ΕΝΘΕΜΑΤΑ
21 Απριλίου 2013
Το μάθημα της «αδιαιρετότητας των δικαιωμάτων»
21.4.1967-21.4.2013: Απαντήσεις σε τέσσερα ερωτήματα-8
του Δημήτρη Χριστόπουλου
1.
Η ταραγμένη πολιτειακή ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα, με
αποκορύφωση τη δικτατορία, αφήνει δύο κατηγοριών ανοιχτούς λογαριασμούς
αυταρχισμού στην πολιτική κουλτούρα των δικαιωμάτων. Στην πρώτη,
τοποθετούνται επιβιώσεις που σχετίζονται με το ότι η πολιτική κουλτούρα
ενός συστήματος έχει δικούς της μηχανισμούς αναπαραγωγής, σε ένα βαθμό
–ενίοτε πολύ υπολογίσιμο– αυτονομημένους από το πολίτευμα. Ο αυταρχισμός
δεν είναι υγρό, του οποίου η ροή σταματά όταν το πολίτευμα αλλάζει· είναι αέριο που μολύνει την ατμόσφαιρα, ακόμη και όταν σταματήσει να εκπέμπεται επισήμως.
Στη
δεύτερη κατηγορία, εντοπίζονται επιβιώσεις που σχετίζονται με το νωπό
παρελθόν των εκτροπών. Η αρχή της πλειοψηφίας στην Ελλάδα υλοποιήθηκε
ουσιαστικά μεταπολεμικά για πρώτη φορά το 1974, κληροδοτώντας ένα
πλειοψηφικό υπόβαθρο πρόσληψης των δικαιωμάτων: σχηματικά, «δικαίωμα
ενάντια στην πλειοψηφική βούληση δεν νοείται». Αυτό το συμπαγές
ιδεολογικό εποικοδόμημα σπάνια κλονίστηκε και, όποτε συνέβη, υπήρξαν
λυσσαλέες αντιδράσεις – όπως στην υπόθεση των ταυτοτήτων. Εν μέρει,
βέβαια, η αντίληψη αυτή εδράζεται σε ένα υποκριτικό υπόστρωμα: υστερούν
τα δικαιώματα των μειονοτήτων, εθνοτικών και θρησκευτικών, όχι εν γένει
τα δικαιώματα των μειοψηφιών. Υπάρχουν μειοψηφίες που περνάνε μια χαρά
στην Ελλάδα.
2. Το ότι η μεταπολίτευση, στη
συγκυρία της χρεοκοπίας, έχει ενδυθεί με έναν πολιτικό λόγο
αυτομαστίγωσης και αυτοενοχοποίησης δεν μπορεί να αναιρέσει το γεγονός
ότι μετρά πρωτοφανή θεσμικά εγγυητικά κεκτημένα στην ελληνική πολιτική
ιστορία. Η «μεταπολίτευση» είναι μια πολιτική διαδικασία, υπό την έννοια
της διαρκούς επιτέλεσης. Είναι διαρκώς ανοιχτή, καθώς εξ ορισμού ο
αγώνας για πολιτική δημοκρατία δεν νοείται τετελεσμένος. Η
μεταπολίτευση, εγγενώς και πάντα, θα είναι ατελής — πολλώ δε μάλλον
σήμερα, που πολλά από τα αυτονόητα κεκτημένα της καταργούνται.
Χρειαζόμαστε μια νέα κριτική κατανόηση. Το ότι ο όρος «συντεχνίες» χρησιμοποιείται,
λ.χ., από τους κυβερνώντες, για να καταργηθεί το εργατικό δίκαιο, δεν
σημαίνει ότι δεν υπήρχε ή δεν επιβιώνει συντεχνιακή λογική σε μείζονα
τμήματα του ελληνικού συνδικαλισμού (και όχι μόνο). Τη διάκριση πρέπει
να την κάνουμε με σαφήνεια, αλλιώς παρέχουμε κακές υπηρεσίες στην
Αριστερά σε μια πολύ κρίσιμη ώρα. Επίσης, όσο πρέπει να φωνάζουμε στους
μανδαρίνους του Υπουργείου Εξωτερικών ότι η Ελλάδα έχει τραγικά κενά στο
ζήτημα της προστασίας των δικαιωμάτων, άλλο τόσο πρέπει να λέμε σε
κάποιους εκπροσώπους της διεθνούς κοινωνίας των πολιτών ότι η χώρα δεν
είναι το βαλκανικό προπύργιο του αυταρχισμού της Νότιας Ευρώπης. Και,
εσχάτως, πρέπει να φωνάζουμε επίσης ότι αν η τρόικα συνεχίσει έτσι
τελικά η Ελλάδα θα γίνει όχι απλώς προπύργιο κρατικού αυταρχισμού, αλλά
κάτι χειρότερο.
3.
Η συγκυρία της κρίσης έχει οδηγήσει σε ολική ανατροπή του κοινωνικού
κεκτημένου της μεταπολίτευσης. Σήμερα, η παραβίαση των κοινωνικών
δικαιωμάτων δεν συνιστά απλώς παραβίαση «κεκτημένων», αλλά απαξίωση του
σκληρού πυρήνα της πολιτικής αυτονομίας και ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Εξάλου, κάτι το οποίο στην Ελλάδα ως Αριστερά δεν έχουμε επεξεργαστεί
αρκετά είναι η διάκριση μεταξύ «κεκτημένων» και «δικαιωμάτων». Η κρίση
επαναφέρει το ξεχασμένο, ή μάλλον απωθημένο, μάθημα της αδιαιρετότητας
των δικαιωμάτων. Όταν παραβιάζονται, και μάλιστα τόσο απροκάλυπτα, τα
κοινωνικά δικαιώματα, αμέσως έρχεται η σειρά όλων των άλλων δικαιωμάτων:
από τα ατομικά μέχρι την ίδια την ιδέα της πολιτικής συμμετοχής.
Αυτός
ο κίνδυνος διαγράφεται, με τον πιο αποφασιστικό τρόπο, από τη
νεοναζιστική εφόρμηση στο κεντρικό πολιτικό στερέωμα. Δι’ αυτής,
απροσχημάτιστα πλέον, απειλείται το πολίτευμα. Αν η απειλή νικήσει, θα
έχουμε πράγματι μια «νέα χούντα» — οπότε οφείλουμε να προσέχουμε τα
λόγια μας. Στην κρίση πληθαίνουν οι ρητορικές καταχρήσεις, υποταγμένες
στο θυμικό της αγανάκτησης, αλλά και υπαγορευμένες από την πολιτική
σπέκουλα. Οι όροι όμως, και η έντασή τους, έχουν σημασία. Το θέμα δεν
είναι ότι δεν έχουμε δημοκρατία, αλλά τι δημοκρατία έχουμε καταλήξει να
έχουμε.
4.
Πρέπει να ανιχνεύουμε τομές και συνέχειες, χωρίς να θαμπωνόμαστε από
τον εκκωφαντικό θόρυβο των ρήξεων ούτε να υποκλινόμαστε στη δύναμη της
ιστορικής αδράνειας. Την ελληνική πολιτική κουλτούρα διαπερνά ένα
ιδεολογικοπολιτικό συνεχές μιας συμπαγούς εθνοφυλετικής αντίληψης για
την πολιτική κοινότητα, που είναι η πρώτη ύλη για την ακροδεξιά
ιδεολογία. Αυτό όμως δεν αρκεί για να εξηγήσει την ένταση και την έκταση
της νεοναζιστικής εφόρμησης. Το σχήμα κατανόησης αυτού που συμβαίνει
σήμερα πρέπει να είναι διττό: σε ένα υπαρκτό υπόστρωμα εθνοφυλετισμού
και αυταρχισμού, επικάθεται η συγκυρία της κρίσης, που έρχεται να
διαλύσει το ήδη ασθενές θεσμικό υπόβαθρο των ατομικών, πολιτικών και
κοινωνικών δικαιωμάτων.