθμίσεων που
ίσχυσαν στο παρελθόν (και δεν αναφέρομαι
βέβαια στις αθρόες πολιτοποιήσεις, ύστερα από κάθε εδαφική επέκταση της
χώρας και την ανταλλαγή των πληθυσμών
του 1922-25) ήταν στη μεν ουσία η αυστηρή προσήλωση στο δίκαιο του αίματος, στη δε διαδικασία η απόλυτη αδιαφάνεια
και αυθαιρεσία της προβλεπόμενης και ακολουθούμενης διαδικασίας. Έτσι, ως
το 2010, οι αρμόδιες αρχές δεν είχαν καν την υποχρέωση να απαντήσουν στις αιτήσεις πολιτογράφησης (παρά το ότι
εισέπρατταν το σχετικό παράβολο), οι δε αποφάσεις που εξέδιδαν (όταν τις
εξέδιδαν) δεν χρειαζόταν να είναι αιτιολογημένες. Υπήρχε, με άλλα λόγια, ένας θύλακας, εντός
του οποίου δεν ίσχυαν οι εγγυήσεις του κράτους δικαίου. Και τούτο γιατί, όπως
είχε δεχθεί και το Συμβούλιο της Επικρατείας, ενδίδοντας στην raison d’
Etat, , η
σχετική αρμοδιότητα αποτελεί κατ’ εξοχήν εκδήλωση της κρατικής κυριαρχίας και
δεν υπόκειται ως τέτοια στις εγγυήσεις
που περιβάλλουν την έκδοση των συνήθων διοικητικών πράξεων.
Στην
κατάσταση αυτή έθεσε τέρμα μετά τις τελευταίες εκλογές, ο νόμος 3838/2010, που τροποποίησε τον ΚΕΙ
εξορθολογίζοντας για πρώτη φορά την προβλεπόμενη διακριτική ευχέρεια. Η διοίκηση οφείλει πλέον να απαντά στα σχετικά αιτήματα και να
αιτιολογεί τις αποφάσεις της.
Ο
ίδιος νόμος πάντως έγινε ευρύτερα γνωστός διότι για πρώτη φορά ξέφυγε από το
δίκαιο του αίματος, χάριν του δικαίου του εδάφους. Έτσι, εναρμονιζόμενος
προς τα ισχύοντα στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες –και στο σημείο αυτό, το
σχολιαζόμενο βιβλίο περιέχει πλήθος στοιχείων- ο πρόσφατος αυτός νόμος
προβλέπει ότι τα παιδιά των μεταναστών που γεννιούνται στην Ελλάδα, αν και οι
δύο γονείς τους μπορούν να αποδείξουν ελάχιστη νόμιμη παραμονή 5 ετών στη χώρα,
παίρνουν αυτομάτως την ελληνική ιθαγένεια. Το ίδιο και μετά από επιτυχή φοίτηση
σε έξη τουλάχιστον τάξεις ελληνικού σχολείου. Και τούτο, χωρίς να εξετάζεται αν
στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι προϋποθέσεις της συνήθους
πολιτογράφησης (όπως η επαρκής γνώση της ελληνικής, η οποία τεκμαίρεται, η
εξοικείωση με την ελληνική ιστορία, τον πολιτισμό της χώρας και τις αρχές του
δημοκρατικού πολιτεύματος).
Όπως
είναι γνωστό, οι δύο αυτοί νεωτερισμοί έχουν αποτελέσει αντικείμενο σφοδρής
αντιδικίας ενώπιον του Συμβουλίου της
Επικρατείας, στο οποίο προσέφυγαν διάφοροι ιδιώτες και οργανώσεις, επικαλούμενοι
το άρθρο 1§3 του Συντάγματος, το ότι
δηλαδή όλες οι εξουσίες πηγάζουν μεν από τον λαό, υπάρχουν όμως όχι μόνον υπέρ
του αυτού, αλλά και «υπέρ του έθνους». Τούτο, σύμφωνα με τους πολέμιους του νέου νόμου, σημαίνει ότι ο
κοινός νομοθέτης δεν μπορεί να προβλέπει την απονομή της ελληνικής ιθαγένειας κατά
τρόπο σχεδόν αυτόματο, δηλαδή χωρίς
εξατομίκευση, διότι έτσι δεν θα μπορεί να διαπιστώνεται κάθε φορά αν οι
ενδιαφερόμενοι συμμερίζονται τις θεμελιώδεις αξίες του ελληνικού έθνους. Στην
άποψη αυτή αντιτάχθηκε ότι ο πρόσφατος νόμος κάθε άλλο παρά καθιερώνει το «μπάτε σκύλοι
αλέστε», αφού προβλέπει αυστηρότατες προϋποθέσεις για την κτήση της ελληνικής
ιθαγένειας και στις δύο ανωτέρω περιπτώσεις. Και ότι, εν πάση περιπτώσει, το
Σύνταγμα δεν κατοχυρώνει ως μοναδικό τρόπο κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας το δίκαιο του αίματος. Ήδη, ύστερα από
παραπεμπτική απόφαση του αρμόδιου τμήματος του δικαστηρίου, που δέχθηκε την
επιχειρηματολογία των προσφευγόντων (ΣτΕ(Τμ.Δ’)350/2011), η υπόθεση συζητήθηκε
στην ολομέλεια του Συμβουλίου, που αναμένεται να εκδώσει την απόφασή της, τους
αμέσως προσεχείς μήνες.
Πάντως,
με αφορμή την ψήφιση του ν.3838/2010 και
την αντιδικία στο Συμβούλιο της Επικρατείας αναβίωσε μια παλιά αντιπαράθεση
που, μετά το 1974, θα νόμιζε κανείς ότι
ξεπεράσθηκε, η αντιπαράθεση ανάμεσα στη
«φυλετική» και τη «φιλελεύθερη» αντίληψη για το έθνος.
Πεμπτουσία
της πρώτης είναι η πεποίθηση ότι από την εποχή του Περικλή αν όχι και του
Ομήρου, το ίδιο αίμα ρέει στις φλέβες μας. Λαός περιούσιος, οι Έλληνες μπορεί να
υπέστημεν κατακτήσεις και δηώσεις,
μπορεί και να μεταναστεύσαμε κατά χιλιάδες ως τα πέρατα της υφηλίου, κρατήσαμε
ωστόσο την ουσία της ελληνικότητάς μας άσπιλη.
Σε
αυτό, σύμφωνα με την ίδια αντίληψη, μας
βοήθησε και η Ορθοδοξία, πραγματώνοντας
τη «αρμονική σύνθεση» ελληνισμού και
χριστιανισμού. Η σύνθεση αυτή μάλιστα, μετά τον Εμφύλιο του 1946-49,
επιχειρήθηκε να κατοχυρωθεί και
συνταγματικά, με τον διαβόητο όρο «ελληνοχριστιανικός πολιτισμός», που πρωτοχρησιμοποίησε
το Σύνταγμα του 1952 (άρθρο 16 παρ.2). Στον όρο αυτόν, προτού η χούντα τον
απαξιώσει τελεσίδικα, πνευματικοί άνθρωποι του διαμετρήματος ενός Κων. Τσάτσου
έβλεπαν το κυριότερο ανάχωμα προς την ιδεολογική επίθεση του «λεγόμενου ιστορικού υλισμού».
Από
τον Θεόκλητο Α’ του αντιβενιζελικού
«αναθέματος» (1916) έως τον Χριστόδουλο των ταυτοτήτων (2000) και τους λαλίστατους
σημερινούς επιγόνους του στις Μητροπόλεις Πειραιώς, Καλαβρύτων και Θεσσαλονίκης, βρίσκει κανείς μεταξύ των
υποστηρικτών αυτής της αντίληψης τους οπαδούς της εσωστρέφειας και της «μικράς
και εντίμου Ελλάδος». Βρίσκει επίσης
τους θιασώτες ενός πρωτόγονου αντισημιτισμού, οι οποίοι θα μπορούσαν να
χαρακτηρισθούν ως γραφικοί, αν δεν ήταν επικίνδυνοι. Διότι ψαρεύουν στα θολά νερά της ανασφάλειας, που οι
ιλιγγιώδεις αλλαγές της εποχής μας καλλιεργούν στην ψυχή των
πλατιών λαϊκών στρωμάτων.
Στην
αντίπερα όχθη βρίσκεται η φιλελεύθερη
αντίληψη για το έθνος. Η αντίληψη
αυτή στηρίζεται στις αρχές του διαφωτισμού και την πεποίθηση ότι η ειρηνική
συμβίωση μπορεί να επιτευχθεί με την αποδοχή του Συντάγματος ως δεσμευτικού
συμβολαίου για την ατομική και τη συλλογική δράση, καθώς και για την ανάπτυξη
των δεξιοτήτων του καθενός. Θεμέλιο του έθνους είναι, με άλλα λόγια, η
ειλικρινής προσχώρηση του λαού κάθε χώρας στις αξίες της ελευθερίας, της
δημοκρατίας, της ισότητας και της αλληλεγγύης. Η γλώσσα, οι κοινές παραδόσεις,
η φυλετική καταγωγή και οι δεσμοί αίματος, όσο σημαντικοί παράγοντες και αν
είναι, έπονται.
Θα
ήταν βέβαια λάθος να θεωρήσει κανείς ότι τα αμοιβαία όρια φυλετικής και φιλελεύθερης αντίληψης για το έθνος ήταν
πάντοτε ξεκάθαρα. Για παράδειγμα, οι οπαδοί της πρώτης –συμπεριλαμβανομένων του
Ιω. Μεταξά και του Γ. Παπαδόπουλου- δεν αμφισβήτησαν ποτέ σοβαρά την πρόσδεση
της Ελλάδας στη «άθεη» Δύση. Όσο για τους υποστηρικτές της δεύτερης, η αναφορά
στην αρχαιότητα και τη γλωσσική συνέχεια του ελληνισμού δίχως άλλο τους
διευκόλυνε σε δύσκολες ώρες. Αρκεί να θυμηθεί κανείς το φιλελληνικό κίνημα πριν
και μετά το 1821 και, πιο πρόσφατα, την εναρκτήρια τελετή των ολυμπιακών αγώνων
του 2004.
Θα
πρέπει πάντως να αναφερθεί ότι, για τον συγγραφέα του σχολιαζόμενου βιβλίου,
στοχασμός και δράση είναι αλληλένδετα. Ο
Δημήτρης Χριστόπουλος ανήκει στη γενιά των σημερινών σαραντάρηδων, που δεν
γνώρισε την συμφορά της χούντας, ούτε την μιζέρια της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Γνώρισε,
εν τούτοις, τα στερεότυπα μιας «βαθειάς Ελλάδας», που αρνείται πεισματικά να
αλλάξει. Από τη Θράκη, όπου σπούδασε νομικά με 2-3 ακόμη χαρισματικούς συνομήλικους
του, τον Κων. Τσιτσελίκη, τον Λάμπρο Μπαλτσιώτη και τον Γιάννη Κτιστάκι, ο
Χριστόπουλος συνειδητοποίησε τη σημασία της μελέτης των μειονοτήτων στην
Ελλάδα. Η προσωπική εμπειρία τους από το αντιμουσουλμανικό πογκρόμ του Γενάρη
του 1990 στην Κομοτηνή και η παντελής έλλειψη ενδιαφέροντος του Πανεπιστημίου τους γι’ αυτά
τα θέματα, έστρεψε το ενδιαφέρον των μελών αυτής της ομάδας σε ένα ζήτημα, την «ετερότητα» και τον
εθνοτικά, γλωσσικά, φυλετικά ή θρησκευτικά «διαφορετικό», που δεν είχε ως τότε
αποτελέσει αντικείμενο σοβαρού ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος από κανέναν, ούτε καν από
τον ευρύτερο χώρο της αριστεράς. Καρπός της στροφής αυτής, εκτός από το
συγγραφικό έργο των ανωτέρω, ήταν βέβαια
το ΚΕΜΟ, που ιδρύθηκε το 1997 και που η σοβαρή δουλειά του έχει αναγνωρισθεί ακόμη και από τους
αντιπάλους του. Η δράση αυτή έχει επίσης
βοηθήσει
την Ελληνικής Ένωσης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη (το
σωματείο δηλαδή του Αλ. Σβώλου, του Στρ. Σωμερίτη και του Φ. Βεγλερή) να βρει
έναν καινούργιο βηματισμό, υπό τις εντελώς διαφορετικές συνθήκες της
Ελλάδας της Μεταπολίτευσης. Σε εμπεριστατωμένη πρόταση της Ένωσης, άλλωστε, η
οποία είχε δημοσιοποιηθεί πολύ προτού το ΠαΣοΚ επανέλθει στην κυβέρνηση, το 2009, στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό και ο ν. 3838.
Η
παρέκβαση αυτή νομίζω ότι άξιζε τον κόπο. Διότι, κατά τη γνώμη μου, οι σοβαρές
προσπάθειες πρέπει να εξαίρονται, ιδίως
όταν δεν αρκούνται, όπως η προκείμενη, στην ερμηνεία της πραγματικότητας, αλλά
φιλοδοξούν και να την αλλάξουν.
Ήδη,
καθώς η οικονομική κρίση έχει κυριολεκτικά ανατρέψει την ατζέντα και στο πεδίο
των δικαιωμάτων, απόκειται να δει κανείς αν ο Δημήτρης Χριστόπουλος θα καταφέρει
εξ ίσου επιτυχώς να προβάλει τις αντινομίες και αντιφάσεις του κόσμου στον
οποίο ζούμε και, να προτείνει ρεαλιστικές λύσεις, χωρίς προσκόλληση σε
στερεότυπα άλλων εποχών και σε νεφελώματα. Στο κάτω-κάτω της γραφής, για όσους
ασχολούμαστε με τα δικαιώματα του ανθρώπου, προέχει η ανακούφιση του
συγκεκριμένου ανθρώπου. Μετά ακολουθεί
το κυνήγι της όποιας ουτοπίας.
Ο
αποκάλυψη ενός κρυμμένου καθρέφτη των Ελλήνων
Για
το βιβλίο του Δημήτρη Χριστόπουλου, Ποιος
είναι έλληνας πολίτης – Το καθεστώς ιθαγένειας από την ίδρυση του ελληνικού
κράτους ως τις αρχές του 21ου αιώνα, Εκδ. Βιβλιόραμα, Αθήνα 2012
Λάμπρος Μπαλτσιώτης, Δρ Ιστορίας
Πριν από λίγο καιρό πήγα να ανανεώσω
το διαβατήριό μου. Στη μικρή συζήτηση με τον υπεύθυνο έκδοσης διαβατηρίων, έναν
υπεύθυνο υπαξιωματικό, κάποια στιγμή μου λέει: «αυτό που με στεναχωρεί είναι ότι όλοι μπερδεύουν την ιθαγένεια με την υπηκοότητα,
η γυναίκα μου έχει καναδική και ελληνική υπηκοότητα, αλλά ελληνική ιθαγένεια».
Το παράδειγμα που
ανέφερα καταδεικνύει – πέρα ίσως από την ποιότητα της ελληνικής δημόσιας διοίκησης
- πόσο βαθειά ριζωμένες είναι έννοιες και νοηματοδοτήσεις, πόσο εν τέλει βαθιά
είναι η ταύτιση της «ιδιότητος του Έλληνος» που έλεγε και ο νόμος για την
ιθαγένεια του 1856 με την μυθική κατηγορία του εξ αίματος έλληνα, όπως μάλιστα βεβαίωσε με πανηγυρικό τρόπο μόλις
πρόσφατα, κατά δημοσιεύματα, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας. Αυτή η
σύγχυση και άγνοια καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος του
ελληνικού πληθυσμού και μάλιστα αφορά ακόμη και όσους επιστημονικά ασχολούνται
με ζητήματα που άπτονται της ιθαγένειας.
Το βιβλίο του
Χριστόπουλου έρχεται να καλύψει αυτό το μεγάλο κενό. Ανιχνεύει την πορεία των
ρυθμίσεων, των εννοιών, των νοηματοδοτήσεων του έλληνα πολίτη, αλλά προφανώς
παράλληλα και του εθνοτικά και εθνικά έλληνα, του ομογενούς δηλαδή αλλά και του
«Άλλου», του αλλογενούς. Οι κατηγοριοποιήσεις αυτές δεν αρκούνται, ακόμη και
σήμερα, σε ένα απλώς συμβολικό χαρακτήρα, αλλά επιτελούν ρυθμιστικές
λειτουργίες στον βίο εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, όχι μόνο εντός αλλά και
εκτός συνόρων.
Ας ξεκινήσουμε από το
μείζον. Η συζήτηση για την ιθαγένεια, για το ποιος είναι έλληνας πολίτης, ποιος
έχει τα «προσόντα» να γίνει έλληνας πολίτης, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει το
Σύνταγμα, απουσίαζε όχι μόνο από τη δημόσια συζήτηση, αλλά και την επιστημονική
βιβλιογραφία μέχρι τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας. Η απουσία ήταν πλήρης. Τις
τελευταίες δεκαετίες με εξαίρεση τα κατατοπιστικά νομικά εγχειρίδια της Ζωής
Παπασιώπη-Πασιά, αδίκως θα προσπαθήσει κανείς να ανιχνεύσει κάτι διαφορετικό:
από επιστημονικά άρθρα μέχρι «λαϊκά αναγνώσματα» ή προπαγανδιστικά βιβλιαράκια.
Οι εξαιρέσεις μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού, όπως το εξαιρετικό
βιβλίο της Ελπίδας Βόγλη για την
ιθαγένεια στα πρώτα χρόνια του ελληνικού κράτους ή ένα ιδιαίτερα αποκαλυπτικό
άρθρο του Τάσου Κωστόπουλου για τις
αφαιρέσεις ιθαγένειας.[1]
Για
τη γλωσσική ή θρησκευτική ετερότητα και τις μειονότητες είχαμε μια
προπαγανδιστική ή ψευδοεπιστημονική βιβλιογραφία μέχρι το 1990. Για την ιθαγένεια
τίποτα. Τι είναι αυτό που έθεσε οτιδήποτε
σχετικό με την ιθαγένεια, σχετικό με το
ποιός μπορεί να (μην) είναι έλληνας πολίτης, εκτός διαβούλευσης; Αλλά και στη
συνέχεια, μετά το 1990, με την εμφάνιση της επιστημονικής βιβλιογραφίας που
ασχολείται με ζητήματα μέχρι τότε κρυμμένα, η ιθαγένεια παραμένει ανέγγιχτη.
Γνωρίζουμε πολλά για τους Εβραίους της Ελλάδας για παράδειγμα, ή τους
σλαβόφωνους της Μακεδονίας και για τις διώξεις που υπέστησαν, τη στάση των
αρχών ακόμη και την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, αλλά ελάχιστα για την ιθαγένειά
τους που εν πολλοίς καθόρισε τις ζωές τους.
Ποιοί είναι οι λόγοι αυτής
της παντελούς αποσιώπησης; Κατά την
άποψή μου, ο πρώτος λόγος είναι ότι η ιθαγένεια αποτελούσε ένα τομέα της
διοίκησης με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που λειτουργούσε εν κρυπτώ, προφανώς
αδιαφανώς. Τα σχετικά ζητήματα ήταν, και εν μέρει ακόμη είναι, ζήτηματα «εθνικής ασφάλειας», όπως τεκμηριώνεται στις
σελίδες του βιβλίου. Ο προνομιακός συνομιλητής του συγκεκριμένου τμήματος,
τότε, του ΥΠΕΣ ήταν η ΚΥΠ και αργότερα η ΕΥΠ. Ακόμη θυμάμαι την πρώτη φορά που
είδα την κλασσική αρνητική εισήγηση της ΕΥΠ που είχε δοθεί το 1988 για υπήκοο Σεϋχελών
που αιτείτο την πολιτογράφησή του: «θρήσκευμα καθολικό, κίνδυνος δημιουργίας
εθνικής κοινότητος»…
Άλλος λόγος απόκρυψης
είναι ότι, σε αντίθεση με τη μειονότητα της Θράκης, το Μακεδονικό ή άλλο
ευαίσθητο ‘εθνικό’ μειονοτικό ζήτημα, εδώ δεν υπήρχε καν χώρος για εθνική
επιστήμη. Η σιωπή ήταν προτιμότερη και σαφώς πιο ωφέλιμη εθνικά από την προπαγάνδα. Αυτή η αποσιώπηση οδήγησε στο να
μην προκαλέσει την περιέργεια ακόμη και των πιο ριζοσπαστών ερευνητών και
επιστημόνων η εξιστόρηση της περιπέτειας του να είσαι ή να μην είσαι εθνικά
έλληνας, έλληνας πολίτης, να ανήκεις ή να μην ανήκεις στο γένος, το έθνος. Όπως αναφέρθηκε, η εστίαση μετά το 1990 στη μελέτη
ζητημάτων ετερότητας στην Ελλάδα δεν συμπαρασύρει και την ιθαγένεια. Μάλιστα
ένας, τρόπω τινά, προνομιακός ερευνητικά χώρος της αριστεράς δεν ευτύχησε της
έρευνας. Ιδιαίτερα ενδεικτικό είναι ότι
κανείς δεν ασχολήθηκε -ή μήπως δεν ήξερε ή δεν κατάλαβε τη σημασία;- των
αφαιρέσεων της ιθαγένειας των αριστερών από το 1947 και μετά. Εδώ κατά τη γνώμη
μου, εισέρχεται ένας ακόμη παράγοντας που σχετίζεται με τη σιωπή, ίσως
σημαντικότερος: Η αριστερά και ειδικά μετά το 1974 έχει ενσωματώσει το εθνικό
αφήγημα και εγκλωβίζεται στον ιδιότυπο «πατριωτικό» συνταγματισμό της.
Έτσι, το εγχείρημα
που ανέλαβε ο συγγραφέας ήταν εξαιρετικά δύσκολο. Καταρχήν, ξεκινούσε περίπου
από το τίποτα. Με αυτό δεν θέλω να υποβαθμίσω, αντίθετα, υπογραμμίζω το γεγονός
ότι από το 1990 έχουν εμφανιστεί εξαιρετικές μελέτες που εξετάζουν ζητήματα
όπως ιδίως τη συγκρότηση και την εξέλιξη του ελληνικού εθνικισμού, τις σχέσεις γένους και έθνους, που βοήθησαν στην
κατανόηση των υπό εξέταση στο βιβλίο ζητημάτων. Όμως, το θέμα που διαπραγματεύτηκε ο Χριστόπουλος ενέχει
μία ακόμη σημαντική δυσκολία: για να «έλθει σε πέρας», οι νομικές γνώσεις
πρέπει να συνδυαστούν με την ιστορία και την πολιτικη επιστήμη, αλλά ακόμη και
την ιστορία των ιδεών. Μάλιστα ο συγγραφέας έπρεπε να κάνει ως και αρχειακή
έρευνα, κάτι που αποφεύγουν ακόμη και μερικοί ιστορικοί στις μέρες μας. Έπρεπε
να συλλέξει μεταξύ άλλων - πράγμα καθόλου εύκολο - τη νομοθεσία περι
ιθαγένειας, τη νομολογία, έγγραφα και εγκυκλίους της διοίκησης, να τα
συσχετίσει και να κατανοήσει μέσα από άλλες πηγές το τι ίσχυε στην πράξη κάθε
φορά. Γιατί ακριβώς όπως φαίνεται και στο βιβλίο, η ιθαγένεια, ως άσκηση «εθνικής
πολιτικής», σχετίζεται περισσότερο με εγκυκλίους, διαταγές, ακόμη και
προφορικές οδηγίες. Ο συγγραφέας αναφέρει την έκπληξη που δοκίμασε ο κάποτε
υπηρεσιακός Υπουργός Εσωτερικών Νίκος Αλιβιζάτος όταν, σε σχετική ερώτησή του,
τα στελέχη του υπουργείου απάντησαν με απόλυτη φυσικότητα ότι οι μηδενικές
πολιτογραφήσεις υπηκόων γειτονικών χωρών βασίζονταν σε προφορικές οδηγίες.
Η ελληνική ιθαγένεια,
χωρίς να αποτελεί απόλυτη εξαίρεση, δεν καθορίζεται από την νομοθεσία, αλλά από
την διοικητική πρακτική. Αυτό ονομάζεται στο βιβλίο «κρυφή ατζέντα της ελληνικής ιθαγένειας».. Θεωρώ ότι, πέρα από τη
συνολική «αποκάλυψη» της ατζέντας αυτής, ξεχωρίζουν στο βιβλίο δύο καινοτόμες
προσεγγίσεις, που αντανακλούν τη νομική, ιστορική και πολιτική παιδεία του
συγγραφέα.
Η πρώτη αφορά την περιοδολόγηση της ελληνικής ιθαγένειας.
Η περίοδος σύστασης και επέκτασης του ελληνικού κράτους, όπου «Έλληνας γίνεσαι»
αποτελεί, κατά τον συγγραφέα, τον «αιώνα της συμπερίληψης». Από τις ανταλλαγές
πληθυσμών του 1923 ως το τέλος του ψυχρού πολέμου, έπεται η «εποχή της
αναδίπλωσης» ή τότε που «Έλληνας γεννιέσαι», και τέλος ακολουθεί ο
επανακαθορισμός της ελληνικής ιθαγένειας στα τέλη του 20ου αιώνα,
στην «Ελλάδα της μετανάστευσης». Ο συγγραφέας, εστιάζει στη σημασία πτυχών που
συνήθως προσπερνιούνται. Για παράδειγμα, η απόδοση ιθαγένειας από τη μητέρα,
άρχισε να ισχύει μόλις τη δεκαετία του 80. Αυτές οι αλλαγές συνιστούν την πιο
σημαντική τομή του δικαίου της ελληνικής ιθαγένειας ως τότε. Στην περίοδο
«επανακαθορισμού» που διανύουμε ως σήμερα, ο συγγραφέας εντάσσει τη συζήτηση
που διεξάγεται (ή δεν αποφεύγεται να διεξάγεται) σχετικά με την ιθαγένεια, τη
μετανάστευση και τους «απόδημους». Αλλά και την απόφαση, τότε, του Τμήματος του
Συμβουλίου της Επικρατείας που έκρινε αντισυνταγματικές τις διατάξεις του νόμου
του 2010 που απέδιδε την ελληνική ιθαγένεια σε παιδιά μεταναστών που τηρούσαν
συγκεκριμένες προϋποθέσεις.[2]
Η
δεύτερη πρωτότυπη προσέγγιση αφορά την διαδρομή του εκκρεμούς της ελληνικής
ιθαγένειας ανάμεσα σε μια αρχετυπική εθνοτική
ιθαγένεια γερμανικού τύπου και σε μια πολιτειακή
γαλλικού. Η πρώτη στηρίζει το ανήκειν σε κάποια λιγότερο ή περισσότερο
υποτιθέμενα ιδιαίτερα οργανικά χαρακτηριστικά του έθνους, η δεύτερη στη βούληση
συμμετοχής στην πολιτική κοινότητα. Οι
μεταλλάξεις της ελλληνικής ιθαγένειας στους δύο αιώνες του ελληνικού κράτους
είναι σημαντικές και συνεχείς. Θα έλεγα όμως ότι η αφετηρία είναι καθοριστική
μέχρι και σήμερα. Ο έλληνας πολίτης καθορίζεται με τρόπο θρησκευτικά εθνοτικό:
αυτός που πιστεύει στο Χριστό, στην
πράξη ο ορθόδοξος, αυτός που ανήκει στο γένος, το μιλλέτ των Ρωμιών. Πρόκειται δηλαδή για την ταύτιιση του
εθνοτικού με το θρησκευτικό jus religionis. Παράλληλα
όμως «Έλληνες είναι οι χριστιανοί κάτοικοι ενός επαναστατικά ιδρυμένου κράτους»
μας έχει πει ο Δημήτρης Δημούλης, τονίζοντας σωστά την εξαρχής πολιτειακή
διάσταση της ελληνικής ιδιότητας του πολίτη.
Κάποια
σημεία του βιβλίου θα μπορούσαν να τύχουν περαιτέρω συζήτησης και επεξεργασίας.
Τέτοια είναι, έναντι άλλων, η ιδιαίτερη σημασία της δεκαετίας του 1940 στην
οριοθέτηση του «εσωτερικού εχθρού» ή οι πολιτικές του Βενιζέλου για ένα πιο
ευρύχωρο έθνος. Επισημαίνουμε τέλος, ότι παράλληλα με αυτήν τη «γενναιόδωρη»
πολιτική ιθαγένειας του «αιώνα της συμπερίληψης» ασκούνται επίσης, κατά τη
διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, ομογενοποιητικές πολιτικές ταύτισης της
επικράτειας με την εθνοτική ιθαγένεια που διαφεύγουν της προσοχής του συγγραφέα.[3]
Εν κατακλείδι, έχουμε
ένα πρωτοπόρο βιβλίο, αλλά είμαστε τυχεροί για το ότι πέρα από πρωτοπόρο είναι
ένα ιδιαίτερα καλό βιβλίο. Πρόκειται για αυτό που επιδιώκει (και ζηλεύει) ο
κάθε ερευνητής: η δουλειά του να αποτελέσει όχι μόνο αρχή συζήτησης, αλλά και
σημείο αναφοράς για πολλά χρόνια. Μάλιστα, στο πνεύμα των καιρών, θα έλεγα ότι
όποιος ενδιαφέρεται να δώσει απαντήσεις για την παρουσία της Χρυσής Αυγής και
δεν αρκείται μόνο σε εξηγήσεις όπως η ανεργία ή η συσσώρευση μεταναστών «χωρίς
χαρτιά», επιβάλλεται να το διαβάσει προσεκτικά.
[1] Το πρώτο εκδόθηκε από τις
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης το 2007, το δεύτερο δημοσιεύτηκε στα Σύγχρονα
Θέματα στο τεύχ. 83 (2003).
[2] Οι δικαστές ουσιαστικά
έκριναν ότι όσα παιδιά έχουν γεννηθεί και ζούν στην Ελλάδα από γονείς νόμιμους
μια τουλάχιστον πενταετία πριν τη γέννησή τους, ή έχουν παρακολουθήσει έξι
τουλάχιστον τάξεις ελληνικού σχολείου και ζούν στην Ελλάδα δεν έχουν αναπτύξει
«ισχυρούς δεσμούς με το έθνος». Και τούτο γιατί λείπει η «καταγωγή», δηλαδή το αίμα, στο οποίο αναφερθήκαμε στην αρχή
του κειμένου.
[3] Όπως έδειξε πρόσφατα ο
Λεωνίδας Εμπειρίκος (2012, EJTS),
αποκαλύπτοντας
τις «συντελεσμένες» ανταλλαγές πληθυσμών που επιδίωξε ή κατάφερε ο Ελληνικός
Στρατός στη Μακεδονία το 1913.