21/3/16

ενώπιον κρίσιμων διλημμάτων σχετικά με το προσφυγικό


Δημήτρης Χριστόπουλος

Το χρονικό μιας προαναγγελθείσας κατάστασης 
Πριν δύο βδομάδες, ένας υψηλός Έλληνας αξιωματούχος μου είπε: «το καλό σενάριο για την Ειδομένη είναι να γίνει σαν τη ζούγκλα του Καλαί. Το πιο πιθανό όμως είναι ότι θα γίνει πολύ χειρότερα». Κάτι ήξερε… 
Από το 2002 στο Καλαί της Γαλλίας, απέναντι από το Ντόβερ της Αγγλίας, έχει αρχίσει να δημιουργείται ένας αυτοσχέδιος καταυλισμός προσφύγων και μεταναστών που αργότερα ονομάστηκε Ζούγκλα του Καλαί. Εκεί, σε άθλιες συνθήκες (εξου και τοζούγκλα) στοιβάζονται, δεκατρία χρόνια τώρα, κόσμος που περιμένει με κάθε τρόπο να περάσει στο Ηνωμένο Βασίλειο. Το ότι η Ειδομένη θα γινόταν ένας πρόχειρος καταυλισμός προσφύγων στον οποίο θα βλέπαμε σκηνές χειρότερες από αυτές που διαδραματίζονται στη Ζούγκλα του Καλαί ήταν κάτι αναμενόμενο. Το μόνο που ήρθε πιο άσχημα από το αναμενόμενο ήταν ο καιρός. Από τη στιγμή όμως που η βαλκανική οδός έκλεισε, η «ζούγκλα της Ειδομένης» ήταν μια βέβαια εξέλιξη, η διαχείριση της οποίας απαιτεί πλέον επώδυνες αποφάσεις. 
Το ερώτημα τι θα γίνει με την Ειδομένη είναι μείζον αυτή τη στιγμή, διότι ο αυτοσχέδιος καταυλισμός εκεί είναι κίνδυνος για την υγεία, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τη δημόσια τάξη. Καλή η ρητορική της «μη βίας» –το επιχείρημα δηλαδή ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να μεταφερθούν από εκεί παρά μόνο εφόσον πειστούν– αλλά ένα κράτος οφείλει να σταθμίζει όσο το δυνατόν πιο έγκαιρα και ψύχραιμα κατά πόσο η παράταση μιας άθλιας κατάστασης μπορεί να οδηγήσει σε ανεξέλεγκτα μεγαλύτερη βία ώστε να τρέξει να το προλάβει, έχοντας προηγουμένως εξαντλήσει τα περιθώρια πειθούς. Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορώ να σκεφτώ πιο αντικειμενική βία από αυτό που 13 χιλιάδες άνθρωποι βιώνουν στην Ειδομένη τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές… 
To κλείσιμο της βαλκανικής προσφυγικής οδού είχε προαναγγελθεί από το ανακοινωθέν της Συνόδου Κορυφής της 25ης Οκτωβρίου 2015. Εκεί, πέραν μιας σειράς κρίσιμων υποχρεώσεων που συνομολόγησε η χώρα,(1) αποφασίστηκε πως «μια πολιτική ανεξέλεγκτης ροής χωρίς την πρότερη πληροφόρηση της γειτονικής χώρας δεν είναι αποδεκτή. Αυτό πρέπει να εφαρμόζεται από όλα τα κράτη της διαδρομής». Αποφασίστηκε επίσης πως «μια χώρα μπορεί να αρνηθεί σε πολίτες τρίτων κρατών την είσοδο, όταν αυτοί δεν επιβεβαιώνουν την επιθυμία τους να ζητήσουν διεθνή προστασία». Έκτοτε κάθε ανακοινωθέν ήταν σκληρότερο του προηγουμένου, με αποκορύφωση τα δύο τελευταία της 18ης Φεβρουαρίου και 7ης Μαρτίου 2016, όπου πλέον δεν γίνεται καν λόγος για πρόσφυγες, παρά για «παράνομες μεταναστευτικές ροές μέσω των Δυτικών Βαλκανίων». Έτσι, προετοιμάζεται η πανηγυρική απόφαση σφραγίσματος των περασμάτων, πανηγυρικώς προαναγγελθείσα στο ανακοινωθέν της 7ης Μαρτίου. Εδώ μνημονεύεται απροσχημάτιστα ότι «οι ακανόνιστες ροές μεταναστών κατά μήκος της οδού των δυτικών Βαλκανίων έχουν πλέον σταματήσει». («Irregular flows of migrants along the Western Balkans route have now come to an end.») Καμία έκπληξη λοιπόν δεν αιτιολογείται επ’ αυτών. 
Αυτή είναι η ελληνική συγκυρία σήμερα, τη στιγμή που η ελληνική κυβέρνηση, μια μέρα πριν την κρισιμότερη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ για το προσφυγικό στις 17 και 18 Μαρτίου, καταναλώνει την ενέργειά της στο «εκ παραδρομής λάθος» του αρμόδιου Υπουργού να ονομάσει «Μακεδονία» τη γειτονική χώρα γεμίζοντας κι άλλη απαισιοδοξία τους σκεπτόμενους Έλληνες για το μέλλον της χώρας. Όπως εύστοχα γράφτηκε κάπου στο διαδίκτυο: «Θα έχουμε κανένα νεκρό παιδάκι σε λίγο στην Ειδομένη, αλλά η Μακεδονία που θα το θάψουν θα είναι ελληνική»… 
./.
Πλέον, τα αναπόδραστα διλήμματα ενώπιον των οποίων βρίσκεται αυτή τη στιγμή η χώρα –και ανεξάρτητα από τα Συμπεράσματα της τελευταίας Συνόδου Κορυφής σχετικά με το προσφυγικό– είναι τα εξής:

1. Το δίλημμα του «αποθηκάριου»
Ονομάζω το πρώτο, δίλημμα του «αποθηκάριου» καθώς είναι πλέον δεδομένο ότι η Ελλάδα καλείται να διαχειριστεί έναν αδιάγνωστο αριθμό προσφύγων που θα παραμείνουν για άγνωστο χρόνο στην επικράτειά της. Ως σήμερα, οι επιδόσεις του ελληνικού κράτους δεν δημιουργούν αισιοδοξία. Ωστόσο, ας κάνουμε μια υπόθεση εργασίας, για την οικονομία της συζήτησης: αν το ελληνικό κράτος μεταμορφωθεί και γίνει ό,τι δεν έχει υπάρξει ως σήμερα –παραγωγικό, αποτελεσματικό και εύστοχο– το αποτέλεσμα θα είναι οι χιλιάδες άνθρωποι που βρίσκονται εδώ να έχουν ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης – ακριβώς ό,τι δεν συμβαίνει στις λάσπες της Ειδομένης. Σε αυτή την περίπτωση είναι βέβαιο ότι οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες θα πούνε χαιρέκακα πως «η Ελλάδα μια χαρά τα καταφέρνει, οπότε δεν υπάρχει ανάγκη να μοιραστεί το βάρος με κανέναν». Ας μην πάμε μακριά ούτε στο χώρο, ούτε στο χρόνο. Όσο καιρό οι πρόσφυγες έμεναν στην Τουρκία (συζητάμε για τέσσερα ολόκληρα χρόνια, από το 2012 ως το 2015) η Ευρωπαϊκή Ένωση απλώς απωθούσε το θέμα. Αυτό μπορεί να λεχθεί κι αλλιώς: όσο η Τουρκία κράταγε τους ανθρώπους αυτούς, η ΕΕ αδιαφορούσε. Η ίδια θα είναι η αντίδραση των περισσοτέρων ευρωπαϊκών κρατών, αν βρεθεί το ιδανικό buffer state, ένα κράτος δηλαδή που καταφέρνει, χωρίς πολλές φασαρίες, να κρατά τους πρόσφυγες μακριά από κείνα. 
Επομένως, το δύσκολο δίλημμα που έχει σήμερα η χώρα είναι ότι μια ανθρωπίνως επιβεβλημένη βελτίωση στη διαχείριση αυτών των ανθρώπων μπορεί δυνητικά να οδηγήσει στην επίταση της επανάπαυσης των βορείων γειτόνων –βαλκανίων, κεντροευρωπαίων και βορειοευρωπαίων– ότι «οι Έλληνες τα καταφέρνουν». Επομένως, με λίγη βοήθεια, μια χαρά θα μείνουν οι πρόσφυγες σε ελληνικό έδαφος. Η άλλη όψη του διλήμματος αυτού είναι να θεωρείται από κάποιους εδώ πως η συνέχιση της ντροπιαστικής κατάστασης που υφίσταται σήμερα αποτελεί ένα μέσο πίεσης προς την ΕΕ ότι η χώρα δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στη δυσκολία των στιγμών. 

2. Το δίλημμα της μετεγκατάστασης
Η μόνη χώρα που φαίνεται, επί του παρόντος διατεθειμένη να μοιραστεί υπό όρους την ευθύνη καταμερισμού του πληθυσμού αυτού που έχει ήδη σωρευτεί και θα συνεχίσει να σωρεύεται στην ελληνική επικράτεια είναι η Γερμανία. Όποια και να είναι η απόφαση των ερχόμενων Συνόδων, αρχής γενομένης από αυτήν της 18ης Μαρτίου, το πιο πιθανό είναι ότι σε διμερές επίπεδο η Γερμανία μάλλον θα αποφασίσει την μετεγκατάσταση ενός ποσοστού των ανθρώπων αυτών στο έδαφός της. Το θετικό μιας τέτοιας απόφασης είναι ότι ο προσφυγικός πληθυσμός της Ελλάδας θα αποσυμφορηθεί σε κάποιο –μικρότερο ή μεγαλύτερο– ποσοστό από ανθρώπους που, σε τελευταία ανάλυση, δεν επιθυμούν να ζήσουν εδώ. 
Ορθώς η ελληνική κυβέρνηση, η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες και λοιπές οργανώσεις εστιάζουν στο ότι η μόνη μεσοπρόθεσμα βιώσιμη λύση είναι η επανεγκατάσταση (resettlement), δηλαδή η απευθείας αναχώρηση των προσφύγων από τα γειτονικά κράτη για τους τελικούς τους προορισμούς εντός της Ένωσης. Ωστόσο αυτό δεν φτάνει πλέον: πρέπει να σκεφτούμε σοβαρά αν μετεγκατάσταση, εδώ που φτάσαμε, αποτελεί λύση ή απλώς επιτείνει το πρόβλημα. Το αρνητικό μιας τέτοιας εξ αντικειμένου επιθυμητής εξέλιξης είναι ότι η προσδοκία της μετεγκατάστασης από την Ελλάδα στη Γερμανία θα συνεχίσει να αποτελεί παράγοντα έλξης του προσφυγικού πληθυσμού από τα τουρκικά παράλια προς την Ελλάδα. Όσο υπάρχει η ελπίδα του να φτάσουν οι άνθρωποι αυτοί στον (θεωρούμενο ως ιδανικό) προορισμό τους, τόσο θα αυξάνεται και η επιθυμία τους να το καταφέρουν. Αυτό όμως σημαίνει αύξηση των ροών σε βαθμό αδιάγνωστο, κάτι το οποίο η Ελλάδα δεν έχει κανέναν λόγο να επιθυμεί. Κι αυτό διότι, ακόμα κι αν δεν φτάνουν στη Γερμανία οι άνθρωποι, με κάθε τρόπο θα ψάχνουν τρόπο να μην φύγουν από το έδαφος της ΕΕ. Η εφαρμογή αποφάσεων οι οποίες πρωτογενώς φαίνονται ευνοϊκές για την Ελλάδα μπορεί να έχει αναπάντεχες συνέπειες σε τελείως αντίθετη κατεύθυνση. 
Όπως ορθώς έχει επισημανθεί «οι ευρωπαίοι policy makers έχουν αιχμαλωτιστεί σε ένα tunnel vision. Βλέπουν ότι οι πολιτικές τους αποτυγχάνουν να αποφέρουν το επιθυμητό αποτέλεσμα, αλλά συνάγουν το συμπέρασμα ότι αυτό που πραγματικά χρειάζεται είναι η εντατικοποίηση των ίδιων βασικά πολιτικών.»(2) Αυτός είναι ένας κίνδυνος ενώπιον του οποίου βρίσκεται η Ελλάδα σήμερα με την πολιτική της μετεγκατάστασης (relocation). Το ελληνικό κράτος οφείλει να σταθμίσει, μέσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, πώς αποδίδει η πολιτική της μετεγκατάστασης. Είναι, σε τελευταία ανάλυση, μια ανθρωπίνως συμφέρουσα προοπτική για την Ελλάδα; Ή μήπως λειτουργεί ως παράγοντας αύξησης των ροών, στην απέλπιδα προσπάθειά τους να φτάσουν στον ευρωπαϊκό βορρά, ως μια ακόμη επιβεβαίωση της περίφημης ετερογονίας των σκοπών, της κατάστασης όπου τα αποτελέσματα που παράγουν οι πράξεις ενός ατομικού ή συλλογικού υποκειμένου είναι αντίθετα από τις αρχικές επιθυμίες και επιδιώξεις του;(3) 

3. Το ανθρωπιστικό δίλημμα
Τελευταίο, μα όχι έσχατο, είναι το πιο βαρύ υπαρξιακού τύπου δίλημμα ενώπιον του οποίου βρίσκεται η Ελλάδα από τη στιγμή που έκλεισε η βαλκανική οδός. Χρειάστηκαν δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι προκειμένου να συγκροτηθεί ένα διεθνές προσφυγικό δίκαιο στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα και αρκούσε μια ροή κάτι περισσότερο από ενός εκατομμυρίου προσφύγων στις αρχές του 21ου, προκειμένου η ΕΕ να το απεμπολήσει. Αυτό που μένει για την Ελλάδα είναι ότι είτε υποδέχεται πρόσφυγες –σεβόμενη τη Συνθήκη της Γενεύης υπό το καθεστώς της βεβαιότητας ότι ο πληθυσμός αυτός θα αποθηκεύεται εδώ για άγνωστο χρονικό διάστημα– είτε πρωτοστατεί στην εφαρμογή των πολιτικών ανάσχεσης που επινοεί η ΕΕ προκειμένου να μην μπαίνουν πρόσφυγες στο έδαφός της, πρωταγωνιστώντας έτσι στην καταρράκωση του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου και τον ευτελισμό του μεταπολεμικού νομικού κεκτημένου στο πεδίο αυτό. 
Ας δοκιμάσουμε λοιπόν να «τους ταράξουμε στη (διεθνή) νομιμότητα». Εξάλλου, έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα, τίποτε δεν πρόκειται να κερδίσει η Ελλάδα παραβιάζοντας το διεθνές δίκαιο. Αντιθέτως, μόνο να χάσει πρόκειται. Η απόφαση της ΕΕ σύμφωνα με την οποία για κάθε πρόσωπο που θα επαναγκαθίσταται από την Τουρκία προς την ΕΕ θα προηγείται ένα άλλο πρόσωπο που θα γυρνάει από την Ελλάδα στην Τουρκία προϋποθέτει ότι η Ελλάδα θα αναγνωρίσει την Τουρκία ως ασφαλή χώρα. Όμως, η Τουρκία δεν μπορεί να είναι ασφαλής χώρα για πρόσφυγες. Και αυτό, όχι επειδή εκεί γενικώς διώκονται Κούρδοι, δημοσιογράφοι, καθηγητές πανεπιστημίου και όποιος άλλος. Η Τουρκία δεν αναγνωρίζει το δικαίωμα των ανθρώπων (με την εξαίρεση των Ευρωπαίων) να ζητάνε άσυλο. Τόσο απλά. Αυτό το έκανε διότι εκτίμησε πως αν υπέγραφε τη Συνθήκη της Γενεύης χωρίς γεωγραφικό περιορισμό θα κατακλύζονταν από αιτήματα ασύλου των απανταχού διωκομένων της Μέσης Ανατολής. Γι αυτό προτίμησε να δέχεται μόνο αιτήματα ασύλου από τη Σουηδία, τη Γερμανία και την Ελλάδα (δηλαδή να μη δέχεται κανένα). Επομένως, καμία ερμηνεία του διεθνούς δικαίου –ακόμη και η πιο ελαστική– δεν μπορεί να «χωρέσει» την ιδιότητα της Τουρκίας ως ασφαλούς χώρας. Το ακόμη πιο υποκριτικό είναι ότι αυτή την ιδιότητα θα της την αποδώσει η Ελλάδα, μια άλλη χώρα που από το 2011 –κατόπιν απανωτών αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (με πρώτη την περίφημη MSS τον Ιανουάριο 2011)– δεν θεωρείται ασφαλής χώρα για αιτούντες άσυλο, εξαιτίας των απάνθρωπων συνθηκών κράτησής τους. Για το λόγο αυτό, έκτοτε δεν επιστρέφονται εδώ αιτούντες άσυλο από άλλες ευρωπαϊκές χώρες δυνάμει του κανονισμού του Δουβλίνου. 
Πέραν των παραπάνω, η απόφαση του προηγούμενου Συμβουλίου εισάγει και την διάκριση «προσφύγων - παράτυπων μεταναστών» με τρόπο που επίσης καταρρακώνει την όποια τιμή του προσφυγικού (αλλά και του κοινοτικού) δικαίου, σύμφωνα με την οποία αυτό θα γίνεται μόνο κατόπιν εξατομικευμένης εξέτασης του αιτήματος ασύλου εκείνου που διεκδικεί την ιδιότητα του πρόσφυγα. Κοινώς, κανένα κράτος δεν μπορεί να πει γενικά κι αφηρημένα «εσείς είστε, και εσείς δεν είστε πρόσφυγες». 
Η εξέλιξη αυτή, όμως, θα επιφέρει ένα ακόμη μείζον επιχειρησιακό πρόβλημα στην Ελλάδα, καθώς ο κόσμος που βρίσκεται ή θα φτάνει στο έδαφός της –και δεν είναι Σύριοι– θα βρει μόνο μία διέξοδο προκειμένου να μπορεί να μείνει σε χώρα της ΕΕ: να κάνει αίτηση ασύλου. Επομένως, αυτές οι συμφωνίες πέραν του ότι παραβιάζουν τις στοιχειώδεις συνομολογημένες αρχές του προσφυγικού δικαίου όλων των «πολιτισμών εθνών» που λέει και ο ΟΗΕ, θα οδηγήσουν μεσοπρόθεσμα σε εκτόξευση των αιτημάτων ασύλου στην Ελλάδα και την καθίζηση της ούτως ή άλλως εύθραυστης αυτής υπηρεσίας, εντείνοντας τα διοικητικά αδιέξοδα της διαχείρισης του προσφυγικού στη χώρα.

Κατακλείδα
Σταθμίσεις και δύσκολες υποχωρήσεις είναι πάντα αναγκαίες στη διαχείριση των πολιτικών διλημμάτων. Κάποιες υποχωρήσεις ωστόσο, κυρίως στο τελευταίο δίλημμα, το ανθρωπιστικό, είναι, κατά την άποψή μου, αδιανόητες. Η άποψή μου είναι ότι στο άμεσο μέλλον, η Ελλάδα θα πρέπει να διαχειριστεί το προσφυγικό όχι στη λογική του μεταμελημένου ευρωπαίου μαθητή κάνοντας το homework για τον αυταρχικό δάσκαλο, αλλά ως δικό της έργο, όποια θέση και αν αποκτά η Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό δεν σημαίνει απώθηση της επίτασης της διεθνούς διπλωματίας, ούτε της ανάγκης μιας ευρωπαϊκής διευθέτησης. Σημαίνει ότι, παράλληλα με αυτά, το ελληνικό κράτος θα πρέπει να μπει επιτέλους στη λογική μιας εσωτερικής διοικητικής ανασύνταξης, ανεξαρτήτως της έκβασης των όποιων ενδοευρωπαϊκών διαπραγματεύσεων. Ας μην ξεχνάμε ότι μέχρι σήμερα όταν (ορθά) οι Έλληνες πολιτικοί έλεγαν ότι «το πρόβλημα είναι ευρωπαϊκό», (κακώς) εννοούσαν ότι δεν είναι ελληνικό. Πλέον, αυτή η πολυτέλεια δεν υπάρχει. Έχουμε πια ένα δικό μας πρόβλημα. 
Για το λόγο αυτό, το ερώτημα της μετεγκατάστασης των ανθρώπων αυτών πρέπει να ειδωθεί έξω από την ψοφοδεή λογική του κράτους που ζητάει βοήθεια από «εταίρους», οι οποίοι σε τελευταία ανάλυση το μόνο που θέλουν είναι να μην έχουν πρόσφυγες. Η Ελλάδα σήμερα αξίζει να είναι μια χώρα που θα παλέψει, όσο μπορεί, να σώσει κάτι από την καθημαγμένη τιμή του προσφυγικού δικαίου και της ευτελισμένης ανθρωπιστικής συνείδησης της Δύσης. Αυτό όμως δεν μπορεί να μείνει μόνο μια δωρεάν ρητορική ανθρωπισμού, όπως μέχρι σήμερα. Η ρητορική του ανθρωπισμού έχει κοντά ποδάρια αν δεν συνοδεύεται από διοικητικές δράσεις που κάτι κάνουν για απεγνωσμένους ανθρώπους. Η συνεργία με την κοινωνία των πολιτών είναι εδώ απαραίτητη, όπως απαραίτητη είναι και η αξιοποίηση της μη κυβερνητικής εμπειρίας. Η εναπόθεση των δράσεων αυτών μόνο στην κοινωνία των πολιτών είναι όμως συνταγή αποτυχίας. 
./.
Σε τελευταία ανάλυση, μπορεί κανείς να επιλέξει την προοπτική που νομίζει ότι ηθικοπολιτικά του ταιριάζει στα τρία διλήμματα που παρουσιάστηκαν. Δεν έχει όμως λόγο να εξωραΐζει ή να κρύβει τον οξύ χαρακτήρα των ερωτημάτων αυτών, τόσο από τον εαυτό του όσο και από έναν λαό. Η επίγνωση των δυσάρεστων πραγμάτων και των δύσκολων σταθμίσεων μπορεί να είναι δύσκολη, έως και ασήκωτη, διαδικασία. Είναι όμως εξ ορισμού καλύτερη από την ενσυνείδητη απώθηση και την ασύγγνωστη αμεριμνησία. 
Υπάρχει βέβαια πάντα και η λύση του Υπουργού Άμυνας: «ποιο προσφυγικό; Η Μακεδονία είναι ελληνική»

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Η δημιουργία των πέντε hotspots και 20 χιλιάδων θέσεων προσωρινής φιλοξενίας σε κρατικές δομές και 30 χιλιάδων σε χρηματοδοτούμενο ιδιωτικό ενοίκιο από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες.
2. Spijkerboer, T. (2016) Europe’s Refugee Crisis: A Perfect Storm. Διαθέσιμο σε: https://www.law.ox.ac.uk/research-subject-groups/centre-criminology/centreborder-criminologies/blog/2016/02/europe’s-refugee (Πρόσβαση 15 Μαρτίου 2016).
3. Στη διαρκώς εντεινόμενη ρητορική σχετικά με το σφράγισμα των συνόρων, οι προσφυγικές ροές απάντησαν από τα τέλη Οκτωβρίου 2015, όπως ήταν προβλέψιμο, με μια αντίστοιχα εντεινόμενη προσπάθεια να περάσουν τα σύνορα πριν αυτά κλείσουν. Αυτό είναι απολύτως ανθρώπινο και γι αυτό όφειλε να είχε προβλεφθεί από τη στιγμή που η ρητορική του καλωσορίσματος της καγκελαρίου άρχισε να δίνει τη θέση της στην αναδίπλωση.
files/chronosmag/themes/theme_one/faviconXronos.png
 ΧΡΟΝΟΣ 35 (3.2016) 

Αρχειοθήκη ιστολογίου