Του Δημήτρη Χριστόπουλου
Τον
Απρίλιο 2013, παρουσιάστηκε στο αμφιθέατρο της Γενικής Αστυνομικής
Διεύθυνσης Αθηνών το βιβλίο του Γενικού Γραμματέα της κυβέρνησης κ.
Μπαλτάκου, με θέμα τη σκληραγώγηση των αρχαίων Σπαρτιατών. Το ακροατήριο
του «σεμιναρίου διαπαιδαγώγησης», με εντολή της υπηρεσίας, διατάχθηκε
να είναι αστυνομικοί των Ομάδων ΔΙ.ΑΣ και Δ.ΕΛ.Τ.Α.
Λίγους μήνες
αργότερα λοιπόν, μετά το φόνο του Π. Φύσσα, οι εχέφρονες άνθρωποι στην
Ελλάδα δεν χρειάζεται να περιμένουν τον κ. Ά. Γεωργιάδη να μας πει πόσο
δυστυχής είναι να αποδεχθεί ότι υπάρχουν σχέσεις μεταξύ Ελληνικής
Αστυνομίας και Χρυσής Αυγής σε συνέντευξή του στο BBC (“very unhappy to
say that to some point it’s true”). Ο υπουργός συνόδεψε βέβαια την ηχηρή
αυτή διαπίστωση από την παραδοχή ότι «κάποιοι άνθρωποι στην αστυνομία,
χωρίς να είναι ναζί, συμπαθούν το συγκεκριμένο κόμμα, επειδή δεν έχουν
καταλάβει πόσο επικίνδυνο είναι», προσπαθώντας να μειώσει την απαξία της
πολιτικής αυτής σχέσης δια της μείωσης της δυνατότητας καταλογισμού
στους αστυνομικούς. Ουσιαστικά λέει «καλύτερα ηλίθιος και να είσαι με τη
ΧΑ επειδή δεν καταλαβαίνεις ότι είναι επικίνδυνη, παρά ναζί και να
είσαι με τη ΧΑ επειδή σου αρέσει η επικινδυνότητά της».
Ακόμη και
αν αυτή η πρακτική προφανώς θίγει το ΙQ σημαντικού τμήματος του
ένστολου πληθυσμού την κατανοώ. Θα την κατανοούσα περισσότερο αν και ο
ίδιος ο υπουργός αποδέχονταν πόσο επικίνδυνα είναι αυτά που κατά καιρούς
έχει ξεστομίσει στην κυβερνητική προσπάθειά «ανακατάληψης των πόλεων
από τους λαθρομετανάστες» που εντάσσεται στην ευρύτερη προσπάθεια
ανακατάληψης του δεξιού άκρου του πολιτικού ορίζοντα από τη ΝΔ. Θα την
κατανοούσα ακόμη περισσότερο αν η κυβέρνηση καταλάβαινε έστω και τώρα -
που είναι αργά - ότι το να διδάσκεις το πώς οι αρχαίοι Σπαρτιάτες
σκότωναν τους είλωτες στις ειδικές μονάδες καταστολής είναι πολιτειακά
επισφαλές.
Είναι ωστόσο εντυπωσιακό: ας σκεφτεί κανείς πώς θα
αντιμετωπίζονταν από την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης
αν πριν δύο βδομάδες έλεγε αυτό που είπε πριν λίγες μέρες ο κ.
Γεωργιάδης. Ακόμη και ελαφρύτερος υπαινιγμός σχέσεων ΕΛ.ΑΣ. με Χ.Α. θα
αντιμετωπίζονταν ως έγκλημα καθοσιώσεως σε βάρος του πολιτεύματος. Το
κακό δηλαδή ήταν η δημόσια ομολογία του εγκλήματος και όχι το έγκλημα
καθεαυτό. Όμως, κακά τα ψέματα: το πράγμα στην ΕΛ.ΑΣ. είχε κακοφορμίσει
από καιρό. Χρειάστηκε ο θάνατος ενός Έλληνα (του Πακιστανού πέρσι δεν
αρκούσε), ενός παιδιού δηλαδή που είναι «ένας από μας», για να αρχίζει
να τρέχει το πύον.
Ας μη γελιόμαστε: η ακροδεξιά διείσδυση στην
Ελληνική Αστυνομία είναι κάτι συστηματικότερο και πιο εδραιωμένο από
μεμονωμένα περιστατικά χαμηλόβαθμων νέων ή στρατικοποιημένων αστυνομικών
που εκφράζουν έτσι τη δυσαρέσκεια τους για το πολιτικό περιβάλλον της
απαξίωσής τους ή την μισθολογική τους κατρακύλα. Αυτή είναι η παραδοχή
στην οποία μέχρι πρόσφατα έδειχναν να συγκλίνουν ανεπισήμως και οι ίδιες
οι αρχές. Το ανωτέρω ερμηνευτικό σχήμα μολονότι πάσχει, είναι ορθό σε
δύο πραγματολογικά δεδομένα. 1ον: ότι όντως εντός των Ελληνικών Σωμάτων
Ασφαλείας, παρατηρείται πλέον ένα πολιτικό και ιδεολογικό χάσμα γενεών.
Όσο πιο νέοι αστυνομικοί, τόσο πιο ακροδεξιά. 2ον: το χάσμα αυτό
εντείνεται και από την ίδια την ιεραρχική δομή της αστυνομίας. Όσο πιο
χαμηλόβαθμοι, τόσο πιο ακροδεξιά επίσης. Οι προηγούμενες είναι παραδοχές
τις οποίες ουδείς αρνείται και, σε τελευταία ανάλυση, σχεδόν κοινότοπες
της έρευνας για τη διείσδυση της σύγχρονης ακροδεξιάς πολιτικής
κουλτούρας γενικώς. Από και κει και πέρα βέβαια, τα πράγματα γίνονται
πιο σύνθετα. Όσοι έχουν τη διάθεση να προχωρήσουν πέραν του προηγούμενου
κλισέ αντιλαμβάνονται πως πλέον η κατάσταση είναι πιο σύνθετη και
δύσοσμη από την απεικόνιση που αφελώς παρέχει η θεωρία του «μεμονωμένου
περιστατικού». Πλέον, ο ακροδεξιός χυλός στερεοποιείται για τα καλά στα
πιο στεγανά σημεία σου Σώματος. Για το λόγο αυτό, ο κ. Γεωργιάδης μιλάει
για θύλακες.
Το γεγονός ότι, σύμφωνα με εκλογικές εκτιμήσεις,
περισσότεροι από το 1/3 Ελλήνων Αστυνομικών ψήφισε Χρυσή Αυγή (στις
ειδικές μονάδες πλησιάζει το ½), δεν θα πρέπει να εκπλήσσει. Αντιθέτως,
στις παρούσες συνθήκες, φοβούμαι πως η έκπληξη θα ήταν το αντίθετο. Η
ιστορική κληρονομιά βαραίνει. Για τα περισσότερα χρόνια στην ζωή της
υπηρεσίας αυτής, η ακροδεξιά ιδεολογία δεν ήταν παρείσφρηση. Αντίθετα,
παρείσφρηση υπήρξε η δημοκρατική πολιτική κουλτούρα. Η μετάβαση στη
δημοκρατία άγγιξε τις δομές της αστυνομίας πλην όμως δεν κατάφερε να
μπολιάσει βαθιά την εργασιακή νοοτροπία των μελών της. Και αυτό, γιατί
«εκδημοκρατισμός» δεν σήμανε κατά κύριο λόγο τη διαπαιδαγώγηση των αρχών
του φιλελεύθερου και δημοκρατικού συνταγματισμού αλλά κάτι διαφορετικό:
την εκμαίευση της βούλησης μη ανατροπής του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η
συναίνεση αυτή ήταν φυσικά απαραίτητη για τον ουσιαστικό εκδημοκρατισμό
της Ελληνικής Αστυνομίας το 1974 και το 1981 πλην όμως όχι μακροσκοπικά
ικανή να αλλάξει εκ βαθέων τη νοοτροπία της υπηρεσίας, όπως δείχνουν τα
πράγματα εσχάτως.
Σήμερα, τα επειγόντως ζητούμενα είναι δύο: η
υπονόμευση της κουλτούρας που αποτελεί πρώτη ύλη της εδραίωσης της
ακροδεξιάς ιδεολογίας στην ΕΛ.ΑΣ. και η με κάθε τρόπο, παύση της
συγκοινωνίας με θύλακες ακροδεξιού εξτρεμισμού εντός και εκτός του
Σώματος. Το πρώτο θέλει εκπαίδευση, το δεύτερο τιμωρία.
Και τα δύο θέλουν βούληση.
Το άρθρο δημοσιεύεται στο Βήμα της Κυριακής