Όταν δέρνεις συντεταγμένα, επειδή ανήκεις στο κόμμα, το κόμμα
κινδυνεύει, ακόμη και με θέση εκτός νόμου. Όμως για να γίνει αυτό πρέπει
οι φυσικοί και ηθικοί αυτουργοί να λογοδοτήσουν πρώτα με βάση το
υπαρκτό νομικό οπλοστάσιο του Ποινικού Κώδικα. Οσο αυτό δε συμβαίνει, η
συζήτηση περί απαγόρευσης είναι ένας απλός πολιτικός βολονταρισμός χωρίς
νομική τεκμηρίωση
Του Δημήτρη Χριστόπουλου
Το
καλοκαίρι, σε μια συνάντηση στο πλαίσο του Θερινού Πανεπιστημίου του ΚΕΑ
και του Δικτύου transform!, όπου βρέθηκαν πολλοί Ευρωπαίοι διανοούμενοι
από το χώρο της Αριστεράς κυρίως, συζητούσαμε το ζήτημα της
ποινικοποίησης του ρατσιστικού λόγου και της θέσης εκτός νόμου των
ναζιστικών κομμάτων στην Ευρώπη. Στη συνάντηση αυτή προσπάθησα να κάνω
την εξής διάκριση, αναγνωρίζοντας ότι όντως δεν είναι εύκολη: ένα πράγμα
είναι η δίωξη του φρονήματος και άλλο η ποινικοποίηση ενός πολιτικού
κόμματος.
Με τη διάκριση αυτή υπαινίσσομαι ότι ενώ η δίωξη ακόμη
και του πιο αισχρού φρονήματος δεν μπορεί να σταθεί σε ένα φιλελεύθερο
καθεστώς, η θέση εκτός νόμου ενός κόμματος που έχει σημαία την κατάργηση
του καθεστώτος αυτού, ενδεχομένως να μας θέτει ενώπιον διαφορετικών
αποχρώσεων, και τελικώς, ενώπιον άλλων αποφάνσεων.
Στη ιδέα της
διάκρισης αυτής, οι Γερμανοί και Αυστριακοί συνάδελφοι, απ’ όλους τους
χώρους, δηλαδή κεντροδεξιά ως ριζοσπαστική και ανανεωτική Αριστερά,
φάνηκαν δύσπιστοι, για να μην πω αρνητικοί. Για τους γερμανόφωνους, αλλά
και γαλλόφωνους φίλους ήταν προφανές ότι μερικά πράγματα «δεν λέγονται»
και άρα η τυχόν εκφορά τους δημιουργεί ζήτημα ποινικών ευθυνών. Αν
λοιπόν στην Ελλάδα, με ευκολία σαρκάζεις και ευτελίζεις τα θύματα του
Ολοκαυτώματος χωρίς την αίσθηση ότι διαπράττεις αξιόποινη πράξη, όπως ο
μπαμπάς Πλεύρης, στη Γαλλία και τη Γερμανία, αν το κάνεις, κινδυνεύεις
να βρεθείς στη φυλακή. Οπως βρέθηκε ο γέρο Ιρβινγκ… Φυσικά, κουβέντα δε
γίνεται για ναζιστικά κόμματα, όπως η Χρυσή Αυγή: αυτά, όντας εκτός
συνταγματικού τόξου, δεν δικαιούνται να έχουν θέση στα νόμιμα πολιτικά
κόμματα, διότι συστατικό τους δεν είναι απλώς το μίσος των λόγων, αλλά η
βία των πράξεων.
Στα καθ’ ημάς όμως, για λόγους ιστορικούς
μάλλον, και εξαιτίας μεγαλύτερης ευαισθησίας στην ελευθερία της έκφρασης
για λόγους ελληνικής πολιτικής κουλτούρας, δυσκολευόμαστε να δεχθούμε
την απαγόρευση πολιτικού κόμματος. Ακόμη και η σχετική συνταγματική
διάταξη προβλέπει ότι τα κόμματα πρέπει να υπηρετούν στοιχειωδώς το
πολίτευμα, αλλά η συνταγματική θεωρία δεν έχει προχωρήσει στο «δια
ταύτα» αυτής της συνταγματικής επιταγής. Το αποτέλεσμα είναι ότι στη
χώρα δεν υπάρχουν νομικές φωνές υπέρ της απαγόρευσης κόμματος. Ακόμη και
της Χρυσής Αυγής. Οι Ελληνες νομικοί στέκουν μπροστά στο ζήτημα, όπως
οι θεολόγοι ενώπιον της ευθανασίας. Δεξιοί, κεντρώοι ή αριστεροί, δεν το
αντέχουν. Αν δηλαδή στη γερμανική ιστορία της ποινικοποίησης των
πολιτικών κομμάτων (που αξιολογούνται ως) εκτός συνταγματικού τόξου
βαραίνει η ιστορία του εθνικοσοσιαλισμού, στην Ελλάδα βαραίνει η ιστορία
της χούντας με ανάστροφο τρόπο: εκεί, η απαγόρευση θεωρείται
ενδεδειγμένη και όχι απλώς ανεκτή, ενώ εδώ ο νομικός κόσμος την
αποκρούει διότι κρούει τους κώδωνες του πολιτειακού παρελθόντος του
αυταρχισμού.
Πώς λειτουργούμε απέναντι σε αυτή την εδραιωμένη
κατάσταση; Δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι πιο πειστικό από το να θέσουμε την
ελληνική δικαιοσύνη ενώπιον της βασάνου της εξάντλησης των ένδικων μέσων
για πράξεις που εξέχουν των ορίων της ποινικής έννομης τάξης: κοινώς,
όταν δέρνεις, τιμωρείσαι. Οταν δέρνεις συντεταγμένα, επειδή ανήκεις στο
κόμμα, το κόμμα κινδυνεύει, ακόμη και με θέση εκτός νόμου. Όμως για να
γίνει αυτό πρέπει οι φυσικοί και ηθικοί αυτουργοί να λογοδοτήσουν πρώτα
με βάση το υπαρκτό νομικό οπλοστάσιο του Ποινικού Κώδικα. Οσο αυτό δε
συμβαίνει, η συζήτηση περί απαγόρευσης είναι ένας απλός πολιτικός
βολονταρισμός χωρίς νομική τεκμηρίωση. Πώς θα τεθεί εκτός νόμου η Χρυσή
Αυγή με μια μοναδική καταδίκη μέλους της; Μήπως πρέπει πρώτα η ελληνική
δικαιοσύνη να κάνει τη δουλειά της; Θα μου πει κάποιος εύλογα: «μα δεν
έχει κάνει τίποτε…». Καταλαβαίνω και επαυξάνω. Οσο όμως τα πράγματα
είναι έτσι, δεν βλέπω ενδεχόμενο απαγόρευσης. Κράτος δικαίου είναι
κράτος κανόνων, όπως δεν πρέπει να κουραστούμε να λέμε. Αν η δικαιοσύνη
δεν μπορεί να θέτει τους κανόνες αυτούς, τότε η έκβαση είναι ανοιχτή σε
ανταγωνισμούς και αντιθέσεις των οποίων το δικονομικό περιεχόμενο έχει
πεπερασμένο εκτόπισμα.