21/09/14
Η Ακρα Δεξιά και το «βαθύ κράτος»
Αυτές τις μέρες κυκλοφορεί ένα νέο συλλογικό έργο με τίτλο «Το «βαθύ κράτος» στη σημερινή Ελλάδα. Αστυνομία, Δικαιοσύνη, Στρατός, Εκκλησία», σε επιμέλεια του Δημήτρη Χριστόπουλου (εκδόσεις Νήσος/Ιδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ). Ο Δημήτρης Κουσουρής αναλύει την ιστορική διαδρομή του φασισμού στην Ελλάδα, ο Δημήτρης Χριστόπουλος εντοπίζει την.Μια χώρα, όπου η επίκληση του «κινδύνου» λειτουργούσε ανέκαθεν ως πρόσχημα κατάλυσης του Συντάγματος και άρσης των εγγυήσεων προστασίας των ελευθεριών μας – με εμπροσθοφυλακή της κατάλυσης αυτής τα σώματα ασφαλείας και τον στρατό.
Τα σαράντα πλέον χρόνια που μας χωρίζουν από τη Μεταπολίτευση δεν είναι αρκετά για να ξεχαστεί το ελληνικό παρακράτος μιας «καχεκτικής» δημοκρατίας, όπως εύστοχα χαρακτηρίστηκε η ελληνική.
Στη σημερινή συγκυρία της γενικευμένης απαξίωσης του κοινοβουλευτισμού, απαξίωσης του κομματικού φαινομένου ως κεντρικού μηχανισμού για την επίτευξη της συναίνεσης στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, αλλά και της απαξίωσης της εν γένει θεσμικής λειτουργίας σε καθεστώς μετααποικιακής εξάρτησης από την τρόικα, διαπιστώνουμε δύο τάσεις: αφενός τη θεσμοθέτηση μιας ολόκληρης σειράς παράλληλων και αφανών δικτύων, που λειτουργούν ως αγωγοί πραγματικής μετάβασης της εξουσίας και των αποφάσεων και, αφετέρου, την ενίσχυση του ρόλου του κρατικού μηχανισμού υπό τη μορφή πρωτίστως της εκτελεστικής και δευτερευόντως της δικαστικής εξουσίας.
Διαδικασία εκφασισμού
Δεν είναι υπερβολικό, υπό την έννοια αυτή, να διαγνώσει κανείς ότι η διαδικασία που βρίσκεται σήμερα σε εξέλιξη είναι η διαδικασία της μετάβασης του κράτους από τον ρόλο του εγγυητή της κοινωνικής ειρήνης στον ρόλο του επιτελάρχη της κοινωνικής σύγκρουσης, με χαρακτηριστικά όπως αυτά που ο Νίκος Πουλαντζάς προσδίδει στη διαδικασία εκφασισμού.
Η ολίσθηση προς τον ιδεολογικό αυταρχισμό και την «πολιτική της πυγμής» έχει πλέον αποκτήσει ενδημικά χαρακτηριστικά στον τρόπο με τον οποίο το ελληνικό κράτος, υπό την παρούσα κυβέρνηση, διαχειρίζεται την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα.
Το κράτος δυσκολεύεται όσο ποτέ τα τελευταία σαράντα χρόνια να αποσβέσει τους κοινωνικούς κραδασμούς, ενώ οι θεσμοί του δυσκολεύονται ακόμη περισσότερο να τιθασεύσουν τους κοινωνικούς ανταγωνισμούς. Η πολιτική στην Ελλάδα των Μνημονίων δεν ασκείται σε αναζήτηση συναινέσεων.
Οι όποιες πολιτικές και κοινωνικές συμφωνίες αποσπώνται υπό τη μορφή της φοβικής συγκατάβασης με την απειλή της χρεοκοπίας ή του κοινωνικού χάους να επικρέμαται, ενώ πλέον οι παραδοσιακοί μηχανισμοί εκμαίευσης κοινωνικού consensus ατροφούν σε βαθμό πρωτοφανή για τα δεδομένα χώρας της πάλαι ποτέ Δυτικής Ευρώπης.
Σε αυτό το περιβάλλον, η ελληνική ιστορική κληρονομιά, σε συνδυασμό με το παρόν βίωμα της χώρας, αφήνει τα ίχνη της πιο σημαντικής «ελληνικής ιδιαιτερότητας» σήμερα. Και αυτή δεν είναι καμία από εκείνες που αφελώς και επικινδύνως εκτοξεύονται στα διεθνή και ελληνικά μίντια τα τελευταία χρόνια.
Η –σε τελευταία ανάλυση– «ελληνική ιδιαιτερότητα» δεν είναι άλλη από την ιστορικά οικεία διαίρεση του ελληνικού πολιτικού σώματος: ο διχασμός. Από τη μια, η Αριστερά σε θέση αξιωματικής αντιπολίτευσης –μόνη στην Ευρώπη–, από την άλλη η ανάδυση των πιο τοξικών ιδεολογιών της Ακροδεξιάς που ενδημούν σε μείζον τμήμα του ελληνικού πολιτικού σώματος, αλλά και του ίδιου του κράτους.
Θα πρέπει λοιπόν να θυμόμαστε ότι οι μεγάλες πολιτικές διευθετήσεις στη χώρα τούτη δεν προήλθαν από συναινέσεις, αλλά από τη βία. Η ιστορική αυτή κληρονομιά υποτιμήθηκε εντελώς από αυτούς –τους επικίνδυνα αδαείς, ας μου επιτραπεί– που ανέλαβαν να αναμορφώσουν την Ελλάδα στις αρχές του 21ου αιώνα για να μην ξαναπαραγάγει χρέος.
Ο «ασθενής»
Δεν μπήκαν καν στον κόπο να δουν το «ιστορικό του ασθενούς», που βάλθηκαν τάχα να γιατρέψουν. Το ότι αυτοί που κυβερνούν την Ελλάδα έχουν πλέον εγκαταλείψει την προσπάθεια εύρεσης κοινωνικών συναινέσεων δεν πρέπει λοιπόν να εκπλήσσει όσους έχουν κάποια στοιχειώδη επαφή με την ελληνική πολιτική ιστορία του 20ού αιώνα.
Η συντεταγμένη εξουσία στην Ελλάδα έχει αναπτύξει δυναμικά ειδύλλια με την Ακροδεξιά, τα οποία, παρά τη διακοπή τους, δείχνουν να αντέχουν στον χρόνο, όπως εξάλλου τεκμηριώνεται στις σελίδες που ακολουθούν.
Ο στρατός, τα σώματα ασφαλείας, η δικαιοσύνη και η Εκκλησία υπήρξαν, στα χρόνια του Εμφυλίου και του μετεμφυλίου, οι «μεγάλοι κόμβοι του αντικομμουνισμού», οι κατεξοχήν βραχίονες ενός κράτους «εθνικού και ιδεολόγου», όπως το ελληνικό στη μείζονα διαδρομή του στον 20ό αιώνα.
Στις δύσκολες μέρες που διανύουμε, κάποιοι θύλακες στο εσωτερικό αυτών των πολιτειακών μηχανισμών επιθυμούν να ανασυστήσουν το ειδύλλιο αυτό.