21/4/15

Η μεταναστευτική αφροσύνη που πληρώνουμε σήμερα

Του Δημήτρη Χριστόπουλου

Είθισται ανέκαθεν (αλλά και εσχάτως) η Αριστερά να χρεώνεται την «ανευθυνότητα» και την «απρονοησία», σε σχέση με τα θέματα που άπτονται της διαχείρισης του μεταναστευτικού και προσφυγικού ζητήματος, λόγω του «αφελούς ανθρωπισμού» που καθ’ έξιν της χρεώνεται. Έχει ο καιρός όμως γυρίσματα. Πλέον, πιο φανερά από ποτέ, φαίνεται πως η αφροσύνη δεν ανήκει στην Αριστερά, αλλά στην άλλη όχθη. Αυτό πληρώνουμε: αν μέχρι σήμερα υπήρχε στοιχειωδώς μια διοικητική και επιχειρησιακή δομή που θα μπορούσε να υποδεχθεί την ένταση του προσφυγικού ρεύματος που αντιμετωπίζουμε, τα πράγματα θα ήταν καλύτερα.

Πρέπει να είναι κάποιος πολύ αφελής αν νομίζει ότι κάποια στιγμή στο ορατό μέλλον οι ροές προσφύγων ή μεταναστών θα σταματήσουν.  To  ζήτημα αυτό στην Ελλάδα και στην Ευρώπη ολόκληρη είναι - και θα παραμείνει – επίκαιρο, γνωρίζοντας στιγμές ύφεσης και όξυνσης. Τη μια στιγμή, περισσότεροι θα είναι οι μετανάστες, την άλλη οι πρόσφυγες. Υπό την έννοια αυτή, συνολικά κάνουμε πλέον λόγο για μεικτές ροές.
Σήμερα, η χώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με την όξυνση ενός προσφυγικού ρεύματος που σχετίζεται με την παρατεταμένη πολιτειακή εξάρθρωση της Συρίας και της Λιβύης. Ειδικά για τη Συρία, η απέλπιδα κατάσταση οδηγεί πλέον τους ανθρώπους που ήδη είχαν προσωρινά εγκατασταθεί στην Τουρκία να αρχίσουν να αντιλαμβάνονται ότι δεν έχουν βιώσιμες προσδοκίες να γυρίσουν στην πατρίδα τους. Έτσι εγκαταλείπουν και την Τουρκία: πρώτη στάση εντός ΕΕ, η Ελλάδα. Η ένταση αυτού του ρεύματος είχε ήδη διαγνωστεί από το 2014, χρονιά κατά την οποία οι τότε κυβερνώντες την Ελλάδα ακόμη κομπορρημονούσαν για τον φράχτη στον Έβρο, που ορθώνονταν ως «το αποτρεπτικό εμπόδιο που απέτρεψε την εισροή χιλιάδων λαθρομεταναστών, που έμπαιναν ανεξέλεγκτα μέσα στην Ελλάδα». Αυτά έλεγε ο Α. Σαμαράς λίγο πριν τις εκλογές του Γενάρη τραβώντας σέλφι φωτογραφίες μπροστά στο φράχτη.

Λύση στην αδιέξοδη μέχρι τώρα μεταναστευτική πολιτική

Ο έλληνας πρωθυπουργός σαν να μη γνώριζε ότι αυτός ο φράχτης, όπως και κάθε φράχτης, δεν μπορεί να αναχαιτίσει τις μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές. Μπορεί μόνο ν’ αλλάξει τη κατεύθυνσή τους. Όπως και έκανε. Και τα νούμερα μεγάλωσαν το 2014 και το ταξίδι έγινε πιο επικίνδυνο για τους ανθρώπους αυτούς. Απλώς, δεν ήταν μέσω Θράκης, αλλά μέσω Αιγαίου.
Σήμερα, λοιπόν, έχουμε για τα καλά βιώσει τα αδιέξοδα που σέρνονται την τελευταία εικοσιπενταετία κάτω από το χαλί της ευτελούς ευπρέπειας της πολιτείας μας: μια απάνθρωπη, αναποτελεσματική και σε τελευταία ανάλυση, ανόητη πολιτική δίωξης, αποτροπής και κράτησης στην οποία εντρύφησαν  οι προηγούμενες κυβερνήσεις, απλώς κληροδοτεί το απόλυτο αδιέξοδο.  Τη στιγμή που τα προσφυγικά ρεύματα εμφανίζονται ακόμη πιο οξυμένα – και μάλιστα χωρίς προβλέψιμη ημερομηνία ύφεσης -  μια φαίνεται να είναι η ενδεδειγμένη λύση για την ελληνική δημοκρατία. Αυτή που με χίλια ζόρια επεξεργάζεται και παλεύει να θέσει σε λειτουργία η κυβέρνηση. Η ταξινόμηση του πληθυσμού και καταγραφή του σε όσα σημεία εισόδου γίνεται και η συντεταγμένη μετάβασή του σε σημεία της ενδοχώρας στο πλαίσιο μιας αναλογικής κατανομής εντός της επικράτειας. Ούτε στα νησιά είναι δυνατό να στοιβαχτούν, ούτε όμως στο κέντρο της Αθήνας να έρθουν όλοι. Δεν μπορείς να ζητάς από την Ε.Ε. αναλογική κατανομή του προσφυγικού ή του δίχως χαρτιά μεταναστευτικού πληθυσμού  και στην Ελλάδα να ισχύει το σύνδρομο “όχι στην δικιά μου πίσω αυλή”. Για φανταστείτε πώς ακούγεται στ’ αφτιά μιας χώρας, όπως η Γερμανία, που φιλοξενεί το μεγαλύτερο αριθμό προσφύγων στην Ευρώπη, να ακούει ότι η Ελλάδα ζητά την αλληλεγγύη της, αλλά ο δήμαρχος της τάδε πόλης να λέει ότι αυτός «δεν αντέχει άλλους».
Αυτό αντιλαμβάνομαι ως κοινή ευθύνη του όλου ελληνικού κράτους: κεντρικής κυβέρνησης, πρώτου και δεύτερου βαθμού αυτοδιοίκησης, σε συνεργασία με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη συνδρομή όποιου άλλου φορέα μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτήν την έκκληση αλληλεγγύης.  «Είναι εύκολο;« θα ρωτήσει κανείς. Προφανώς και όχι, κυρίως σήμερα, όπου αυτή η κατάσταση ανάγκης σωρεύεται στα μύρια όσα προβλήματα της ελληνικής δημόσιας διοίκησης.  Άλλη λύση υπάρχει; «Ναι« φωνάζουν ανεύθυνα οι τελάληδες της ξενόφοβης ρητορείας: «να ανοίξουμε τα κέντρα κράτησης, ώστε να κρατούνται το 1% και οι άλλοι να φοβούνται να βγαίνουν έξω« ή «να τους επαναπροωθούμε στην πατρίδα τους« κάνοντας τον εαυτό μας έτσι συνεργό στην ενδεχόμενη εξολόθρευσή τους. Οι πιο θαρραλέοι εξ αυτών είναι διατεθειμένοι να μιλήσουν ακόμη και για άλλες πιο «δραστικές» λύσεις.  Αυτές τις «λύσεις» που - ευτυχώς - το Σύνταγμά μας και το διεθνές δίκαιο έχουν αφήσει στη νομική προϊστορία.
Τούτο είναι το δίλημμα σήμερα: μια δυσβάσταχτη, δύσκολη διευθέτηση και η άλλη «λύση» που, όσο πάει, μοιάζει με την πάλαι ποτέ «τελική λύση». Αυτοί που είναι με την πρώτη πλευρά, κάθονται μαζί – διαφωνούν - τσακώνονται ως προς τη δόση ανθρωπισμού ή μέριμνας του αισθήματος ασφάλειας του πληθυσμού και στο τέλος κάτι βρίσκουν να παραδώσουν στην κοινωνία. Πιθανώς κατώτερο των προσδοκιών, αλλά  ένα σημαντικό βήμα. Αυτοί που είναι με την άλλη «λύση» ας αναμετρηθούν με το ηθικό βάρος της ταύτισης με το Τρίτο Ράιχ. Όμως, είμαι βέβαιος ότι ήδη για κάποιους από αυτούς δεν υπάρχει καν βάρος. Έχουν καθαρή τη συνείδηση της φυλής «μας». Εμείς, όμως, σε άλλη «φυλή» ανήκουμε: διότι έχουμε άλλο φρόνημα.

Αρχειοθήκη ιστολογίου