ΕΝΘΕΜΑΤΑ
26 Μαΐου 2013
Για τον «αντι-αντιρατσισμό» της συγκυρίας
του Δημήτρη Χριστόπουλου
Η δύσοσμη συγκυρία
Η εβδομάδα που πέρασε σημαδεύτηκε από την
πρωτοφανή άρνηση της Νέας Δημοκρατίας να συναινέσει στην προώθηση του
αντιρατσιστικού νομοσχεδίου του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Συναφείς
«αντιρατσιστικές» νομοθεσίες αποτελούν πλέον κοινό τόπο στα περισσότερα
ευρωπαϊκά κράτη, και μάλιστα σε αρκετά ήταν αποτέλεσμα πρωτοβουλιών
κομμάτων που ανήκουν στον ίδιο πολιτικό χώρο με το κόμμα του κ. Σαμαρά.
Όπως και να έχει, η Ν.Δ. κατάφερε και έκανε τη διαφορά στον χώρο της
κεντροδεξιάς ευρωπαϊκής οικογένειας: στο όνομα της «ελευθερίας της
έκφρασης», που τόσο ειλικρινά και αμερόληπτα την πονάει (όπως έδειξε με
τη στάση της στις πρόσφατες διώξεις «βλάσφημων» έργων), η ελληνική
συντηρητική παράταξη μάς γεννά, με τη θέση της, εφιαλτικές απορίες.
Από τη μια, έχουμε τα δεδομένα προβλήματα
του νομοσχεδίου, που συνοψίζονται στην πλημμελή προστασία των θυμάτων
ρατσιστικής βίας και την παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης από
παραφθορές του εγκλήματος της άρνησης της γενοκτονίας.[1]
Ωστόσο, πλέον, πριν από την όποια κριτική στα προβλήματα αυτά, χρέος
του δημοκρατικού κόσμου είναι να ερμηνεύσει την «αντι-αντιρατσιστική»
σπουδή της ελληνικής Δεξιάς και να θέσει τη Ν.Δ. ενώπιον των πολιτειακών
της ευθυνών για τον εκφυλισμό της δημοκρατικής πολιτικής κουλτούρας
στην Ελλάδα της κρίσης. Αλήθεια, τι να φοβάται η ελληνική Δεξιά από ένα
τέτοιο νομοσχέδιο που δεν φοβήθηκαν το ομογάλακτά της κόμματα στην
Ευρώπη; Μήπως βλέπει, κάπου στο βάθος, τον εαυτό της στη θέση του
κατηγορούμενου;
Τι φταίει για το ρατσισμό;
Για τον ρατσισμό ευθύνεται
η άνιση κατανομή εξουσίας στις κοινωνίες ανάμεσα σε συλλογικότητες, με
όποια ιδιότητα και αν διακρίνονται: ταξική, φυλετική, θρησκευτική,
κοινωνική, εθνική, σεξουαλική κλπ. Mε δεδομένη αυτήν τη θέση, βλέπουμε
τρεις αντιρατσιστικές διεξόδους:
α) Η προοπτική του αυτοτελούς
αντιρατσιστικού αγώνα, αποσυνδεδεμένου από ένα σχέδιο κοινωνικής
χειραφέτησης. Σε αυτή την προοπτική, που μπορούμε να ονομάσουμε
αντιρατσισμό της «κοινωνίας των πολιτών», εντάσσονται οι λεγόμενες
«αντιρατσιστικές» νομοθεσίες που έχουν γίνει κανόνας στην Ε.Ε.
β) Η μετάθεση του αντιρατσιστικού
προτάγματος επέκεινα της ανατροπής των συσχετισμών της ανισότητας. Αυτή η
αντίληψη κυριαρχεί σε μείζον τμήμα της ελληνικής Αριστεράς,
αντανακλώντας την ηγεμονική θέση που κατέχουν εθνοφυλετικές αντιλήψεις
σε νησίδες της. Η ηγεμονία αυτή, με τη σειρά της, τροφοδοτεί την
πεποίθηση ότι το μεταναστευτικό είναι αντιδημοφιλές ζήτημα, από το οποίο
η Αριστερά εκ θέσεως χάνει.
γ) Ο αντιρατσισμός στην υπηρεσία της υπόθεσης της κοινωνικής χειραφέτησης. Αυτή είναι η θέση που υποστηρίζεται εδώ.
Ο ρατσισμός ως ιδεολογία είναι ίδιον των
εξουσιαστικών, άρα και των καπιταλιστικών κοινωνιών. Το ερώτημα λοιπόν
είναι αναπόδραστο: στον βαθμό που ο δυνατός, εξαιτίας της ισχύος του,
έχει την ικανότητα να στιγματίζει και να υποβάλει τον ανίσχυρο σε κάθε
λογής στερεοτυπικές ταξινομήσεις και αθέμιτες διακρίσεις, μήπως ο
αντιρατσιστικός αγώνας είναι μάταιος, όσο δεν αλλάζουν οι κοινωνικοί
συσχετισμοί; Ή, πάρα ταύτα, μπορούμε και οφείλουμε να διεξάγουμε έναν
αυτοτελή αντιρατσιστικό αγώνα, με την εύλογη ελπίδα ότι ακόμη και σε
συνθήκες μιας ανισότητας που οξύνεται μπορούμε να αμβλύνουμε –έστω και
σχετικά– την πληγή του ρατσισμού; Περαιτέρω, μήπως η ίδια η υπόθεση της
αντιρατσιστικής πάλης είναι ένας κρίσιμος αγώνας που εγκλείει ένα
καθαυτό απελευθερωτικό περιεχόμενο, στην κατεύθυνση ενός σχεδίου
καθολικής κοινωνικής χειραφέτησης; Τα δύο τελευταία ερωτήματα είναι
ρητορικά· η απάντησή μου είναι ανεπιφύλακτα καταφατική.
1. Ο ρατσισμός είναι, λοιπόν, ιδεολογία των άνισων.
Όσο υπάρχουν άνισοι, θα υπάρχει ρατσισμός. Αυτό είναι ένας λόγος
παραπάνω να παλεύει κανείς τον ρατσισμό ο οποίος επιτελεί διττή
λειτουργία: την στιγμή που είναι η ένδειξη της κοινωνίας των άνισων,
γίνεται και ιδεολογικός μοχλός αναπαραγωγής της.
2. Ο ρατσισμός είναι, ταυτόχρονα, ιδεολογία υποταγής και κυριαρχίας.
Χρειάζεται για να σφυρηλατείται η ενότητα των ισχυρών έναντι των
αδυνάμων, να εδραιώνεται η ματαίωση στους αδύναμους και, τέλος, να
αμβλύνεται η συναίσθηση των εξουσιαστικών δομών μέσα στους υποτιθέμενα
ισχυρούς. Ο ρατσισμός έχει τα χαρακτηριστικά μιας συμπαγούς ψευδούς
συνείδησης. Είναι ο ακατέργαστος, αδιαμεσολάβητος και απροβλημάτιστος
τρόπος που το άτομο εσωτερικεύει την καθημερινή του εμπειρία μέσα στην
κοινωνία, ο «κοινός νους» που δεν γνωρίζει στοχασμό και ενδοσκόπηση αλλά
μόνο μια αυτοαναφορική δικαίωση. Η ρατσιστική ιδεολογία επιτρέπει σε
κάποιον ανίσχυρο να νομίζει πως είναι ισχυρός, βρίσκοντας έναν πιο
ανίσχυρο και εναποθέτοντας πάνω του τη ματαίωση, την απόγνωση και την
αγανάκτηση. Αυτός λοιπόν γίνεται η εμπροσθοφυλακή της ρατσιστικής
ιδεολογίας: οι ιρλανδοί καθολικοί μετανάστες, εμπροσθοφύλακες του
αμερικάνικου ρατσισμού έναντι των ιταλών και ελλήνων μεταναστών στις
αρχές του 20ού αιώνα, οι Νοτιοευρωπαίοι έναντι των Ουκρανών και των
Πολωνών, όλοι μαζί εναντίον των Μαύρων, Μαύροι εναντίον των Λατίνων,
όλοι μαζί εναντίον των Ινδιάνων, και πάει λέγοντας. Το ίδιο και στην
Ελλάδα…
3. Υπό την έννοια αυτή, ο ρατσισμός είναι ιδεολογία των θρασύδειλων. Ο έλληνας ρατσιστής χτυπάει τον φτωχό Πακιστανό επειδή είναι μουσουλμάνος, και υποκλίνεται στον Σαουδάραβα επενδυτή παρά το ότι
είναι μουσουλμάνος. Ο αλβανός ρατσιστής κάθεται σούζα στο αφεντικό
του, αλλά εύκολα θα τα βάλει με τον αφγανό ένοικο του υπογείου (στο
οποίο πριν λίγα χρόνια ζούσε αυτός), διότι τον ενοχλούν οι μυρωδιές του.
Η θέση του αντιρατσισμού στην υπηρεσία της χειραφέτησης απαιτεί επεξεργασία τριών στρατηγικών θέσεων και στοχεύσεων.
Θέση πρώτη: Ο ρατσισμός δεν είναι
ηθική διαστρέβλωση, αλλά πολιτική συνέπεια των εξουσιαστικών σχέσεων του
σύγχρονου βιοπολιτικού καπιταλισμού. Αυτή είναι η στρατηγική ενώπιον
του «αντιρατσισμού της κοινωνίας των πολιτών». Ο ρατσισμός είναι
ιδεολογία πολύ σύνθετη για να την κατατάξουμε ως μια απλή ένδειξη
πολιτισμικής ή νοητικής καθυστέρησης κάποιων, όπως πολλοί κάνουν σήμερα:
σιχαίνονται την «πολιτισμική υπανάπτυξη» των ρατσιστών, αλλά
υπερασπίζονται πολιτικές που ευνοούν το ρατσισμό.
Θέση δεύτερη: Ο ρατσισμός, ως ιδεολογία, έχει μια σχετική αυτάρκεια και εξάπλωση σε όλο το πολιτικό φάσμα, που εξηγεί την επιρροή του και εκτός Άκρας Δεξιάς. Σε
ό,τι αφορά την Άκρα Δεξιά, κρίσιμη αφετηρία μιας συνεκτικής
αντιρατσιστικής στρατηγικής είναι η ανάδειξη των συνεπειών της
ρατσιστικής ιδεολογίας στο ίδιο το συλλογικό υποκείμενο που εκφέρει
ρατσιστικό λόγο: Πώς μπορεί η Χρυσή Αυγή να αντιπαρέλθει το ότι γερμανοί ομόλογοί της σκότωσαν έλληνα μετανάστη επειδή ήταν Έλληνας;
Εδώ ο ρατσισμός έχει ένα συγκριτικό μειονέκτημα, καθώς βλέπει σε κάθε
άλλον άνθρωπο που δεν ανήκει στην κοινότητά «του» έναν εξ ορισμού εχθρό.
Θέση τρίτη: η συλλήβδην
αδιαβάθμητη καταγγελία του ρατσισμού είναι αδιέξοδη. Σε ό,τι αφορά τη
διείσδυση του ρατσισμού στο mainstream πολιτικό ρεπερτόριο χρειάζεται
προσοχή που δοκιμάζει τις δικές μας αντοχές. Χρειάζεται διάκριση, να το
πω απλά, μεταξύ Γ. Παπανδρέου και Α. Λοβέρδου. Αυτή είναι η στρατηγική
εμβολισμού του αστικού κόσμου, ο οποίος γνωρίζει και τις δικές του τομές
και διαιρέσεις που είναι απολύτως αξιοποιήσιμες. Χρειάζεται όμως και
διάκριση ανάμεσα στον αγανακτισμένο γονιό που βλέπει το παιδί του να
καθυστερεί στο σχολείο διότι οι πολλοί συμμαθητές του δεν έχουν μητρική
γλώσσα αυτή που διδάσκεται, και στον πολιτικό κόσμο που αξιοποιεί τον
θυμό του διοχετεύοντάς τον σε ακροδεξιές ατραπούς.
***
Η έκβαση του αντιρατσιστικού αγώνα είναι
κρίσιμη παράμετρος της υπόθεσης της κοινωνικής χειραφέτησης στους πολύ
δύσκολους καιρούς που ζούμε. Η νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση εξ ορισμού
γεννά ρατσισμό, ακόμη και αν το αντιμετωπίζει ως παράπλευρη απώλεια ή εκ
πρώτης ανάγνωσης δεν το θέλει. Ο αντιρατσισμός που (κάνει πως) δεν
βλέπει τα μεγάλα ζητούμενα μιας κοινωνίας σε οδύνη ολισθαίνει προς τη
φιλανθρωπία. Ο αντιρατσιστικός αγώνας δεν μπορεί να είναι λυσιτελής και
ολοκληρωμένος, αν δεν συνδέεται με τις μείζονες πολιτικές διακυβεύσεις
της αλλαγής συσχετισμών στην κατεξοχήν κοινωνική αντίθεση που οξύνεται. Η
ανάδειξη αυτής της σύνδεσης δεν είναι ικανή προϋπόθεση για την επιτυχή
έκβαση του αγώνα της χειραφέτησης. Είναι όμως αναγκαία.
Ο Δημήτρης Χριστόπουλος διδάσκει στο
Πάντειο Πανεπιστήμιο και είναι αντιπρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης για τα
Δικαιώματα του Ανθρώπου.
[1]
Όπως στην Ουγγαρία μαζί με την ποινικοποίηση της άρνησης του
Ολοκαυτώματος πέρασε και η ποινικοποίηση της άρνησης των εγκλημάτων του
κομμουνισμού, έτσι και εδώ πολύ δύσκολα ένας εισαγγελέας θα αντισταθεί
στον πειρασμό της ποινικής δίωξης του ιστορικού που αρνείται τη
γενοκτονία των Ποντίων.