Του Δημήτρη Χριστόπουλου*
Τα φαντάσματα του ολοκληρωτισμού στην ευρωπαϊκή ιστορία του 20ού αιώνα και η αναβίωση της Ακρας Δεξιάς ώθησαν πολλές ευρωπαϊκές χώρες εδώ και μερικά χρόνια στην ποινικοποίηση του μισαλλόδοξου λόγου. Αντιθέτως, καθώς τέτοια φαντάσματα δεν απαντούν στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, οι Ηνωμένες Πολιτείες μένουν προσηλωμένες σε μια πολύ πιο διευρυμένη εκδοχή ελευθερίας του λόγου απ’ ό,τι οι Ευρωπαίοι.
Η Ελλάδα εδώ και μερικά χρόνια παλεύει κι αυτή με τη σειρά της να υιοθετήσει μια τέτοια νομοθεσία, το λεγόμενο στα καθ’ ημάς «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο, ευθυγραμμιζόμενη με σχετική οδηγία της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η διαδικασία είναι λίγο «τραβάτε με κι ας κλαίω», καθώς η χώρα έχει να αναμετρηθεί και με μια κάπως ιδιάζουσα, «δική της» εκδοχή ελευθερίας του ρατσιστικού λόγου. Αυτή εξηγεί και τις απίθανες κυβερνητικές παλινωδίες επί του προκείμενου και συνοψίζεται στο ότι εδώ γενικώς λέμε ό,τι προσβλητικό ή ρατσιστικό θέλουμε για τους άλλους, κυρίως ανίσχυρους (αλλά και ενίοτε ισχυρούς). Αυτό μάλιστα δεν αφορά μόνο τις συζητήσεις στα καφενεία, αλλά και τον λόγο υψηλά ιθυνόντων δημόσιων λειτουργών, όπως κατεξοχήν κάποιοι ιερωμένοι, αλλά και πολιτικοί.
Κάποιοι εύλογα φοβούνται ότι θα χάσουν τη δυνατότητα να λένε ό,τι θέλουν και να προσβάλλουν ατιμώρητα άλλες θρησκευτικές ή εθνοτικές ομάδες που τις θεωρούν εχθρικές ή κατώτερες. Φαντάζομαι, έναντι άλλων δηλαδή, ότι κάποιος ιερωμένος σαν τον μητροπολίτη Πειραιώς έχει κάθε λόγο να μη θέλει έναν τέτοιο νόμο.
Από τη μια πλευρά, η υιοθέτηση τέτοιας νομοθεσίας θέλει προσοχή: το ζήτημα δεν είναι γενικώς ο οποιοσδήποτε ρατσιστικός λόγος αλλά αυτός που αποδεδειγμένα προκαλεί τη βία. Είναι απολύτως κρίσιμο να εκφέρεται από πρόσωπα που νέμονται δημόσια εξουσία την οποία αξιοποιούν για να διοχετεύσουν τέτοια μηνύματα. Τέλος, είναι επίσης απαραίτητο ο λόγος να προσβάλλει εξατομικευμένα άλλους ανθρώπους, να στρέφεται δηλαδή ευθέως εναντίον τους.
Υπό τους όρους αυτούς, μια τέτοια νομοθετική πρωτοβουλία είναι καλοδεχούμενη εξέλιξη σε μια κοινωνία που πρέπει να καταλάβει ότι η ρατσιστική προσβολή δεν είναι μαγκιά ή εξυπνάδα, αλλά πράξη κολάσιμη. Από την άλλη, σε έναν τέτοιο νόμο ελλοχεύουν κίνδυνοι που αφορούν την προστασία της ελευθερίας της έκφρασης, καθώς μια σχολαστική εφαρμογή του θα μπορούσε να οδηγήσει σε ακραία φαινόμενα ποινικής δίωξης κάθε λογής απόψεων που προσβάλλουν.
Και επειδή στις κοινωνίες μας κανείς δεν μπορεί να διεκδικεί ότι είναι φορέας ενός γενικευμένου δικαιώματος μη προσβολής, τέτοιου είδους νομοθετήματα πρέπει να εφαρμόζονται με φειδώ και προσοχή ώστε να μην οδηγηθούμε σε νομικοπολιτικούς τραγέλαφους.
Εναν τέτοιο οσμίζομαι με το ζήτημα της ποινικοποίησης της άρνησης του Ολοκαυτώματος και τις παρενέργειές του. Το Ολοκαύτωμα θεωρείται μια εξέχουσα εμβληματική κατηγορία του απόλυτου κακού στο διεθνές δίκαιο, γύρω από την οποία οικοδομήθηκε μια πρωτοφανής διεθνής συναίνεση σχετικά με το έγκλημα της γενοκτονίας ως σχεδίου αφανισμού ενός λαού από προσώπου Γης, και όχι απλώς της εκδίωξής του από την πατρίδα του. Διότι η λογική της γενοκτονίας υπαγορεύει ότι «δεν αντέχω να ζεις στον κόσμο τούτο, οπότε να τελειώνουμε», ενώ η εθνοκάθαρση λέει ότι «δεν αντέχω να μοιράζομαι το ίδιο κράτος με σένα, οπότε σε διώχνω ή σε σκοτώνω».
Η άρνηση της εβραϊκής γενοκτονίας αποτελεί την κατεξοχήν πρώτη ύλη των συνωμοσιολογικών αντισημιτικών θεωριών σε όλον τον κόσμο. Η ποινικοποίηση, ωστόσο, της άρνησης του Ολοκαυτώματος αποτελεί ακριβώς το παράδειγμα μιας κακής «αντιρατσιστικής» νομοθεσίας. Πρώτον, διότι εισάγει μια αδικαιολόγητη διάκριση μεταξύ θυμάτων κάθε λογής εγκλημάτων που έχουν καταγραφεί στις μνήμες λαών και ανθρώπων.
Εχω ξαναγράψει ότι δεν μπορώ να αντιληφθώ για ποιον λόγο μπορεί κάποιος φασίστας ατιμώρητα να προκαλεί τον ψυχικό πόνο μιας μητέρας που έχασε το παιδί της τον Νοέμβριο του ’73 λέγοντας ότι «στο Πολυτεχνείο δεν υπήρχαν νεκροί», ενώ κάποιος άλλος φασίστας να διώκεται όταν λέει ότι η γενοκτονία των Εβραίων είναι μύθος. Και ο μεν και ο δε προκαλούν εξατομικευμένα οδύνη και προσβάλλουν.
Η δεύτερη και πολιτικά πιο προβληματική παρενέργεια της ποινικοποίησης της άρνησης του Ολοκαυτώματος είναι ότι ανοίγει τον ασκό του Αιόλου. Ο καθείς θα μπορεί να κοιτάει στο παρελθόν του, να βρίσκει ή να επινοεί γεγονότα που ονομάζει γενοκτονίες και κατόπιν να ποινικοποιεί όποιον πιθανώς τα αρνείται. Και επειδή είναι πολλοί οι λαοί που πιστεύουν ότι έχουν υπάρξει θύματα γενοκτονιών, τυχόν υιοθέτηση της συλλήβδην ποινικοποίησης του λόγου που τις αρνείται ισοδυναμεί με τον απόλυτο ολοκληρωτισμό.
Οι κοινωνίες καταδικάζονται έτσι στο να γίνουν φυλές με τα δικά τους θέσφατα, έτοιμες να τιμωρήσουν ή να κατασπαράξουν όποιον πιθανώς τους τα αμφισβητήσει. Και επειδή δεν πιστεύω να υπάρχουν σώφρονες άνθρωποι που θέλουν να φτάσουμε σε αυτό το σημείο φυλετικού ρατσισμού και απομόνωσης –και μάλιστα στο όνομα του «αντιρατσισμού»– καλό είναι, αν ποτέ έρθει η ελληνική «αντιρατσιστική» νομοθεσία, να μη δίνει λαβές σε τέτοιες αναγνώσεις.
Οι καιροί στην Ελλάδα αλλά και την Ευρώπη συνολικά είναι δύσκολοι. Σε αυτούς τους καιρούς οι νοήμονες άνθρωποι θυμούνται τα κόκαλα των παππούδων τους. Δεν κοιμούνται όμως αγκαλιά μαζί τους.
*Αντιπρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Πάντειο Πανεπιστήμιο
Τα φαντάσματα του ολοκληρωτισμού στην ευρωπαϊκή ιστορία του 20ού αιώνα και η αναβίωση της Ακρας Δεξιάς ώθησαν πολλές ευρωπαϊκές χώρες εδώ και μερικά χρόνια στην ποινικοποίηση του μισαλλόδοξου λόγου. Αντιθέτως, καθώς τέτοια φαντάσματα δεν απαντούν στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, οι Ηνωμένες Πολιτείες μένουν προσηλωμένες σε μια πολύ πιο διευρυμένη εκδοχή ελευθερίας του λόγου απ’ ό,τι οι Ευρωπαίοι.
Η Ελλάδα εδώ και μερικά χρόνια παλεύει κι αυτή με τη σειρά της να υιοθετήσει μια τέτοια νομοθεσία, το λεγόμενο στα καθ’ ημάς «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο, ευθυγραμμιζόμενη με σχετική οδηγία της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η διαδικασία είναι λίγο «τραβάτε με κι ας κλαίω», καθώς η χώρα έχει να αναμετρηθεί και με μια κάπως ιδιάζουσα, «δική της» εκδοχή ελευθερίας του ρατσιστικού λόγου. Αυτή εξηγεί και τις απίθανες κυβερνητικές παλινωδίες επί του προκείμενου και συνοψίζεται στο ότι εδώ γενικώς λέμε ό,τι προσβλητικό ή ρατσιστικό θέλουμε για τους άλλους, κυρίως ανίσχυρους (αλλά και ενίοτε ισχυρούς). Αυτό μάλιστα δεν αφορά μόνο τις συζητήσεις στα καφενεία, αλλά και τον λόγο υψηλά ιθυνόντων δημόσιων λειτουργών, όπως κατεξοχήν κάποιοι ιερωμένοι, αλλά και πολιτικοί.
Κάποιοι εύλογα φοβούνται ότι θα χάσουν τη δυνατότητα να λένε ό,τι θέλουν και να προσβάλλουν ατιμώρητα άλλες θρησκευτικές ή εθνοτικές ομάδες που τις θεωρούν εχθρικές ή κατώτερες. Φαντάζομαι, έναντι άλλων δηλαδή, ότι κάποιος ιερωμένος σαν τον μητροπολίτη Πειραιώς έχει κάθε λόγο να μη θέλει έναν τέτοιο νόμο.
Από τη μια πλευρά, η υιοθέτηση τέτοιας νομοθεσίας θέλει προσοχή: το ζήτημα δεν είναι γενικώς ο οποιοσδήποτε ρατσιστικός λόγος αλλά αυτός που αποδεδειγμένα προκαλεί τη βία. Είναι απολύτως κρίσιμο να εκφέρεται από πρόσωπα που νέμονται δημόσια εξουσία την οποία αξιοποιούν για να διοχετεύσουν τέτοια μηνύματα. Τέλος, είναι επίσης απαραίτητο ο λόγος να προσβάλλει εξατομικευμένα άλλους ανθρώπους, να στρέφεται δηλαδή ευθέως εναντίον τους.
Υπό τους όρους αυτούς, μια τέτοια νομοθετική πρωτοβουλία είναι καλοδεχούμενη εξέλιξη σε μια κοινωνία που πρέπει να καταλάβει ότι η ρατσιστική προσβολή δεν είναι μαγκιά ή εξυπνάδα, αλλά πράξη κολάσιμη. Από την άλλη, σε έναν τέτοιο νόμο ελλοχεύουν κίνδυνοι που αφορούν την προστασία της ελευθερίας της έκφρασης, καθώς μια σχολαστική εφαρμογή του θα μπορούσε να οδηγήσει σε ακραία φαινόμενα ποινικής δίωξης κάθε λογής απόψεων που προσβάλλουν.
Και επειδή στις κοινωνίες μας κανείς δεν μπορεί να διεκδικεί ότι είναι φορέας ενός γενικευμένου δικαιώματος μη προσβολής, τέτοιου είδους νομοθετήματα πρέπει να εφαρμόζονται με φειδώ και προσοχή ώστε να μην οδηγηθούμε σε νομικοπολιτικούς τραγέλαφους.
Εναν τέτοιο οσμίζομαι με το ζήτημα της ποινικοποίησης της άρνησης του Ολοκαυτώματος και τις παρενέργειές του. Το Ολοκαύτωμα θεωρείται μια εξέχουσα εμβληματική κατηγορία του απόλυτου κακού στο διεθνές δίκαιο, γύρω από την οποία οικοδομήθηκε μια πρωτοφανής διεθνής συναίνεση σχετικά με το έγκλημα της γενοκτονίας ως σχεδίου αφανισμού ενός λαού από προσώπου Γης, και όχι απλώς της εκδίωξής του από την πατρίδα του. Διότι η λογική της γενοκτονίας υπαγορεύει ότι «δεν αντέχω να ζεις στον κόσμο τούτο, οπότε να τελειώνουμε», ενώ η εθνοκάθαρση λέει ότι «δεν αντέχω να μοιράζομαι το ίδιο κράτος με σένα, οπότε σε διώχνω ή σε σκοτώνω».
Η άρνηση της εβραϊκής γενοκτονίας αποτελεί την κατεξοχήν πρώτη ύλη των συνωμοσιολογικών αντισημιτικών θεωριών σε όλον τον κόσμο. Η ποινικοποίηση, ωστόσο, της άρνησης του Ολοκαυτώματος αποτελεί ακριβώς το παράδειγμα μιας κακής «αντιρατσιστικής» νομοθεσίας. Πρώτον, διότι εισάγει μια αδικαιολόγητη διάκριση μεταξύ θυμάτων κάθε λογής εγκλημάτων που έχουν καταγραφεί στις μνήμες λαών και ανθρώπων.
Εχω ξαναγράψει ότι δεν μπορώ να αντιληφθώ για ποιον λόγο μπορεί κάποιος φασίστας ατιμώρητα να προκαλεί τον ψυχικό πόνο μιας μητέρας που έχασε το παιδί της τον Νοέμβριο του ’73 λέγοντας ότι «στο Πολυτεχνείο δεν υπήρχαν νεκροί», ενώ κάποιος άλλος φασίστας να διώκεται όταν λέει ότι η γενοκτονία των Εβραίων είναι μύθος. Και ο μεν και ο δε προκαλούν εξατομικευμένα οδύνη και προσβάλλουν.
Η δεύτερη και πολιτικά πιο προβληματική παρενέργεια της ποινικοποίησης της άρνησης του Ολοκαυτώματος είναι ότι ανοίγει τον ασκό του Αιόλου. Ο καθείς θα μπορεί να κοιτάει στο παρελθόν του, να βρίσκει ή να επινοεί γεγονότα που ονομάζει γενοκτονίες και κατόπιν να ποινικοποιεί όποιον πιθανώς τα αρνείται. Και επειδή είναι πολλοί οι λαοί που πιστεύουν ότι έχουν υπάρξει θύματα γενοκτονιών, τυχόν υιοθέτηση της συλλήβδην ποινικοποίησης του λόγου που τις αρνείται ισοδυναμεί με τον απόλυτο ολοκληρωτισμό.
Οι κοινωνίες καταδικάζονται έτσι στο να γίνουν φυλές με τα δικά τους θέσφατα, έτοιμες να τιμωρήσουν ή να κατασπαράξουν όποιον πιθανώς τους τα αμφισβητήσει. Και επειδή δεν πιστεύω να υπάρχουν σώφρονες άνθρωποι που θέλουν να φτάσουμε σε αυτό το σημείο φυλετικού ρατσισμού και απομόνωσης –και μάλιστα στο όνομα του «αντιρατσισμού»– καλό είναι, αν ποτέ έρθει η ελληνική «αντιρατσιστική» νομοθεσία, να μη δίνει λαβές σε τέτοιες αναγνώσεις.
Οι καιροί στην Ελλάδα αλλά και την Ευρώπη συνολικά είναι δύσκολοι. Σε αυτούς τους καιρούς οι νοήμονες άνθρωποι θυμούνται τα κόκαλα των παππούδων τους. Δεν κοιμούνται όμως αγκαλιά μαζί τους.
*Αντιπρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Πάντειο Πανεπιστήμιο