Συντάκτης: Δημήτρης Χριστόπουλος*
Ένας καλοστεκούμενος Σύρος ρώτησε έναν ντόπιο εθελοντή στη Γευγελή προ ημερών:- «Πόσος είναι ο μισθός σας εδώ;» -«200 ευρώ μηνιαίως». - «Τότε, ελάτε μαζί μας…».
Αν η επταετία 2009-2015 φέρει ως συγκυρία μακράς διάρκειας το πρόσημο της κρίσης και της δημοσιονομικής προσαρμογής με το εργαλείο της λιτότητας, η επταετία που τη διαδέχεται θα φέρει το πρόσημο της προσφυγικής κρίσης.
Η διαχείριση του προσφυγικού θα κρίνει αυστηρά την Ευρώπη. Είναι πλέον κοινή πεποίθηση ότι το προσφυγικό ζήτημα θα είναι το ευρωπαϊκό ζήτημα των ετών που έρχονται, το οποίο θα κρίνει και το μέλλον του σχεδίου της πολιτικής οικοδόμησής της.
Για τα καθ’ ημάς, αυτό σημαίνει πως η Ευρωπαϊκή Ενωση και η Ελλάδα πρέπει να κλείσουν τους λογαριασμούς τους όσο γίνεται πιο αποτελεσματικά, βιώσιμα και γρήγορα διότι η χώρα μας έχει να τα βγάλει πέρα με μια κρίση μέσα στην άλλη.
Το ανοιχτό ερώτημα αυτή τη στιγμή είναι πώς η Ευρωπαϊκή Ενωση θα αποφασίσει να διαχειριστεί αυτό το ζήτημα. Θα τολμήσει να αλλάξει ρότα; Τώρα που το μαχαίρι έχει φτάσει στο κόκαλο, είναι εμφανές ότι συζητάμε για δύο μόνο στρατηγικές: η μία είναι η πεπατημένη της αποτροπής και η άλλη είναι η αναζήτηση ενός συντεταγμένου ανοίγματος.
Το συντεταγμένο άνοιγμα ισοδυναμεί με την ανάληψη της κρατικής ευθύνης για τη δημιουργία ασφαλών διαδρόμων μετάβασης του προσφυγικού πληθυσμού προς ή εντός της Ε.Ε. και τη συνομολόγηση της υποχρέωσης για αναλογική κατανομή του πληθυσμού αυτού στα κράτη-μέλη μέσω των υποχρεωτικών ποσοστώσεων.
Ας σκεφτούμε λίγο πού θα οδηγήσει η καθολική εφαρμογή της πεπατημένης. Τα κράτη-μέλη αρχίζουν να χτίζουν τείχη και φράχτες, προκειμένου να αναχαιτίσουν τις ροές από τα εδάφη τους. Ετσι διαδοχικά κλείνουν η Ουγγαρία, η Κροατία, η Σερβία, κλείνει και η ΠΓΔ Μακεδονίας, και έρχεται η σειρά της Ελλάδας. Η εφιαλτική αυτή προοπτική έχει τρία τεράστια προβλήματα:
Το πρώτο είναι ότι η οικουμενική εμπειρία της διαχείρισης των μεταναστευτικών ροών δείχνει πως η αναχαίτισή τους με φράχτες είναι μακροπρόθεσμα αδύνατη, ενώ το βραχυπρόθεσμο αποτέλεσμά τους είναι η αλλαγή της κατεύθυνσής τους. Πιο τρανό παράδειγμα από τον φράχτη του Εβρου που κατεύθυνε το προσφυγικό ρεύμα από τη Μικρά Ασία στο Αιγαίο δεν υπάρχει.
Το δεύτερο μεγάλο πρόβλημα αφορά τη δυσχερέστατη θέση στην οποία βρίσκεται ο τελευταίος που πρέπει να κλείσει την πόρτα, εν προκειμένω η Ελλάδα.
Αν η λογική της αποτροπής για την Ουγγαρία κοστίζει το μάταιο ποσό ενός φράχτη 135 χλμ. και πλαστικές σφαίρες στους αιτούντες άσυλο, η ίδια λογική για την Ελλάδα κοστίζει επιχειρήσεις βίαιων θαλάσσιων επαναπροωθήσεων και στρατιωτικοποιημένου διασυνοριακού ελέγχου με ιλιγγιώδες κόστος σε ανθρώπινες ζωές και σε χρήμα.
Τελευταίο, ουδόλως έσχατο όμως, έρχεται το επιχείρημα αρχών: Θέλουμε την Ευρώπη με τοίχους; Μήπως στιγμιαία να έμπαιναν οι εμπνευστές τους στον κόπο να θυμηθούνε πότε η Ευρώπη έχτιζε τοίχους και τι έκρυβε πίσω τους; Μήπως να σκεφτούμε αν θέλουμε να συγκριθούμε εκ νέου με καθεστώτα που χωρίζουν τους ανθρώπους με φράχτες; Μήπως τελικά αυτό θέλουμε να κρατήσουμε από την κληρονομιά και τις μνήμες του 20ού αιώνα της σκοτεινής ηπείρου;
Αν λοιπόν δεν θέλουμε τα προηγούμενα, there is no alternative για τον δρόμο του συντεταγμένου ανοίγματος στη διαχείριση του προσφυγικού. Αυτό εννοώ με το σχήμα λόγου του τίτλου: ένα «προσφυγικό» μνημόνιο.
Θα πει κανείς ότι κι ο δρόμος αυτός δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα. Χρειάζεται μια έντιμη συνεννόηση και καταμερισμός της ευθύνης. Απαιτείται η ανάληψη βαρών σε κράτη που ούτως ή άλλως ζορίζονται να τα φέρουν βόλτα με τους πολίτες τους ή απλώς είχαν συνηθίσει στο να στέλνουν τον κόσμο τους στην ξενιτιά, παρά να δέχονται πρόσφυγες.
Ο πατέρας της προέδρου της Βραζιλίας έφυγε πριν από μερικά χρόνια από το Γκάμπροβο της κεντρικής Βουλγαρίας και η κόρη του, Ντίλμα Ρούσεφ, βρέθηκε να κυβερνάει την ισχυρότερη χώρα της Νότιας Αμερικής.
Σήμερα οι Βούλγαροι θέλουν φράχτη κι αυτοί, τρομάρα τους… Ετσι είναι οι Ευρωπαίοι. Αφού για τέσσερις αιώνες εποίκισαν την υφήλιο μεταναστεύοντας μαζικά και κυβερνώντας την, τώρα δυσκολεύονται να σκεφτούν ότι κάποιοι θα μετοικήσουν στην Ευρώπη. Αλλά, έτσι τα φέρνει η Ιστορία. Εχει ο καιρός γυρίσματα.
Ο αγώνας για ένα συντεταγμένο άνοιγμα στη διαχείριση του προσφυγικού στην Ευρώπη έχει ένα ισχυρό κράτος που για μια σειρά από λόγους –ιστορικούς, ιδεολογικούς, δημογραφικούς- φαίνεται διατεθειμένο να σύρει τον χορό: τη Γερμανία.
Αυτό είναι μια έξοχη συγκυρία για την Ελλάδα, η οποία, ύστερα από τη βαθιά τραυματική εμπειρία με τη συντηρητική καγκελαρία, έχει την ευκαιρία να προσδοκά μια συνεργασία σε κοινούς τόπους που εντοπίζονται εξαιτίας της σύμπτωσης συμφερόντων των δύο χωρών στο προκείμενο: ούτε η Γερμανία είναι δυνατό να πάρει όλους τους πρόσφυγες στην Ευρώπη ούτε η Ελλάδα να κρατήσει τους διερχόμενους αιτούντες άσυλο στην επικράτειά της. Το βάρος θα μοιραστεί.
Εμπόδιο σε αυτή την προοπτική είναι οι γερμανικοί δορυφόροι της Κεντρικής Ευρώπης, χώρες με ζοφερές μνήμες από φράχτες, σκληρό εθνοφυλετισμό που έχει μπολιάσει την κοινή γνώμη και ενίοτε άκριτα ρεβανσιστική διάθεση απέναντι στη Νότια Ευρώπη.
Αν ο όρος «μνημόνιο» στις χώρες που μπήκαν σε προγράμματα δημοσιονομικής αναπροσαρμογής έγινε συνώνυμο της έξωθεν επιβεβλημένης πειθαρχίας και κηδεμόνευσης στο όνομα της αντίληψης ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος στην οικονομία, η επιβολή μιας πολιτικής συντεταγμένου ανοίγματος στη διαχείριση του προσφυγικού-μεταναστευτικού για τα χρόνια που έρχονται σε όλα τα κράτη-μέλη είναι ένα σώφρον ευρωπαϊκό fair deal για όλους: ένα «προσφυγικό μνημόνιο» για την Κεντρική Ευρώπη επειγόντως λοιπόν.
*αντιπροέδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου – αναπληρωτής καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου