Έκθεση στο ευρωκοινοβούλιο: Aπέτυχαν πράγματι τα Μνημόνια;
Ένα προσχέδιο της έκθεσης του Ευρωπαϊκού κοινοβουλίου σχετικά με το έργο της τρόικας στις χώρες της Ένωσης στις οποίες δρα κατατέθηκε την Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2013 στην αρμόδια Επιτροπή Οικονομικών από βουλευτές των μεγάλων πολιτικών ομάδων του Κοινοβουλίου (Λαϊκό Κόμμα, Σοσιαλιστές και Δημοκράτες). Οι βουλευτές αυτοί δεν είναι Κύπριοι, Έλληνες, Πορτογάλοι, ή Ιρλανδοί, παρά ένας Γάλλος κι ένας Αυστριακός. Το προσχέδιο της έκθεσής τους θα αποτελέσει τον πυρήνα ενός μεγάλου πολιτικού εγχειρήματος που θα αρχίσει με το νέο έτος με θέμα την αξιολόγηση των προγραμμάτων στήριξης στα εν λόγω κράτη με αποστολές σε αυτά, ακροάσεις της τρόικας κλπ. Του Δημήτρη Χριστόπουλου
Γενικώς, το προσχέδιο προϊδεάζει για μια επικριτική αξιολόγηση του
ρόλου της τρόικας στις χειμαζόμενες κοινωνίες και οικονομίες την οποία
θεμελιώνει σε μια σειρά από παράγοντες, όπως την απόλυτη έλλειψη
διαφάνειας στις διαπραγματεύσεις με τις εθνικές κυβερνήσεις, την απουσία
ενημέρωσης της νομοθετικής εξουσίας, τις παρεμβάσεις σε όλους τους
τομείς κοινωνικής πολιτικής που ουσιαστικά θέτουν μείζονα ζητήματα
καταστρατήγησης ενός υποτιθέμενα δεσμευτικού κειμένου του Συμβουλίου της
Ευρώπης, του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη.
Το προσχέδιο αποδοκιμάζει την αύξηση της κοινωνικής ανισότητας σε όλα
τα εν λόγω κράτη, την απότομη αύξηση της ανεργίας των νέων και την
αδύναμη δημοκρατική λογοδοσία της τρόικας. Ειδικά για την Ελλάδα,
αποφαίνεται ότι παρά «παρά τις πρωτοφανείς μεταρρυθμίσεις», πρόοδος δεν
έχει επιτευχθεί ενώ επισημαίνεται ότι το πρόγραμμα δημοσιονομικής
προσαρμογής δεν απέτρεψε τίποτε από αυτά που υποτίθεται είχε ως στόχους,
παρά αντιθέτως τα επεξέτεινε, με πρώτη και καλύτερη, την ίδια την
αύξηση του δημόσιου χρέους. Το προσχέδιο δεν αδικείται από τον τίτλο που
του έδωσαν τα ελληνικά ΜΜΕ: «Τα Μνημόνια απέτυχαν».
Το προσχέδιο λέει τα αυτονόητα σε κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο, και
μάλιστα χωρίς κάποια υπερβολική δόση κοινωνικού ριζοσπαστισμού. Όσο κι
αν αλλάξει καθ’οδόν προς την Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, πάνω
– κάτω στα ίδια μάλλον θα καταλήγει. Σε αυτά δηλαδή που ένας ιστορικός
του μέλλοντος θα τα ταξινομεί ως προφάνειες στην ανάλυση της εποχής μας.
Για το λόγο αυτό, έχουμε λόγο να επιχαίρουμε που έστω ένας ευρωπαϊκός
θεσμός – ο πιο αδύναμος βέβαια – αξιολογεί αρνητικά το έργο της τρόικας,
σώζοντας έτσι στοιχειωδώς τα προσχήματα του κύρους του πάλαι ποτέ
«ευρωπαϊκού νομικού και πολιτικού πολιτισμού». Πλην όμως, ας μη
χαιρόμαστε και πολύ.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κάνει, το πρώτο – αναγκαίο πλην όμως όχι
ικανό – βήμα για την κατανόηση της πραγματικότητας και άρα την
αναμέτρηση μαζί της. Αφού ορθώς εντοπίζει και στηλιτεύει τα ως άνω, (και
επαναλαμβάνω ότι έχει μείζονα σημασία ότι αυτό γίνεται από το Κέντρο
του και όχι από την Αριστερά του), δεν διανοείται να πραγματοποιήσει το
ερχόμενο βήμα του συλλογισμού: και αυτό δεν είναι άλλο από τη
συναρμολόγηση όλων αυτών των αποτυχιών σε μια ενιαία αφήγηση με αρχή,
μέση και τέλος. Και το τέλος εδώ, υπό τη σύνθετη έννοια της λέξης
«τέλος» (σκοπός και τέρμα δηλαδή) δεν μπορεί παρά να είναι η υπό
διαμόρφωση τραγική εικόνα των υπό δημοσιονομική προσαρμογή κρατών, μετά
από δύο ή τρία χρόνια εφαρμογής των προγραμμάτων.
Δεν είναι διόλου στις προθέσεις μου να αποδώσω μεγαλύτερη πολιτική
οξυδέρκεια από αυτή που αρμόζει στους ιθύνοντες της αναδιάρθρωσης.
Εξάλλου, τόσο η ιστορική τους παιδεία όσο και οι δεξιότητες στην επαφή
με την κοινωνία αποδείχθηκαν επικίνδυνα περιορισμένες. Από την άλλη
όμως, οι άνθρωποι δεν μπορεί να είναι και τελείως ανίκανοι ώστε παντού
να απέτυχαν… Αυτό λοιπόν, αναπόφευκτα μας οδηγεί στο ότι οι απανωτές
«αποτυχίες» των Μνημονίων δεν πρέπει να ιδωθούν απλώς ως «ατυχήματα» ή
λάθη.
Ο στόχος εδώ είναι οι «μεταρρυθμίσεις» - που μας λένε – με κάθε
θυσία. Ακόμη και αν η θυσία αυτή είναι η δυνατότητα του ελληνικού
κράτους να είναι στοιχειωδώς εύτακτο: να αυτοκαθορίζεται, να λαμβάνει
αποφάσεις μέσα από τα αρμόδια όργανα, να παρέχει στοιχειώδεις υπηρεσίες,
να μπορεί να ελέγχει την δημόσια περιουσία του και το έδαφός του, εν
ολίγοις να λειτουργεί ως κυρίαρχο κράτος. Αυτά που αρχίσαμε να βιώνουμε
στην Ελλάδα είναι τα πρώτα συμπτώματα της πολιτειακής αποτυχίας στη
σύγχρονη βιβλιογραφία. Η ουσία είναι ότι η επιτυχία της αναδιάρθρωσης
περιλαμβάνει το ενδεχόμενο της αποτυχίας του κράτους.
Οι επί μέρους αποτυχίες που εντοπίζονται, ολοένα και αυξανόμενες
σήμερα, είναι κάτι περισσότερο από μια παράπλευρη απώλεια της
αναδιάρθρωσης, όπως εκ πρώτης όψης μπορεί να φαίνεται. Είναι
προϋποθέσεις της. Σε ένα σταθερό κράτος δεν μπορούν να υλοποιηθούν
τέτοιες πολιτικές, παρά μόνο εφόσον ο αυταρχισμός και η καταστολή δεν
έχει αντίπαλο. Ένα τέτοιο κράτος είναι, λόγου χάρη, η Τουρκία.
Σε ένα κράτος όπου οι πολιτικές ελίτ βρίσκονται σε τέτοιο σημείο
ηθικής ματαίωσης, όπως στην Ελλάδα, τα πράγματα γίνονται ανυπόφορα. Εκεί
όπου η αναδιάρθρωση μπορεί να αντέξει την αναμέτρηση με την κοινωνία
μέσα στις συντεταγμένες πολιτειακές δομές το κάνει με το πιο σύνηθες
κόστος την ολίσθηση στη βία ή την πειθαρχημένη συναίνεση των ηττημένων.
Εκεί όμως που δεν τα καταφέρνει, δε τα βάζει μόνο με το Σύνταγμα σαν
«τεχνική της ελευθερίας» αλλά και το ίδιο το κράτος σαν «μηχανισμό
καταναγκασμού» και κεφαλαιοποίησης της κοινωνικής συναίνεσης, για να
θυμηθούμε λίγο το Μάνεση. Αυτό συμβαίνει στην Ελλάδα σήμερα.
Υπό την έννοια αυτή, τα Μνημόνια λοιπόν δεν «απέτυχαν». Απλώς, η επιτυχία τους ήταν η αποτυχία μας.
ΥΓ. Τώρα που και η κυβερνητική Δεξιά ανακαλύπτει εκ νέου τη ασφαλή
γοητεία του αντι-μνημονιακού λόγου ως συνέχεια του ανοιξιάτικου success
story έχει μια πρόσθετη σημασία η Αριστερά να επαναδιατάξει την πολιτική
της στρατηγική ενώπιον του σοβαρού ενδεχομένου ανάληψης της κυβέρνησης.
Η «επιτυχία» των Μνημονίων έχει δημιουργήσει πλέον στα πλείστα πεδία
δημοσίων πολιτικών τετελεσμένες καταστάσεις οι οποίες, προϊόντος του
χρόνου, εδραιώνονται και δεν ανατρέπονται σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο.
Αν στις εκλογές του 2012, υπερ-επαρκώς προτάχθηκε ο αντι-μνημονιακός
λόγος ως θεμελιώδες συστατικό της στρατηγικής της πλέον σήμερα τα
πράγματα έχουν αλλάξει. Η ζημιά εν πολλοίς έγινε. Πρωτίστως ζητούμενος
είναι πλέον ένας μετα-μνημονιακός προγραμματικός λόγος, ως αναγκαίο
πολιτικό περιεχόμενο αλληλεγγύης, δημιουργίας και ανάσχεσης περαιτέρω
κακών μετά την καταστροφή. Κι ας φωνάζουν αυτοί που διέλυσαν τη χώρα ότι
«όπου να’ναι βγαίνουμε από τα Μνημόνια» ή «όπου να’ναι θα βγαίναμε»...
Διότι, ακόμη και δίκιο να έχουν (που λέει ο λόγος), το δικό τους
«μετα-μνημόνιο» θα είναι απλώς ένα πιο τρομακτικό sequel αυτού που
βιώνουμε σήμερα.
*Ο Δημήτρης Χριστόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής στο
Πάντειο Πανεπιστήμιο. Το κείμενο συνιστά περίληψη της ομιλίας του στην
αυριανή παρουσίαση του βιβλίου του στη Θεσσαλονίκη