Ανοίκειοι συμψηφισμοί και καθεστωτική αυτολογοκρισία
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 22/11/2015 05:45
Από τότε που η ανθρωπότητα ξεπέρασε τον Ψυχρό Πόλεμο για να διέλθει στη φάση του - πραγματικού - θερμού πολέμου εναντίον της τρομοκρατίας, έχουν δημιουργηθεί νέα στρατόπεδα ακραίων ιδεών, τα οποία κάθε φορά και κυρίως την επαύριον μεγάλης ισχύος τρομοκρατικών χτυπημάτων δεν χάνουν την ευκαιρία να ξιφουλκήσουν. Η διάκριση των στρατοπέδων αυτών τέμνει την παραδοσιακή τομή Αριστεράς και Δεξιάς: αριστεροί και δεξιοί βρίσκονται ένθεν και ένθεν.
Θα ονόμαζα, εν γνώσει μου ότι απλοποιώ την εικόνα, για λόγους κατανόησης, την πρώτη θέση ως τη σκέψη των ανοίκειων συμψηφισμών. Σε διάφορες παραλλαγές που ξεκινάνε από τη χαιρεκακία ενώπιον των θυμάτων της Δύσης ως την υποκριτικά συγκαταβατική έκφραση της καταδίκης, η «σχολή» αυτή έχει εντρυφήσει στο «ναι μεν αλλά». Με το «ναι» ξεμπερδεύει με τις κοινωνικές συμβάσεις της αναγκαίας αποστροφής ενώπιον του εγκλήματος. Με το «αλλά» όμως δείχνει πως δεξιώνεται το έγκλημα σαν μια αναμενόμενη τιμωρία του θύματος εξαιτίας του «αμαρτωλού» πρότερου βίου της κοινότητας στην οποία υπάγεται.
Ακόμη κι αν δεν το αντιλαμβάνεται, ο θιασώτης της σχολής του ανοίκειου συμψηφισμού ζυγίζει το «αλλά» πολύ βαρύτερα από το «ναι» (και λογικά και συναισθηματικά) με αποτέλεσμα να οδηγείται σε μια άδικη, ουσιωδώς απάνθρωπη, στάθμιση. Τα ευρωπαϊκά αποικιοκρατικά εγκλήματα, οι ματαιώσεις ενσωμάτωσης των μεταναστών στις δυτικές μητροπόλεις, οι στρατιωτικές επεμβάσεις της Δύσης στη Μέση Ανατολή και στην Κεντρική Ασία, οι παταγώδεις αποτυχίες στη διαχείριση της διάδοχης κατάστασης μετά την κατοχή στο Ιράκ, οι συνθήκες βασανισμού στις φυλακές των στρατών κατοχής, η βουλιμία της Δύσης για φθηνό πετρέλαιο (και ο κατάλογος δεν τελειώνει, βέβαια, εδώ) δεν σταθμίζονται απλώς ως αιτίες που μπορούν ιστορικά να εξηγήσουν τον τρομοκρατικό μηδενισμό των τζιχαντιστών απέναντι στην ανθρώπινη ύπαρξη. Ουσιαστικά αξιολογούνται ως δεδομένα που μετριάζουν την απαξία του δολοφονικού αυτού μηδενισμού. Ο οπαδός του απεχθούς συμψηφισμού δεν αντιλαμβάνεται ότι οι δύο μετρήσεις είναι απλώς ασύμπτωτες και ο συμψηφισμός όχι μόνο απεχθής αλλά και έωλος.
Για τους εκφραστές αυτής της αντίληψης η Δύση είναι με τον τρόπο της υπεύθυνη για τα θύματά της, όπως η άσεμνα ντυμένη γυναίκα που προκάλεσε τον βιασμό της. Στην ακραία εκδοχή, η Δύση δεν έχει δικαίωμα στο πένθος. Η αντίληψη αυτή, τυφλωμένη από τη λογική της συλλογικής ευθύνης (την οποία φυσικά εύκολα θα καταδικάσει υπό άλλες συνθήκες), δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται ότι για τον κατάλογο των δυτικών αμαρτιών δεν χρωστά σε τίποτε ο νεαρός Παριζιάνος που πάει σε μια συναυλία ή ένα καφέ και σκοτώνεται.
Τη δεύτερη θέση σε αυτή την πάλη ιδεών θα την ονόμαζα καθεστωτική αυτολογοκρισία. Ο εκφραστής της καταδικάζει με βδελυγμία την τρομοκρατία και δεν θέλει να ακούει τίποτε περισσότερο από τον όσο γίνεται υψηλότερο τόνο της απροϋπόθετης καταδίκης. Θεωρεί πως οτιδήποτε άλλο τεθεί στο τραπέζι αποτελεί κάτι βέβηλο: εξ αντικειμένου έλλειψη σεβασμού προς τα θύματα και άρρητη προσπάθεια είτε δικαίωσης των θυτών είτε αντιστροφή του ρόλου θύτη και θύματος. Μόνο αυτός, διά του αποτροπιασμού του, είναι ο μύστης της αμόλυντης θέσης. Ετσι, δεν γλιτώνει την κριτική για «δύο μέτρα και δύο σταθμά» καθώς θρηνεί το Παρίσι, ενώ πιθανώς ήδη να έχει ξεχάσει ότι μόλις τον Απρίλιο του 2015 στο Πανεπιστήμιο Γκαρίσα στην Κένυα μετρήσαμε 148 νεκρούς από τρομοκρατική επίθεση ομάδας της Αλ Κάιντα.
Η αποστροφή για το Ισλάμ εδώ φυσικά δεν γίνεται αντιληπτή ως μισαλλοδοξία αλλά ως σύννομη άμυνα της Δύσης απέναντι στον καταστατικό της αρνητή. Ο μετριοπαθέστερος εκφραστής της θέσης αυτής δεν θα τολμήσει να πει δημοσίως «κάψτε τους όλους» αλλά σίγουρα θα θεωρήσει έγκλημα καθοσιώσεως αν κάποιος τολμήσει να αρθρώσει μια κουβένταπέραν της καταδίκης. Αν ψελλίσεις «πώς φτάσαμε ως εδώ;», θα κατηγορηθείς για επαίσχυντο σχετικισμό που είτε αθωώνει τους δράστες είτε μετριάζει το μέγεθος του κακού.
Ετσι, στο όνομα της ανάγκης να δώσει τα διαπιστευτήρια της πίστης του στα κεκτημένα της νεωτερικότητάς μας, ο οπαδός της θέσης αυτής αρνείται πεισματικά να διερευνήσει τις αιτίες του κακού. Κοινώς, αυτολογοκρίνει τη νόησή του. Απωθεί το να σκέφτεται. Εδώ λοιπόν έχουμε μια βαθιά αντινεωτερική θέση ως αφετηρία: «μη ερεύνα». Για να σώσει τη ζηλευτή νεωτερικότητά του, την αρνείται. Αυτήν όμως την απώθηση οι κοινωνίες μας την έχουν ξεπεράσει όταν αντιμετωπίζουν ακόμη και το πιο στυγερό έγκλημα στο πεδίο του κοινού ποινικού δικαίου. Την ίδια στιγμή που το καταδικάζουμε και το τιμωρούμε θέτουμε τις κοινωνικές επιστήμες - την ψυχολογία, την κοινωνιολογία, την εγκληματολογία - στην υπηρεσία της ανάδειξης των αιτιών του. Οι νεωτερικές κοινωνίες a priori ερευνάμε, όσο κι αν μας πονάει. Ψάχνουμε, για παράδειγμα, να βρούμε τι παιδική ηλικία είχε ένας serial killer. Αν ο εγκληματολόγος βρει ότι έχει κακοποιηθεί συστηματικά στα νιάτα του από τους μέθυσους γονείς του και το αναδείξει, αυτό δεν συνεπάγεται αυτομάτως ότι δικαιώνουμε, πολύ περισσότερο ανεχόμαστε τις πράξεις του serial killer.
Αν αυτό στο απλό ποινικό έγκλημα έχει λυθεί, στο πολιτικό έγκλημα και στην τρομοκρατία δυστυχώς είναι τέτοιες οι ιδεολογικές φορτίσεις που ακ