1/6/13

Στο ρίσκο της κρίσης: η ΕΡΤ, ο Σαμαράς, η Αριστερά


WEB ONLY: Στο τέλος του ποστ, ο Δημήτρης Χριστόπουλος σχολιάζει την κατάσταση, όπως διαμορφώνεται μετά τη σύσκεψη της Πέμπτης και την αποχώρηση ΔΗΜΑΡ

«Η λιτότητα στην οικονομία και την κοινωνία δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς “λιτότητα στη δημοκρατία”»
συνέντευξη του Δημήτρη Χριστοπούλου
 xristopoulosΑν συστήνω με τον θερμότερο τρόπο το Ρίσκο της κρίσης του Δημήτρη Χριστόπουλου, αναπληρωτή καθηγητή στο Πάντειο, που μόλις κυκλοφόρησε (εκδ. Αλεξάνδρεια), δεν είναι από αβρότητα προς έναν καλό φίλο, καθώς και συνεργάτη των «Ενθεμάτων». Αλλά επειδή θεωρώ το βιβλίο, το πρώτο πολιτικό δοκίμιο του συγγραφέα, μια από τις διαυγέστερες συνεισφορές στη στρατηγική της Αριστεράς (και όχι μόνο της «Αριστεράς των δικαιωμάτων», όπως λέει ο υπότιτλος»), σε όλο το φάσμα: μεταρρυθμίσεις στο κράτος, μεταναστευτικό, ακροδεξιά, «εθνικά ζητήματα», ασφάλεια. Με αφετηρία την υπόθεση της ΕΡΤ –μια υπόθεση που αναδεικνύει κατεξοχήν την έννοια του ρίσκου– συζητήσαμε μαζί του.
Στρ. Μπ.
 Στο βιβλίο, κεντρική είναι η έννοια του ρίσκου. Πώς εκφράζεται στην υπόθεση της ΕΡΤ;
vakaloΗ ιστορία της ΕΡΤ συμπυκνώνει όλες τις επιμέρους πολιτικές διακυβεύσεις της κρίσης και της αναδιάρθρωσης. Είναι η συμπύκνωση της πιο πολυδιάστατης επίθεσης: Επίθεση στην εργασία και την κοινωνία (2.500 απολύσεις), στο Σύνταγμα και τη δημοκρατία. Επίθεση στον πολιτισμό και την αισθητική, στο δημόσιο ως χώρο εκφοράς ιδεών. Τέλος, επίθεση στη μεταπολίτευση, στη θεσμική μνήμη της μεταπολίτευσης με όλα τα θετικά (εκδημοκρατισμός, ελευθερία, πολιτισμός) αλλά και τα αρνητικά (πελατειακές σχέσεις, συντεχνιασμός, προσκόλληση στο κράτος). Αν η ΥΕΝΕΔ είναι ταυτισμένη με τη χούντα, η ΕΡΤ είναι ταυτισμένη με τη μεταπολίτευση, η απαξίωση της οποίας είναι τόσο κρίσιμη γι’ αυτούς που κυβερνάνε σήμερα. Γι’ αυτό και η σύγκρουση έχει εμβληματικά χαρακτηριστικά, για όλους. Και είναι προφανές πως η έκβασή της δημιουργεί ένα κοινωνικό και πολιτικό «δεδικασμένο».
Την πρώτη βδομάδα, η αντίδρασή μας εστιάστηκε στο μαύρο της οθόνης. Πέραν της καταστροφής όμως, οι εμπνευστές του μαύρου κάτι επιθυμούν να δημιουργήσουν. Θα ήθελα να επισημάνω τη «δημιουργική όψη» της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης, όπως και στο βιβλίο: Θέλουν μια μικρή κρατική τηλεόραση, ένα δημόσιο STAR, ένα lowbudget λαϊφστάιλ πρόγραμμα, λίγο σαχλαμάρα, ντεμί ενημέρωση, talk shows – και η ζωή να περνάει. Ας μην ξεχνάμε πως η ευρωπαϊκή κουλτούρα της δημόσιας ραδιοφωνίας και τηλεόρασης αποτελεί εξαίρεση στον παγκόσμιο χάρτη: νησίδα ποιότητας, κοινωνικής ευθύνης, αισθητικής και δημοκρατίας. Και, ως τέτοια, κοστίζει. Αυτή τη βδομάδα μιλάω διαρκώς με ξένους δημοσιογράφους. Όλοι, ανεξαιρέτως, από την πάλαι ποτέ Δυτική Ευρώπη –Γερμανοί, Άγγλοι, Γάλλοι– μας λένε: «Ντρεπόμαστε να πούμε πόσο πιο ακριβές είναι οι δικές μας τηλεοράσεις» σε σχέση με την ΕΡΤ. Το Spiegel εξάλλου το έγραψε για το ARD
H συμπύκνωση της επίθεσης σοκάρει, καθώς προκαλεί για τα καλά το «χάππυ εντ» ανιστόρητο αφήγημα, με το οποίο χρόνια τώρα μας πιπίλιζαν τα αυτιά οι διανοούμενοι του καθεστώτος. Κανείς εχέφρων άνθρωπος δεν μπορεί πλέον να υποστηρίξει σοβαρά πως η ζωή μας βαίνει βελτιούμενη. Αυτό κατεξοχήν συμβαίνει στη δικιά μου γενιά –σαράντα και κάτι–, διαλύοντας τους μύθους της πλαστής βεβαιότητας με τους οποίους γαλουχηθήκαμε. Μου έλεγε ένας μεγάλος σε ηλικία αριστερός αγρότης φίλος, από το χωριό μου: «Τόσο χαζός είσαι, που νομίσατε ότι η δική σας ζωή θα ήταν κανονική;». Ε, λοιπόν, ούτε οι δικές μας ζωές θα είναι «κανονικές» . Ο ευρωπαϊκός κινηματογράφος συνήθως δεν έχει χάππυ εντ – ας μην το ξεχνάμε.
Τι μας δείχνει, λοιπόν, η ιστορία της ΕΡΤ;
Μας δείχνει ότι νεοφιλελευθερισμός χωρίς νεοσυντηρητισμό δεν μπορεί να υπάρχει. Το ίδιο και η Τουρκία, με τη διαφορά ότι εκεί ο νεοσυντηρητισμός ενδύεται τον μανδύα του Ισλάμ. Αν διαβάσουμε σε ένα μακροεπίπεδο αυτό που συμβαίνει στις δύο χώρες, βλέπουμε ότι ο νεοφιλελευθερισμός, η απορρύθμιση της εργασίας και η διάλυση της κοινωνίας δυσκολεύεται με τον πολιτικό φιλελευθερισμό. Θέλει «πυγμή», που εγγενώς ολισθαίνει στον ακροδεξιό αυταρχισμό. Αυτό το ιστορικό χρέος αναλαμβάνει η ομάδα Σαμαρά – χρησιμοποιώντας φυσικά και τους υπόλοιπους εταίρους στην κυβέρνηση, τους οποίους οδηγεί στη συρρίκνωση. Αφού η Ελλάδα πρέπει να αποφύγει την «ακυβερνησία», αφού εχθρός είναι η «ανεύθυνη Αριστερά»…
Σαν να έχω μπροστά μου κάποιον πολιτικά αναλφάβητο, να διαβάζει την Πολιτική θεολογία και την Έννοια του πολιτικού του Καρλ Σμιτ. Και του λέμε πως οι μόνες προτάσεις που αξίζουν είναι ότι «κυρίαρχος είναι αυτός που αποφασίζει πότε έχουμε έκτακτη ανάγκη», «η πολιτική είναι το πεδίο όπου οι άνθρωποι χωρίζονται σε εχθρούς και φίλους. Τελεία». Δεν ξέρει τίποτα άλλο, αυτό διαβάζει και το εφαρμόζει τυφλά. Έχει κάτι από Μπους μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Θυμίζω πως από τις τελευταίες κουβέντες του πρωθυπουργού, πριν την απόφαση της ΕΡΤ, στο προσυνέδριο της ΝΔ στη Θεσσαλονίκη ήταν πως «οι αντίπαλοί μας δεν αγαπάν την Ελλάδα». Για σκεφτείτε το, κουβέντα σε καιρό ειρήνης. Ουσιαστικά, δηλαδή, δεν είναι Έλληνες, όπως δεν ήταν οι κομμουνιστές μέχρι το ’74.
Ποιο ρόλο θεωρείς ότι παίζει η προσωπικότητα Σαμαρά σε όλα αυτά;
Η αίσθησή μου είναι ότι μιλάμε για μοιραία προσωπικότητα, όχι μόνο για τα δεδομένα της μεταπολίτευσης, αλλά και για πιο μακρές διάρκειες. Ένας μεγαλοαστός δημοκράτης μπορεί να είναι λίγο «στον κόσμο του», να σνομπάρει κλπ. Ένας ακροδεξιός είναι ένας αυταρχικός τύπος που δεν ανέχεται διαφωνίες. Ένας ακροδεξιός μεγαλοαστός όμως αποτελεί πραγματικά επικίνδυνο συνδυασμό: δυσκολεύεται να επικοινωνήσει με την κοινωνία, κουβαλάει έναν μεσσιανισμό απίθανο, θεωρεί ότι η «Ιστορία τον διάλεξε» –όπως άκουσα πρόσφατα από έναν υπουργό της κυβέρνησης και σοκαρίστηκα– και κατά βάση έχει μια πραξικοπηματική αντίληψη για τη πολιτική δράση, διότι απλώς ο καθρέφτης του δεν έχει χώρο παρά μόνον για κείνον. Κάτι ανάλογο έχει πάθει ο Πάγκαλος… Ο συνδυασμός ταξικής θέσης και πολιτικής κουλτούρας αυτού του τύπου δημιουργεί ένα πολιτειακά επικίνδυνο μείγμα.
Ο Α. Σαμαράς, αφού διέλυσε την ελληνική εξωτερική πολιτική, καταναλώνοντας όλο το πολιτικό κεφάλαιο της χώρας για το Μακεδονικό, ήρθε η ώρα να καταστρέψει και την εσωτερική πολιτική. Προσοχή όμως, να μην τα αποδώσουμε όλα στην προσωπικότητα και τα ιδιόμορφα πάθη της. Σε αυτή τη συγκυρία ήταν σχεδόν μονόδρομος ότι θα είχαμε πρωθυπουργό που κοιτάει μόνο άκρα δεξιά. Θυμάμαι ένα άλλο παραμύθι των διανοουμένων της κεντροαριστεράς που το ακούγαμε μετ’ επιτάσεως: «Ο Σαμαράς είναι το άλογο που τραβάει στην ανηφόρα», διότι οργανώνει το παπανδρεϊκό χάος κλπ. Τι να πούνε τώρα οι έρμοι… Οι ίδιοι που θεωρούσαν κεφάλαιο τον Γ. Παπανδρέου και σήμερα τον θεωρούν ανύπαρκτο, τον Παπαδήμο και σήμερα τον θεωρούν ανεπαρκή, πήγαν να πιστέψουν στον αρχηγό της Πολιτικής Άνοιξης! Το ψιθύριζαν κιόλας και το πιστέψαν, σοβαροί άνθρωποι, τρομάρα τους… Ο καθεστωτισμός βλάπτει όμως σοβαρά και τη μνήμη και την όραση: η πραγματικότητα δεν είναι οι επιθυμίες μας γι’ αυτήν.
Και αν ξεφύγουμε από τον ρόλο της προσωπικότητας;
Ξαναλέω πως είναι λάθος η υπερεστίαση στη προσωπικότητα. Η ουσία είναι –και αυτό προσπαθώ να τεκμηριώσωστο βιβλίο ότι οδεύουμε ολοταχώς σε νέο πολιτειακό υπόδειγμα. Τρία είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του κοινωνικού κράτους δικαίου, όπως το ξέραμε στην Ευρώπη και όπως κατοχυρώνεται στο Σύνταγμά μας: η κοινωνική ευθύνη του κράτους, τα δικαιώματα και το κράτος δικαίου.
Δείτε πως η υπόθεση της ΕΡΤ συμπυκνώνει την ανατροπή τους. Το κράτος δικαίου είναι κράτος κανόνων. Μπορεί και άδικων, κανόνων πάντως. Εδώ δεν έχουμε κράτος κανόνων, αλλά κράτος αποφάσεων. Δικαιώματα: σε μια κρίση ειλικρίνειας και κυνισμού, ο Στουρνάρας, με κάτι από το χαμόγελο του Μπλερ όταν διέτασσε τους βομβαρδισμούς στο Ιράκ για τα ανύπαρκτα χημικά, είπε: «Τους απολύσαμε, διότι αν δεν τους απολύαμε θα απεργούσαν»… Πριν ένα μήνα είχαμε επιστράτευση των εκπαιδευτικών, ενόψει του ενδεχομένου της απεργίας. Τώρα έχουμε απόλυση 2.600 ανθρώπων… Κοινωνική ευθύνη του κράτους. Η αναδιάρθρωση που επιτελείται σήμερα ξεπερνάει κατά πολύ το μοντέλο του «κράτους-νυχτοφύλακα», του πρώιμου φιλελεύθερου κράτους. Το κράτος κρατά μόνο την καταστολή και εκχωρεί τα υπόλοιπα στην ιδιωτική κοινωνία, πεδίο δόξης λαμπρό… Αυτό όμως έχει ρίσκο, και μεγάλο μάλιστα. Πιστεύω ότι ζούμε μια συγκυρία του πιο υψηλού πολιτικού κινδύνου που θα μπορούσαμε να γνωρίσουμε σε καιρό ειρήνης.
Και πώς αντιμετωπίζουμε, πώς αντιμετώπιζε η Αριστερά σε αυτή τη συγκυρία του ρίσκου;
Καλούμαστε να πλοηγήσουμε σε αυτό το ρίσκο, όπως γράφω στην εισαγωγή του βιβλίου. Πρέπει κι εμείς να ρισκάρουμε, διότι τους κανόνες του παιχνιδιού τους βάζουν οι κυρίαρχοι. Την ίδια όμως στιγμή πρέπει να πάρουμε με πειστικό και ειλικρινή τρόπο τις αποστάσεις μας από τα κακώς κείμενα του παρελθόντος: σε αυτό το παρελθόν ούτε μπορούμε, ούτε αξίζει να γυρίσουμε – και αυτό το λέω πολύ εμφατικά σε φίλους στην Αριστερά. Η ανάληψη του κινδύνου θέλει γερές πλάτες. Θέλει επεξεργασμένες στρατηγικές για το μετά. Και τούτο όχι μόνο για να είμαστε επικοινωνιακά πειστικοί, αλλά κυρίως για να είμαστε πολιτικά ζωντανοί, ώστε να εκφράσουμε τη δική μας αξιακή αποσκευή στις πολύ δύσκολες στιγμές που έπονται. Αυτήν τη λογική, αυτή τη στρατηγική θέλει να υπηρετήσει το βιβλίο.
Όσο ανεβαίνει η ένταση της κριτικής, της ανάσχεσης και της άμυνας, άλλο τόσο πρέπει να ανεβαίνει και η ένταση της αυτοκριτικής, του αναστοχασμού και της επεξεργασίας ειδικών στρατηγικών για το «μετά». Με γενικολογίες δεν κάνεις δουλειά. Το βλέπουμε και στην αμηχανία του κόσμου που δεν εμπνέεται από την αξιωματική αντιπολίτευση στον βαθμό που επιτάσσει το μέγεθος της κοινωνικής οδύνης και πολιτικής αγανάκτησης που προκαλεί η κυβέρνηση αυτή. Οι ανεπάρκειες της Αριστεράς σήμερα γίνονται ακόμα πιο τραυματικές, λόγω της εγκληματικότητας της παρούσης διακυβέρνησης.
Και ειδικότερα όσον αφορά το ζήτημα του αυταρχισμού που βιώνουμε καθημερινά;
H λιτότητα στην κοινωνία δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς «λιτότητα στη δημοκρατία». Το δείχνει με εμβληματικό τρόπο η ελληνική εμπειρία της τελευταίας τριετίας, η οποία θα μελετάται για χρόνια στον χώρο της συγκριτικής πολιτικής. Την ίδια στιγμή που η πολιτική της ομάδας Σαμαρά ωθεί εκτός παιγνίου μεγάλο κομμάτι του Κέντρου και της Κεντροαριστεράς, η Αριστερά πρέπει να δείξει πως το ζήτημα δεν έγκειται μόνο στην προσωπικότητα και, ταυτόχρονα, ότι τέτοιες πολιτικές δεν υλοποιούνται με άλλες προσωπικότητες.
Ας μην ξεχνάμε ότι το πολιτικό μήνυμα της «λιτότητας στη δημοκρατία» είναι ανεκτό ή και αρεστό από ένα πολύ υπολογίσιμο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας. Να το πω απλά: τη λιτότητα κανείς δεν την αγαπά, την ακροδεξιά την αγαπάνε αρκετοί. Η ιστορία της ΕΡΤ μπορεί να έχει χαρακτηριστικά «ατυχήματος», αλλά μόνο στο μικροεπίπεδο της πολιτικής ανάλυσης. Στο μακροϊστορικό επίπεδο δεν είναι καθόλου ατύχημα.
Επανέρχομαι στο ζήτημα των προτάσεων της Αριστεράς. Κεντρική έννοια στο βιβλίο είναι η «μεταρρύθμιση», ωστόσο για «μεταρρύθμιση» μίλησε κατά κόρον και ο πρωθυπουργός στο Ναύπλιο.
Οι μεταρρυθμίσεις (structuraladjustments) έχουν γίνει συνώνυμες του νεοφιλελεύθερου πειράματος. Ωστόσο, ο όρος κατέχει δεσπόζουσα θέση στην κληρονομιά της αριστερής σκέψης. Δεν είναι δυνατόν να αφήσουμε να τον κουρσέψουν με τέτοιον τρόπο. Αυτό δεν όμως δεν είναι απλό ρητορικό σχήμα· επείγει η επεξεργασία μεταρρυθμιστικών προτάσεων: στην ΕΡΤ, στη μεταναστευτική πολιτική, στην παιδεία.
Το γράφω και στο βιβλίο: η αντίληψη πως «σήμερα όλα παίζονται στο δρόμο» τους αφήνει να μας πάρουν το σπίτι. Η αντιπαράθεση θα μείνει ανάπηρη αν δεν συνοδεύεται από προτάσεις που όχι απλώς πείθουν, αλλά και αξίζουν συνάμα. Αυτό ονομάζω «θεσμική λογική», απέναντι στον σφετερισμό του μεταρρυθμιστικού λόγου από το νεοφιλελεύθερο μπλοκ εξουσίας. Στα καθ’ ημάς πάσχουμε από μια αδυναμία διάκρισης «καλώς νοούμενων δικαιωμάτων» και «κακώς νοούμενων κεκτημένων»: άλλο «κεκτημένο» κι άλλο «δικαίωμα». Το αποτέλεσμα είναι πως ένας ελάχιστος κανονιστικός πυρήνας για τα κοινωνικά δικαιώματα, ο οποίος θα έπρεπε να παραμείνει άθικτος από τα δημοσιονομικά μέτρα, παραμένει ζητούμενος – ίσως για τον λόγο αυτό στην Ελλάδα είχαμε τέτοιου είδους τεκτονική καταστροφή.
Το ότι «η Αριστερά δεν νομοθετούσε» δεν αρκεί για να την εξαγνίσει. Το σύστημα είχε βρει δικλείδες ασφαλείας, χωρίς η Αριστερά να είναι αμέτοχη. Το ότι η λέξη «συντεχνίες» χρησιμοποιείται όπως χρησιμοποιείται, από τους κυβερνώντες, για να καταργηθεί το εργατικό δίκαιο, δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχε ή δεν επιβιώνει συντεχνιακή λογική σε μείζονα τμήματα του ελληνικού συνδικαλισμού – και όχι μόνο. Τη διάκριση πρέπει να την κάνουμε με σαφήνεια, και όχι να μασάμε τα λόγια μας. Πρέπει να το φωνάζουμε, όχι να το ομολογούμε. Αλλιώς, παρέχουμε κακές υπηρεσίες στην Αριστερά σε μια πολύ κρίσιμη ώρα: τη στιγμή που οι δικλείδες τρίζουν ή χαλάσανε, θέτοντάς μας ενώπιον νέων δεδομένων και μη προβλέψιμων εκβάσεων.
Τελικά, και με αυτό θα κλείσω, ποιο είδος πολίτη διαμορφώνουν οι κυρίαρχοι σήμερα;
Το μήνυμα είναι πως πλέον δεν πολυθέλουν πολίτες με την έννοια του 1789. Να σας δώσω ένα παράδειγμα. Είμαι σε μια επιτροπή πολιτογράφησης. Έρχεται ένας Πακιστανός και μας λέει: –Εγώ θέλω να δουλεύω, δεν με νοιάζει τίποτα άλλο. –Πώς είσαι στην Ελλάδα; τον ρωτάμε. –Πολύ καλά, λέει, δουλειά, δουλειά, δουλειά, τίποτα άλλο δεν ξέρω. – Ασχολείσαι με την πολιτική; – Όχι, πρέπει να θρέψω την οικογένειά μου! Αυτός, φαντάζομαι, είναι ο ιδεώδης πολίτης για τον κ. Στουρνάρα. Την ίδια στιγμή που η ΝΔ, σε όλα τα κρίσιμα πολιτικά ζητήματα που δεν υπαγορεύονται από την τρόικα, εκεί που είναι ελεύθερη να δράσει (δείτε, ιθαγένεια, μεταναστευτικό και ΕΡΤ) έχει δημιουργήσει, στην πράξη, μια άρρητη συμμαχία με τους ναζιστές.
Στον Αριστόβουλο Μάνεση άρεσε να μας θυμίζει μια παρομοίωση του Μακιαβέλι, ο οποίος, προσπαθώντας να εικονοποιήσει τον Κυρίαρχο, του έδωσε τη μορφή του Κενταύρου: μισός άνθρωπος – μισός κτήνος. Άνθρωπος καθότι παλεύει να πείσει, κτήνος καθότι χρησιμοποιεί τη βία. Και οι δύο υποστάσεις είναι κρίσιμες στην κυριαρχία. Το «άλογο» που τραβούσε στη νεοφιλελεύθερη ανηφόρα μάλλον έδειξε να ορέγεται έναν Κένταυρο πιο κτηνώδη από τον ιδανικό μακιαβελικό τύπο, που καταστρώνει σχέδια διάλυσης της κοινωνίας και εκφυλισμού της δημοκρατίας. ΟΛέννονέλεγε: «Reality is what happens when you’re busy making other plans».Απ’ αυτό δεν γλιτώνει κανείς. Ούτε ο Κένταυρος ούτε κι εμείς…
***
Η συνέντευξη έγινε το μεσημέρι της Τετάρτης στο εντευκτήριον των “Ενθεμάτων”. Την ώρα που η Αυγή όδευε προς το τυπογραφείο, Πέμπτη βράδυ, έγινε γνωστή η έκβαση της συνάντησης των πολιτικών αρχηγών και η αποχώρηση της ΔΗΜ.ΑΡ. Από την κυβέρνηση. Ρωτήσαμε λοιπόν επιπλέον τον Δημήτρη Χριστόπουλο τη γνώμη του επ’ αυτού:
* Πώς εκτιμάς ότι διαμορφώνεται η κατάσταση μετά την έκβαση της συνάντησης των πολιτικών αρχηγών την Πέμπτη και την αποχώρηση της ΔΗΜ.ΑΡ. από την κυβέρνηση;
Νομίζω ότι οι εξελίξεις που δρομολογήθηκαν από την Τετάρτη το βράδυ ανεβάζουν την ένταση του πολιτικού κινδύνου για όλους: πρώτα, για την κυβέρνηση καθώς έχασε τον εμβληματικά κρίσιμο εταίρο. Στη ΔΗΜΑΡ, διότι καλείται πλέον να διαχειριστεί πρόβλημα δομικών υλικών στο οικοδόμημα της ύστερα από έναν χρόνο “υπεύθυνης” διακυβέρνησης που ενίσχυσε την κουλτούρα του νεοφιλελεύθερου κυβερνητισμού. Στο ΠΑΣΟΚ διότι αφήνεται μόνο του στο ναυάγιο της ακροδεξιάς τρικυμίας και πάει, κυριολεκτικά, άκλαυτο. Τέλος, και στο ΣΥΡΙΖΑ διότι τον θέτει ενώπιον ακόμη πιο επιτακτικών διλημμάτων προοπτικής διακυβέρνησης και άρα κραδασμών απαξίωσης από μια πιθανή ήττα ή ακόμη χειρότερο, από την αποτυχία στη διαχείριση της νίκης. Νομίζω όμως – και συγχωρέστε μου την εμμονή – πως ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι αυτός που αφορά στα της δημοκρατίας. Η τραυματισμένη ακροδεξιά γίνεται πιο επικίνδυνη και πιο εκδικητική. Φαντάζομαι ότι το περίφημο επιτελείο Σαμαρά, τώρα που συσκέπτονται πυρετωδώς ενώπιον των νέων δεδομένων θα λένε στο αρχηγό που προβληματίζεται έστω και για παρηγόρια: “δεν πειράζει, καλύτερα μόνοι μας. Εμπόδιο ήταν…” Αν τον Ιούνιο 2012 κάποιοι μπορεί να είπανε ανακουφισμένοι “ευτυχώς γλιτώσαμε την κυβέρνηση”, τον Ιούνιο του 2013 δεν υπάρχουν τέτοιες πολυτέλειες. Η παρούσα και η διαφαινόμενη στο εγγύς μέλλον διακυβέρνηση της χώρας αφήνει ανεξίτηλα δεινά. “

Τη συνέντευξη πήρε ο Στρατής Μπουρνάζος

Αρχειοθήκη ιστολογίου