ελπίδα χωρίς αισιοδοξία: τι (δεν) μπορεί εφεξής να κάνει ο συ.ριζ.α.
Δημήτρης Χριστόπουλος
Ελπίδα χωρίς αισιοδοξία (Hope without optimism) είναι ο τίτλος του τελευταίου βιβλίου ενός από τους σημαντικότερους διανοητές της εποχής μας, που στις 16 Σεπτέμβρη πέρασε από την Αθήνα: του Τέρυ Ίγκλετον. Δεν μπορώ να σκεφτώ άλλες λέξεις που να αποδίδουν, για μένα, καλύτερα τη βίωση της συγκυρίας.
Το αρνητικό άθροισμα
Σκεφτόμουν πολύ αν θα έγραφα κάτι αυτόν τον καιρό σχετικά με τις εκλογές. Εκεί που είχα αποφασίσει να σιωπήσω, κάτι η «ελπίδα χωρίς αισιοδοξία» του Ίγκλετον, κάτι το περιστατικό που ακολουθεί, με έκαναν να αλλάξω γνώμη.
Χθες λοιπόν (16/9/2015), κλήθηκα να υπογράψω την ακόλουθη υπεύθυνη δήλωση στο λύκειο που πάει ο γιός μου:
«Δηλώνω ότι ο μαθητής [τάδε] δεν είναι χριστιανός ορθόδοξος και γι’ αυτό ζητώ την απαλλαγή του από το μάθημα των θρησκευτικών για λόγους θρησκευτικής συνείδησης σύμφωνα με την εγκύκλιο με αριθμ. Πρωτ. 12773/Δ2/23.1.2015».
Η δήλωση αυτή έχει τα εξής καίρια προβλήματα: πρώτον, είναι αδιανόητο να ομολογεί κανείς δημόσια την (όποια, ακόμα και τη μη) θρησκεία του παιδιού του προκειμένου να πάρει απαλλαγή, και δεύτερον, ο πολίτης δεν οφείλει να ζητά καμία απαλλαγή, αλλά να δηλώνει τη βούλησή του, την οποία η διοίκηση δεσμεύεται να αποδεχθεί.
Η εγκύκλιος αυτή υπεγράφη δύο μέρες πριν τις εκλογές του Ιανουαρίου από τον τότε Υπουργό Παιδείας Α. Λοβέρδο, επαναφέροντας το σκοταδιστικό καθεστώς δημόσιας εξομολόγησης των θρησκευτικών πεποιθήσεων εκάστου εξ ημών και των παιδιών μας, προκειμένου ο Λοβέρδος να έχει την υποστήριξη της εκκλησίας στη Β΄ Αθηνών. Το καθεστώς αυτό η ελληνική κοινωνία παλεύει να το αποβάλλει από την εποχή της μάχης των ταυτοτήτων. Δεκαπέντε χρόνια τώρα... Η εγκύκλιος δεν καταργήθηκε από την ηγεσία του υπουργείου Παιδείας επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-Αν.Έλλ. Μήπως ξεχάστηκε; Μήπως προέβαλαν βέτο οι Αν.Έλλ; Δυστυχώς, ούτε καν αυτό. Ο υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων Α. Μπαλτάς διευκρίνισε, προς αποφυγήν παρεξηγήσεων σχετικά με τις προθέσεις του (http://goo.gl/P5FX8G): «Θα προσέξατε ότι δεν καταργήσαμε την εγκύκλιο για το πώς θα απαλλάσσονται όσοι δεν επιθυμούν να παρακολουθούν το μάθημα των θρησκευτικών. Αυτό είναι μια σαφέστατη απόδειξη των προθέσεών μας».
Η ομολογία του πρώην Υπουργού αποτελεί την επιτομή της ματαίωσης του αριστερού μεταρρυθμισμού: την πτώχευση της τομής μνημόνιο-αντιμνημόνιο πάνω στην οποία συγκροτήθηκε η πολιτική στρατηγική του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. μέχρι να γίνει κυβέρνηση. Η στρατηγική αυτή συνοψίζεται στην απλή λογική ότι «η βασική μέριμνα είναι η αντιμνημονιακή, για το λόγο αυτόν δεν ανοίγουμε άλλα μέτωπα». Η υπερτροφική ρητορική εναντίον του μνημονίου, που αποτέλεσε τη θρυαλλίδα της εκλογικής νίκης του Γενάρη και κορμό της πολιτικής που ανέβασε ένα κόμμα του 4% στο 36%, δημιούργησε συνθήκες πολιτικής απομόνωσης για τον αυθεντικό αριστερό ρεφορμισμό (κι ας μην αρέσει η λέξη σε κάποιους) αλλά και στον αριστερό ριζοσπαστισμό (λέξη που μπορεί να αρέσει περισσότερο…). Οι περισσότερες τομές που κουβαλούσε στην αποσκευή της η Αριστερά καταχωνιάστηκαν στα βάθη της αντιμνημονιακής βαλίτσας. Και σαν να μην έφτανε αυτό, στο τέλος, υπογράψαμε και το μνημόνιο... Το τέλειο αρνητικό άθροισμα.
Η συγκυβέρνηση με την πάλαι ποτέ αντιμνημονιακή Δεξιά επέτεινε τη συγκατάβαση και την αμφιθυμία απέναντι σε οτιδήποτε θα μπορούσε να εκληφθεί ως θεσμική αλλαγή με αριστερό πρόσημο, διότι απειλούσε την ενότητα του κυβερνητικού στρατοπέδου σε καιρούς δύσκολους. Το αποτέλεσμα είναι πως, με την εξαίρεση των αλλαγών στο σωφρονιστικό (που ανοίκεια λοιδωρήθηκαν από τις δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας στην εγχώρια εκδοχή τους) και το νόμο για την ιθαγένεια (που, αντιθέτως, πέρασε με την έντιμη συνδρομή τους), η προηγούμενη κυβέρνηση δεν αφήνει άλλες θεσμικές αλλαγές άξιες μνείας σε όλα τα πεδία άσκησης δημοσίων πολιτικών.
Ήττα στη βάση και στο εποικοδόμημα, όπως θα λέγαμε κάποτε με μια δόση αναγωγισμού και απλούστευσης. Ήταν αναπόφευκτο πως η ανατροπή της αντιμνημονιακής στρατηγικής που αποτέλεσε την συγκολλητική ουσία της προηγούμενης κυβέρνησης θα αναδείκνυε με εκκωφαντικό τρόπο δομικές ανεπάρκειες και αδυναμίες στον πολιτικό λόγο του ΣΥ.ΡΙΖ.Α., τις οποίες κρατούσαν καλά κρυμμένες οι αντιμνημονιακές κορώνες. Το αντιμνημόνιο φτώχυνε την Αριστερά. Το μνημόνιο, από την άλλη, την απειλεί υπαρξιακά. Όση κριτική να κάνουμε στην ξεθυμασμένη πλέον τομή «μνημόνιο-αντιμνημόνιο», δεν πρέπει να ξεχνά κανείς ότι αυτή καθαυτή η αντίθεση στα μνημόνια εξέφρασε πηγαία την πάλη των αδυνάμων για αναδιανομή πλούτου και ισχύος, μια έντιμη διάθεση αντίστασης και την αντιπαράθεση στην κηδεμονία και τη φτωχοποίηση. Το αν μπορεί ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. να κρατήσει κάτι από αυτή την παρακαταθήκη, απαλλαγμένος από τον αφελή βολονταρισμό του –και κυρίως χωρίς να κοροϊδεύει τον εαυτό του και τους άλλους–, είναι ανοιχτό πλέον ερώτημα, το οποίο ομολογώ πως δεν προσφέρεται για πολύ αισιόδοξες αναγνώσεις.
Αυτή, κατά τη γνώμη μου, είναι η αποτύπωση της συγκυρίας, χωρίς πολλά φτιασίδια.
Και τώρα;
Περισσότερο από την επώδυνη έκβαση του αγώνα αυτή καθαυτή, πιο προβληματική μου φαίνεται η διαχείρισή της, η επικοινωνιακή και κυρίως η πολιτική, η ουσιαστική της πλαισίωση. Θα ήταν πολύ διαφορετικό, θα είχαμε δηλαδή ένα σημείο να πιαστούμε μέσα στην ματαίωση, αν ακούγαμε πως «αναγνωρίζουμε πως αποτύχαμε, και εφεξής, οπλισμένοι με την ωριμότητα που μας έδωσε αυτή η πικρή εμπειρία, θα τραβήξουμε το μαρτύριο της συμφωνίας που υπογράψαμε, ακόμη και αν αυτό μας διαλύσει». Όμως δεν αντέχω άλλο να ακούω για το «ηρωικό "όχι" του ελληνικού λαού» (που έγινε «ναι» διότι, φυσικά, δεν μπορούσε να παραμείνει «όχι»), δεν αντέχω άλλους τακτικισμούς, βοναπαρτισμούς και λοιπά κόλπα... Ζητάμε ειλικρίνεια, ευπρέπεια και πολιτική εντιμότητα.
Υπήρξε και κόσμος που στήριξε τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. χωρίς να συμμερίζεται τις αυταπάτες της ηγεσίας του σχετικά με το μνημόνιο. Υπήρξε και κόσμος που εξαρχής γνώριζε ότι μιας κάποιας μορφής –λιγότερο επώδυνη– συμφωνία με τους δανειστές δεν θα μπορούσε να αποφευχθεί και πως η συνομολόγησή της δεν θα ήταν έγκλημα καθοσιώσεως. Υπήρξε και κόσμος που προσδοκούσε άλλα από την Αριστερά από το να του εφαρμόζει την εγκύκλιο Λοβέρδου, και μάλιστα κυριολεκτικά «πρώτη φορά», καθώς ο ίδιος δεν πρόλαβε.
Τα πράγματα, ωστόσο, δεν ήρθαν έτσι και ο χρόνος δεν γυρνά. Εκδικείται. Με την υπογραφή της συμφωνίας, ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. δεν μπορεί να συνεχίσει να διάγει τον αμέριμνο αντιμνημονιακό του βίο. Τώρα αρχίζουν τα (πιο) δύσκολα. Εφόσον γίνει ξανά κυβέρνηση, εξ αντικειμένου θα εξεταστεί ως προς τη δυνατότητά του να υλοποιήσει τους όρους της συμφωνίας παλεύοντας μήπως καταφέρει να στήσει ένα στοιχειώδες δίχτυ κοινωνικής προστασίας για τους πιο αδύναμους. Η συνοχή του θα δοκιμαστεί εκ νέου, διότι η εφαρμογή των όρων αυτών θέλει στομάχια διαφορετικά από αυτά που διαθέτουν πολλά από τα στελέχη του. Τέλος, θα χρειαστεί την τεχνογνωσία νέων στελεχών στη συνδρομή (κάποιων εκ) των οποίων ως τώρα απεύχονταν να προσφύγει.
Για να γίνουν όλα αυτά, όμως, θέλει δουλειά, σοβαρότητα και ειλικρίνεια μέσα κι έξω. Για μια χαραμάδα, για μια ρωγμή παλεύουμε. Αυτό είναι το καλό σενάριο. Ξέρω πως δεν είναι και σπουδαίο, είναι λίγο και προβληματικό, αλλά τα άλλα δεν θέλω να τα σκέφτομαι. Το τίμημα του να εντοπιστεί η ρωγμή αυτή ώστε στοιχειωδώς να αναταχθεί η κοινωνία και η δημοκρατία στην Ελλάδα είναι βαρύ. Όπως το πλήρωσαν τα αστικά κόμματα, εξ αντικειμένου θα το πληρώσει και ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Όχι όμως για να υποστεί εκδικητικά τις συνέπειες της αφέλειάς του, όπως μνησίκακα περιμένουν στη γωνία οι πολιτικοί του αντίπαλοι. Στις 21 Σεπτέμβρη, ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. δεν είναι για να μείνει στην αντιπολίτευση, τόσο για τον ίδιο όσο και για τον τόπο. Τυχόν ήττα του στις εκλογές και θέση του στην αξιωματική αντιπολίτευση θα θόλωνε ακόμη περισσότερο το τοπίο, καθώς αρκετά στελέχη του δεν θα μπορέσουν να αντισταθούν και να ολισθήσουν πάλι στη ρηχή ρητορική του αντιμνημονίου. Όμως, αυτά δεν είναι σοβαρά και έντιμα πράγματα: δεν μπορείς να υπογράφεις μνημόνιο και να περιμένεις ότι θα γλιτώσεις από τον τροχό του.
Υπάρχουν σοβαροί λόγοι, λοιπόν, η νέα κυβέρνηση στην Ελλάδα να έχει κορμό την Αριστερά, με την ελπίδα ότι η μορφή και το περιεχόμενο της διαχείρισης του μνημονίου μπορεί να αφήσει περιθώρια απεμπλοκής από αυτό. Αυτό είναι από μόνο του ένα βαρύ πολιτικό σχέδιο που θέλει δουλειά και προτάσεις για την ανάκτηση ενός ζωτικού χώρου που έχουμε λόγο να διεκδικούμε. Περαιτέρω, αν κάπου απελπιζόμαστε περισσότερο με το γεγονός ότι μια κυβέρνηση με κορμό την Αριστερά δεν κατάφερε να κάνει πέντε πράγματα στο χώρο των θεσμών και των δικαιωμάτων, είναι διότι από αυτήν προσδοκούσαμε κάτι. Και εξ αντικειμένου, από αυτήν συνεχίζουμε να προσδοκούμε.
Ελπίδα χωρίς αισιοδοξία λοιπόν.
Αθήνα, 17 Σεπτεμβρίου