"H απόλυτη χρεοκοπία (και) της ελληνικής μεταναστευτικής πολιτικής", Αυγή, 06/02/2011
του Δημητρη Χριστοπουλου
Με αφορμή την περιπέτεια της Νομικής τέθηκαν δύο λάθος ερωτήματα σε σχέση με το μεταναστευτικό στην Ελλάδα: το πρώτο αφορά τη συζήτηση που ανατροφοδοτήθηκε γύρω από το άσυλο και το δεύτερο αφορά καθεαυτή τη Νομική ως χώρο «υποδοχής» των ανθρώπων αυτών. Ξεκινώ με την παραδοχή ότι η επιλογή της Νομικής ως χώρος στέγασης των ανθρώπων αυτών και η όλη επιχείρηση μεταφοράς τους από την Κρήτη ήταν ατυχέστατη πολιτική επιλογή, η κατάληξη της οποίας είναι ακόμη αβέβαιη.
Αυτό που παρατηρούμε, ωστόσο, στη συνέχεια, είναι μια εκτροπή του δημόσιου διαλόγου που ξεκίνησε με αφορμή την κατάληψη της Νομικής από τους απεργούς πείνας προς μια αυτιστική εμμονή στα δύο αυτά ερωτήματα με τρόπο αφελή, υποκριτικό ως και επικίνδυνο. Σαν να περιμένανε τη Νομική, για να πούνε ότι «πρέπει να τελειώνουμε με τους παράνομους μετανάστες»… Ή σαν να περιμένανε τους μετανάστες στη Νομική για να πούνε ότι «πρέπει να τελειώνουμε με το άσυλο». Έτσι, η απεργία πείνας των τριακοσίων ανάγεται σε έγκλημα καθοσιώσεως κατά του πολιτεύματος ενώ, για ακόμη μια φορά, δίνεται η ευκαιρία σε αυτούς που θέλουν να αλλάξει η νομοθεσία για το άσυλο, να πούνε με κάθε τρόπο πόσο κατάφωρα παραβιάστηκε ο θεσμός αυτός, σαν στη συγκυρία τούτο να ήταν το μείζον θέμα. Είναι η γνωστή ιστορία με το δέντρο και το δάσος. Τη στιγμή μάλιστα που το δάσος είναι έτοιμο να καεί...
Έτσι, για μια ακόμη φορά, παραπέμπεται το πραγματικό ερώτημα που δεν είναι άλλο από αυτό της νομικής τακτοποίησης της παραμονής των μεταναστών στην Ελλάδα. Για να είμαι σαφής: δεν αναφέρομαι στη νομιμοποίηση των 300 απεργών επιλεκτικά επειδή επέλεξαν αυτό το μέτρο αντίδρασης --αυτό εξάλλου θα ήταν λάθος-- αλλά σε μια ευρύτερη πολιτική η οποία στοχεύει στην τακτοποίηση (κάποιων από τους 300, αλλά κυρίως) πολλών άλλων μεταναστών στη χώρα αυτή που πληρούν κάποιες εύλογες προϋποθέσεις. To θέμα, λοιπόν, αφορά μια κεντρική πολιτική επιλογή. Δεν είναι ζήτημα ανθρωπισμού, αλλά στρατηγικής. Αυτοί που δηλώνουν ότι «κανείς μετανάστης δεν θα νομιμοποιηθεί» ουσιαστικά το δήλωναν και πριν, απλώς η υπόθεση της Νομικής τους έδωσε ένα καλύτερο πάτημα, ένα δώρο, για να το επαναλάβουν και σήμερα. Το ίδιο ισχύει και για την αντίπερα όχθη, η οποία, παρομοίως, επένδυσε στην κλιμάκωση της έντασης. Άρα: το να εμμένουμε στο πόσο άστοχη ήταν η υπόθεση «Νομική» για τους μετανάστες και πόσο κακό έκανε στο ζήτημα ουσιαστικά δεν αποδίδει την έμφαση που πρέπει, και στον βαθμό που οφείλει, στο μείζον θέμα που έχει να κάνει με το καθεστώς παραμονής των ανθρώπων αυτών στην Ελλάδα. Και εδώ λοιπόν καλούμαστε να επιλέξουμε ανάμεσα σε δύο στρατηγικές επιλογές, αφού όμως ξεκαθαρίσουμε για ποιους ανθρώπους μιλάμε.
Η ταυτοποίηση του εν λόγω πληθυσμού είναι ζωτικής σημασίας. Εδώ θα πρέπει να γίνει μια διάκριση ανάμεσα σε δύο κατηγορίες, ενίοτε συγκοινωνούντα δοχεία: ανθρώπους που ζουν και ανθρώπους που περιφέρονται στην Ελλάδα. Ένας άνθρωπος που έχει μεταφέρει στην Ελλάδα το κέντρο των βιοτικών του σχέσεων και, πάρα ταύτα, δεν κατάφερε να υπαχθεί σε καθεστώς νόμιμης παραμονής ή, ακόμη χειρότερα, κάποια στιγμή εξέπεσε από τη νομιμότητα, έχει όλους τους καλούς λόγους να αξιώνει τη συμπερίληψή του στον νόμιμα διαμένοντα πληθυσμό της χώρας αυτής. Το ίδιο και η χώρα: για λόγους κοινωνικής συνοχής και ασφάλειας, που τόσο διακυβεύονται στις μέρες μας, έχει όλους τους καλούς λόγους να θέλει αυτό τον πληθυσμό σε πορεία κοινωνικής ενσωμάτωσης, και όχι σε αυτήν του αποκλεισμού και της περιθωριοποίησης. Άρα, για τον κόσμο αυτόν, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι περισσότεροι από τους λεγόμενους «αιτούντες άσυλο», δεν βλέπω άλλη λύση από μια μεταβατική νομοθετική ρύθμιση η οποία, με τρόπο ρεαλιστικό και ανθρώπινο, όπως έκανε η Ισπανία το 2005, θα προβλέψει συγκεκριμένες προϋποθέσεις που θα μπορέσουν να καλυφθούν από έναν ικανοποιητικό αριθμό ανθρώπων που ζουν και έχουν οικογενειακώς μεταφέρει το βιος τους εδώ.
Η άλλη επιλογή είναι αυτή της ελληνικής ακροδεξιάς, η οποία, μετά τη Νομική, βλέπουμε να θέλγει απροκάλυπτα τη Νέα Δημοκρατία και την κυβέρνηση: ο κόσμος αυτός δεν πρέπει να νομιμοποιηθεί. Πρέπει να φύγει, διότι η Ελλάδα δεν μπορεί να ενσωματώσει άλλους. Η αντίληψη αυτή που σκέφτεται τον ελληνικό κοινωνικό-οικονομικό σχηματισμό σαν ένα κλειστό σύστημα είναι πολλαπλώς λάθος, και είναι να απορεί κανείς πώς εκφέρεται από υπεύθυνα κυβερνητικά χείλη. Αποτελεί το καλύτερο δώρο δικαίωσης στην ακροδεξιά, η οποία ποντάρει στον κοινωνικό αποκλεισμό των μεταναστών ώστε να κερδοσκοπεί επενδύοντας στην αντιμεταναστευτική πολιτική της. Η επιλογή αυτή, πέραν του ότι είναι συχνά απάνθρωπη σε ό,τι αφορά τις μεθόδους της, είναι μη ρεαλιστική, και κυρίως αναδεικνύεται σε επιλογή υψηλού πολιτικού κινδύνου. Ακολουθώντας την, ένα σημαντικό τμήμα του μεταναστευτικού πληθυσμού της χώρας αυτής, αντί να σπρωχθεί προς την ενσωμάτωση και άρα να αμβλυνθούν οι ούτως ή άλλως οξυμένες ταξικές εντάσεις, οδηγείται προς τον αποκλεισμό και την περιχαράκωση με ό,τι κινδύνους για την κοινωνική ασφάλεια αυτό δημιουργεί.
Μιλήσαμε για ανθρώπους που ζούνε και ανθρώπους που περιφέρονται στην Ελλάδα. Συχνά τα όρια μεταξύ των δύο ομάδων δεν είναι σαφή, κάτι που καθιστά την ίδια τη διάκριση σχηματική. Με δεδομένο αυτό, η δεύτερη κατηγορία είναι πιο σύνθετη καθώς αποτελείται από μετανάστες που, όπως γνωρίζουμε, ζούνε σε συνθήκες απόλυτου βιοτικού αποκλεισμού έξω από τους αστικούς ιστούς, συχνά χωρίς οικογένειες, με προοπτική, κάποια στιγμή, να μπορέσουν να φύγουν προς άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Οι άνθρωποι αυτοί, όπως γράφει ο Αγκάμπεν, διάγουν βίο αβίωτο: δεν ζούνε ως άνθρωποι. Δεν έχουν τίποτε, συχνά δεν κάνουν τίποτε, με δυο λόγια, δεν είναι τίποτε για την ελληνική έννομη τάξη. Σε συνθήκες μάλιστα κρίσης σαν και αυτή που διάγουμε, ούτε καν φτηνό εργατικό δυναμικό δεν είναι. Η απάντηση στο μείζον αυτό θέμα που οδηγεί συστηματικά την ελληνική κοινωνία σε μια κρίση μόνιμου ηθικού πανικού είναι να μάθουμε (για) τους ανθρώπους αυτούς. Να τους καταγράψουμε. Να δούμε πού και πώς ζουν, πόσο υγιείς είναι, αν έχουν παιδιά κλπ. Με μια κουβέντα: δεν γίνεται ένα κράτος να αφίσταται από το να μάθει πόσοι και ποιοι άνθρωποι διαβιούν στην επικράτειά του.1 Η εθνική απογραφή της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας Ελλάδας είναι μπροστά μας σε δύο μήνες. Δεν μένει παρά να τεθούν σε αυτή τα σωστά ερωτήματα. Το ίδιο εξάλλου είχε γίνει και στην απογραφή του 2001, χάρη στην οποία μάθαμε ότι στη χώρα κατοικούν περίπου 800.000 και όχι 250.0000 άνθρωποι που ως τότε ήταν νομιμοποιημένοι.
Ας δώσει η περιπέτεια της Νομικής το θάρρος να σκεφτούμε τα αυτονόητα, παρά να αμπαρωθούμε στην επικινδύνως αφελή ψευδαίσθηση ότι «οι παράνομοι μετανάστες θα φύγουν από την Ελλάδα». Επίσης, είναι να απορεί κανείς για το τι σχέδιο επαναπροώθησης έχουν στο μυαλό τους αυτοί που υποστηρίζουν ότι οι μετανάστες θα φύγουν. Το πώς θα φύγουν δεν το έχω ακούσει ως τώρα, με ρεαλιστικό και ανθρώπινο τρόπο, καθώς τα κράτη από τα οποία έφυγαν δεν είναι και πολύ συνεργάσιμα ώστε να γυρίσουν.
Δίπλα σε αυτό, έρχεται την 1η του Φλεβάρη, ως υστερόγραφο, το Δ΄ Τμήμα του Συμβουλίου Επικρατείας να κρίνει αντισυνταγματικό το μόνο καλό νέο της ελληνικής μεταναστευτικής πολιτικής των τελευταίων ετών: ένα τμήμα της μεταρρύθμισης του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας. Λίγες μέρες πριν, την 21η του Γενάρη, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου καταδικάζει το Βέλγιο επειδή επαναπροώθησε στην Ελλάδα αιτούντα άσυλο σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, ενώ οι βελγικές αρχές «όφειλαν να γνωρίζουν» ότι οι συνθήκες στην Ελλάδα για τους αιτούντες άσυλο είναι απάνθρωπες. Η Ελλάδα για πρώτη φορά από το 1974 και ύστερα ουσιαστικά αντιμετωπίζεται σαν χώρα στην οποία δεν μπορεί να επιστρέψει ο κόσμος λόγω απάνθρωπων συνθηκών. Για το διεθνές δίκαιο, αυτό είναι μια παραλλαγή κράτους αποστολής προσφύγων.
Η απόλυτη χρεοκοπία (και) της ελληνικής μεταναστευτικής πολιτικής...
Ο Δημήτρης Χριστόπουλος είναι Πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.
Αντρέ Μασσόν, «Σφαγή» (σπουδή), 1932.
1 Ακούω συχνά ότι πολλοί από αυτούς δεν θα δώσουν το πραγματικό τους όνομα. Απαντώ: Και λοιπόν; Το όνομα ενδιαφέρει ή το πρόσωπο;