Η νεοναζιστική στρατηγική της έντασης
Του Δημήτρη Χριστόπουλου
Στην πιο ενδιαφέρουσα αποστροφή της
συνέντευξης Παναγιώταρου στο ΒΒC της 17ης Οκτωβρίου 2012, ο βουλευτής
της Χρυσής Αυγής λέει: «Η ελληνική κοινωνία είναι έτοιμη για ένα νέο
είδος εμφυλίου. Από τη μία πλευρά θα υπάρχουν εθνικιστές, όπως εμείς,
και Έλληνες που θέλουν η χώρα μας να είναι όπως ήταν, και από την άλλη
πλευρά, οι παράνομοι μετανάστες, οι αναρχικοί και όλοι αυτοί που έχουν
κατ’ επανάληψη καταστρέψει την Αθήνα".
Αξιολογώ ως εξόχως αποκαλυπτικό το απόσπασμα αυτό.
Τόσο αποκαλυπτικό που ίσως ο περί ου να υπέπεσε σε ατόπημα. Ο
προσεκτικός ακροατής ή αναγνώστης θα διαπίστωσε ότι ο πόλεμος δεν θα
γίνει εναντίον της εκφυλισμένης πολιτικής τάξης του μνημονίου ή έστω
της αριστεράς που εποφθαλμιά την εξουσία (μολονότι ο
όρος «αναρχοαριστεροί» είναι πολύ διαδεδομένος στο λεξιλόγιο της ΧΑ). Ο
εχθρός δεν είναι αυτός. Ο εχθρός είναι οι αναρχικοί και οι μετανάστες,
ένα μείγμα που ήδη έχει στοχοποιηθεί ως ανυπόφορο για όλη
την ελληνική κοινωνία. Eπίσης, μιας και για τη Χρυσή Αυγή όλοι
οι μετανάστες πρέπει να γίνουν παράνομοι, η αναφορά αυτής της
ιδιότητας συμπεριλαμβάνει εν δυνάμει όλον τον μεταναστευτικό πληθυσμό
της Ελλάδας.
Στην τρίτη δεκαετία του 20ου αιώνα, όταν ο Κ. Σμιττ δημιουργούσε το ιδεολογικό λίπασμα του ναζισμού έγραφε:
«Εχθρός είναι μόνο μια, … κατά
πραγματική δυνατότητα, μαχόμενη ολότητα, η οποία βρίσκεται αντιμέτωπη με
μιαν άλλη ακριβώς τέτοια ολότητα.» (Σμιττ, 1988:50)
Ο εχθρός λοιπόν δεν υποδεικνύεται στη βάση των προσωπικών
αισθημάτων ή ηθικών αξιολογήσεων (inimicus), αλλά στο πρόσωπο
μιας ολοκληρωτικά εχθρικής δύναμης (hostis) που απειλεί την ύπαρξη του
κράτους. Αυτό διακρίνει τον εχθρό (έχει ενδιαφέρον ότι ο
Σμιττ χρησιμοποιεί την ελληνική λέξη «εχθρός» στο πρωτότυπο) από τον
κάθε είδους άλλον αντίπαλο. «Η απόφαση για το ποιος είναι εχθρός έχει ως
δυνατή συνέπειά της τον εμφύλιο πόλεμο και προφανώς την άσκηση
φυσικής βίας.» (Λαβράνου σε Σμιττ 1988: 19 ). Ενώ δηλαδή απέναντι στους
αντιπάλους οι θεσμοί μπορούν να τιθασεύσουν τον ανταγωνισμό, απέναντι
στον εχθρό μια είναι η διέξοδος: ο πόλεμος.
Η στρατηγική της έντασης την οποία έχει εγκαινιάσει μετεκλογικά η Χρυσή Αυγή, διαψεύδοντας
όλους όσους προέβλεπαν τον εξανθρωπισμό του κτήνους δια
του κοινοβουλευτισμού – από το ΚΚΕ ως το περιβάλλον του κεντροδεξιού
εκσυγχρονισμού - έχει δύο βασικούς στόχους, στο μέσο και
στο μακρο-επιπεδο: ο βραχυπρόθεσμος είναι το ενισχυμένο εκλογικό ποσοστό
στην επικείμενη αναμέτρηση. Κατά το σενάριο αυτό, η Χρυσή Αυγή εύχεται
να αποτύχει παταγωδώς η παρούσα κυβέρνηση, να κυβερνήσει γρήγορα
η αριστερά, ώστε όταν αποτύχει και αυτή πλέον, να γίνουν πιο ώριμες οι
προϋποθέσεις και να έρθει η ώρα της.
Ο μακροπρόθεσμος λοιπόν είναι ο δια-ιστορικός στόχος του
ναζισμού: η ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος, το οποίο καταστατικά
η ΧΑ αποδοκιμάζει. Η πολιτική εδώ παραπέμπει στην ιστορικά δοκιμασμένη
συνταγή του ακροδεξιού εξτρεμισμού, την στρατηγική της έντασης.
Η στρατηγική που τροφοδοτεί τον φόβο των ανθρώπων απέναντι σε μια
συγκεκριμένη ομάδα, διαιρώντας και χειραγωγώντας την κοινή γνώμη μέσω
του τρόμου, της προπαγάνδας και της προβοκάτσιας. Να πούμε εδώ ότι η
αναφορά σε «εμφύλιο πόλεμο» δεν πρέπει να δημιουργεί συνειρμούς με την
ελληνική εμπειρία, ούτε συλλήβδην συσχετίσεις και ατελέσφορες ιστορικές
αναλογίες, όπως έχει γίνει της μόδας, με τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης.
Ορθώς επισημαίνεται επί τούτου πως:
« Οι σημερινές ελληνικές αναφορές στο τέλος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης αφορμώνται από τη θέση ότι ευθύνονται τα πολιτικά άκρα.(…) Η θέση τώρα ότι η πτώση της Δημοκρατίας οφείλεται στη δράση των «άκρων», όχι μόνο αθωώνει όλες τις μη ακραίες, τις αποκαλούμενες «μετριοπαθείς» πολιτικές δυνάμεις παρουσιάζοντάς τες αναγκασμένες να αποδεχθούν την τελική παράδοση της εξουσίας στους Ναζί, αλλά επιπλέον συγκαλύπτει την πολιτική τους ευθύνη καθ΄όλη τη διάρκεια της δημοκρατικής περιόδου. (Χατζηιωσήφ, 2012: 14-15).
Σε αντίθεση λοιπόν με τους κατά κανόνα άστοχους συνειρμούς
με τη Βαϊμάρη, θεωρώ ότι άξια μελέτης είναι περισσότερο η ιταλική
εμπειρία από τα τέλη της δεκαετίας του εξήντα ως τις αρχές του ογδόντα
για την οποία οι όροι «εμφύλιος πόλεμος» ή έστω «χαμηλής
έντασης» εμφύλιος πόλεμος ή «βίαιη πολιτική σύγκρουση» αποτελούν κατά
τους σοβαρούς αναλυτές του ιταλικού νεοφασισμού δόκιμες
παραλλαγές της απόδοσης της τότε κατάστασης στη χώρα. Να θυμίσουμε: 25
νεκροί κατά μέσο όρο ετησίως από το 1969 ως το 1982 και 11.000
βίαια επεισόδια, 47% των οποίων αποδίδονται στην ακροαριστερά και το 53%
στους νεοφασίστες (Cento, 2007: πρόλογος και 15).
Σήμερα, με τις συστηματικές επιθέσεις κατά μεταναστών από τα ελληνικά νεοναζιστικά τάγματα εφόδου,
επιχειρείται ο εξαναγκασμός των θυμάτων στη βίαιη απάντηση αλλά και η
ώθηση των αναρχικών και τμημάτων της ριζοσπαστικής αριστεράς στην
πολεμική κινητοποίηση. Ο χώρος αυτός – παραδόξως πώς ακόμη – δεν
έχει δώσει παρά σποραδικές απαντήσεις στη ναζιστική βία. Την ίδια στιγμή
βέβαια συνεχίζει απτόητος να προκαλεί το δημόσιο αίσθημα με τα
συστηματικά «μπάχαλα» σε κάθε λαϊκή κινητοποίηση στο κέντρο της
πρωτεύουσας.
Όταν λοιπόν ο εχθρός της Χρυσής Αυγής ολισθήσει στην
αναμέτρηση, τότε οι συνθήκες θα είναι ώριμες για την υπαρξιακή
απόφαση όλων των υπολοίπων, δηλαδή ημών, που δεν είμαστε ούτε με τον
έναν ούτε με τον άλλον: ποιος είναι ο εχθρός; Οι «εθνικιστές» ή οι εκτός
ελέγχου «αναρχικοί που συμμαχούν με τους εισβολείς του έθνους,
τους λάθρο-μετανάστες». Σε αυτήν τη συνθήκη, αν η αριστερά βρίσκεται
στην εξουσία, τόσο το καλύτερο, καθώς όχι απλώς έχει λερωμένη τη φωλιά
της γιατί ανέχθηκε τόσα χρόνια τα μπάχαλα, αλλά συν τοις άλλοις,
οι προσβάσεις στα σώματα ασφαλείας θα είναι τόσο περιορισμένες ώστε
το ίδιο το κράτος θα διαιρεθεί, μεταξύ «νομιμότητας» και «πάταξης του
εχθρού με κάθε τίμημα», ακόμη δηλαδή και την κατάλυση των εγγυήσεων του
Συντάγματος.
Έτσι λοιπόν, στη βάση της βιαίης πόλωσης και της ώθησης στο διχασμό, συγκροτούνται οι κοινωνικές συμμαχίες του νεοναζισμού. Από
το στενό πυρήνα της συμμορίας που έχει ήδη κλείσει τα τριάντα χρόνια
ζωής με δράσεις σχεδόν αποκλειστικά ποινικού ενδιαφέροντος, στο δεύτερο
κύκλο εμπνεόμενο
«από την πολιτική κουλτούρα της αποενοχοποίησης του
δωσιλογισμού και του βασιλοχουντισμού, κάτι που δεν τόλμησε –ή μάλλον
δεν κατάφερε επαρκώς– το ΛΑΟΣ» (Χριστόπουλος, 2012)
και τέλος στον τρίτο και μεγαλύτερο κύκλο, η πολιτική
επιρροή στον οποίο θα είναι καθοριστική για την έκβαση της
πολιτικής εδραίωσης του νεοναζισμού στην Ελλάδα της κρίσης. Συζητούμε
φυσικά για την αγανακτισμένη μικροαστική τάξη η οποία, συμπιεζόμενη,
κατ’ουσίαν εξαφανιζόμενη από αυτήν την ιστορικά πρωτοφανή διαδικασία
αναναδιανομής πλούτου στη χώρα, βρίσκει πάντα ιστορικά ένα
ασφαλές απάγκιο στον ακροδεξιό εξτρεμισμό. Ο ελληνικός φυλετισμός –
κυρίαρχη ιδεολογία ούτως ή άλλως και εκτός του ακροδεξιού άκρου
- αποτελεί το κατεξοχήν πρόσφορο υπέδαφος για την ευόδωση της διεργασίας
αυτής.
Η στρατηγική της έντασης που έχει
λοιπόν υιοθετήσει η Χρυσή Αυγή αποσκοπεί στη εδραίωση των προσβάσεων της
όχι μόνο στα μικροαστικά αλλά και σε μέσο-αστικά στρώματα. Τμήματα
των στρωμάτων αυτών, ενώ, κατά τεκμήριο, μπορούν να
αντιληφθούν τον κίνδυνο του εκφασισμού τους, εν τούτοις είναι πιθανό να
μπουν στον πειρασμό: Από το χάος μιας κατάστασης απόλυτης ανομίας
θα προτιμήσουν την «χώρα μας να είναι όπως ήταν»… Έτσι λοιπόν, η Χρυσή
Αυγή, με διεργασίες που κονιορτοποιούν τον πολιτικό χρόνο επιχειρεί να
μεταλλαχθεί από τον «προστάτη» του 6ου διαμερίσματος της Αθήνας – της
γειτονιάς δηλαδή - σε πειστικό πάροχο ασφάλειας για ένα υπολογίσιμο
τμήμα του ελληνικού εκλογικού σώματος, με τελικό στόχο μια ολική
αντιπαροχή προστασίας προς το ίδιο το κράτος: από την κοινότητα,
στην κοινωνία και δι’αυτής στους πολιτειακούς θεσμούς. Διότι φυσικά η
συνθήκη της σύρραξης ευνοεί την σφιχτή και στρατιωτικά δομημένη ιεραρχία
σε βάρος της πλαδαρής ιδεολογικής επιρροής των πολιτικών κομμάτων, και
μάλιστα σε μια εποχή γενικευμένης απαξίωσης του πολιτικού προσωπικού
στην Ελλάδα της κρίσης.
«Υπάρχει μια κοινή και βολική δικαιολογία για τη βία που λέει ότι για όλα φταίει ο αντίπαλος.
Οι γερμανοί απολογητές του ναζισμού υπερασπίζονται το Τρίτο
Ράιχ λέγοντας ότι το άρχισαν οι Μπολσεβίκοι. Είναι γεγονός φυσικά ότι η
έφοδος του Λένιν ενάντια στους πολιτικούς του αντιπάλους ήταν και αυτή
εξαιρετικά βίαιη, ωστόσο οι Ναζί ήταν απόλυτα ικανοί να σκοτώνουν
ανθρώπους στο ξύλο και αργότερα να στέλνουν εκατομμύρια στα στρατόπεδα
συγκέντρωσης χωρίς να χρειάζονται «δασκάλους» από την
Αριστερά. Δεν πιστεύω λοιπόν ότι στην πραγματικότητα η αριστερή βία
οδήγησε με τον οποιονδήποτε τρόπο στην ανάδυση της Ακρας
Δεξιάς. (…) Αυτά δεν σημαίνουν ότι αρνείται κανείς πως η Ακρα Αριστερά
έκανε πάντα τα στραβά μάτια στη δική της βία, είτε αυτή κατευθυνόταν
εναντίον αστυνομικών είτε εναντίον τραπεζών. Αλλά για πολλές δεκαετίες η
Ακρα Αριστερά δεν ήταν κανένας ισχυρός παράγοντας της
ελληνικής πολιτικής.» (Μαζάουερ, 2012)
Το γεγονός ότι τα προηγούμενα τα λέει αυτός που τα λέει
και όχι κάποιος «ακραίος αριστερός» ιστορικός νομίζω ότι στέλνει ένα
μήνυμα. Ένα μήνυμα επείγουσας ανάγκης ταυτοποίησης του προβλήματος,
χωρίς πολιτικές υπεκφυγές, άστοχες ιστορικές αναλογίες, και
συλλήβδην γενικεύσεις θεολογικού τύπου σχετικά με την «καταδίκη της
βίας» μέσα από τη θεωρία των άκρων, η οποία στην προσπάθεια της
να απονομιμοποιήσει την αριστερή βία, τελικώς νομιμοποιεί το ναζισμό
καθώς τον καθιστά συμψηφίσημο πολιτικο-ιδεολογικό μέγεθος.
Είναι αυτονόητο πως ο οποιοσδήποτε νοήμων άνθρωπος ανθίσταται στη βία.
Μας κάνει το ίδιο, το να διαλύσει το σπίτι μας ένας χούλιγκαν, ένας
φασίστας ή ένας αναρχικός και είναι αυτονόητο πως η ποινική έννομη τάξη
δεν θα διακρίνει με βάση τα κίνητρα του καθενός τους. Από αυτό όμως
το αυτονόητο, ο ίδιος νοήμων άνθρωπος ξεκινά να σκέφτεται. Σε ένα
εξαιρετικό βιβλίο, ένας από τους σημαντικότερους ιταλούς ιστορικούς των
καιρών μας, ο Κάρλο Γκίνζμπουργκ μελετά με αφορμή την καταδίκη Σόφρι για
την δολοφονία του αστυνομικού διοικητή του Μιλάνου τις σχέσεις του
δικαστή και του ιστορικού, συγκλίσεις και αποκλίσεις στο «πώς επιμερίζει
ο ένας την υπαιτιότητα και που αναζητά ο άλλος την αιτία»
(Λιάκος, πρόλογος σε Γκίνζμπουργκ, 2003).
«Ένας ιστορικός έχει [λοιπόν] το δικαίωμα
να διακρίνει ένα πρόβλημα εκεί όπου ένας δικαστής θα αποφάσιζε το «πέρας
της διαδικασίας».» (Γκινζμπουργκ, 2003: 27).
Κοινώς, σε ό,τι αφορά την ποινική διαδικασία η βία δεν
έχει χρώμα, αλλά σε ό,τι αφορά όλα τα άλλα επίπεδα έχει (και
παραέχει). Αυτό σημαίνει ιεραρχήσεις, προτεραιοποιήσεις και αξιολογήσεις
διαφορετικής έντασης στην απαξία της ίδιας της βιαίας πράξης, τόσο
εξαιτίας του στόχου της όσο και της συστηματικής ή περιστασιακής
εκφοράς της. Εδώ λοιπόν, δεν μπορεί κανείς πίσω από την καραμέλα
της συλλήβδην «καταδίκης της βίας απ’όπου και να προέρχεται» να μη
βλέπει τα εξής απλά:
1ον, για κάποιους η βία είναι το μέσο για άλλους είναι το καθεαυτό μήνυμα.
2ον, για κάποιους η προσφυγή στη βία είναι αναγκαίο κακό,
για άλλους συνήθεια, για άλλους ηθική επιταγή μιας
διεστραμμένης αίσθησης καθήκοντος.
3ον, για κάποιους η χρήση της βίας είναι περιστασιακή, για άλλους συστηματική και για άλλους υπαρξιακή ανάγκη.
Με απλά λόγια, είναι άλλο το να λέει κανείς ότι «επανάσταση χωρίς βία δεν γίνεται», άλλο
το να απωθεί αστυνομικούς που τον χτυπάνε, άλλο το να σπάει μαγαζιά
και κεφάλια στις διαδηλώσεις περιστασιακά, άλλο κατά συρροή
(υπαινίσσομαι ούτως ή άλλως υπαρκτές διαβαθμίσεις του ποινικού κώδικα),
άλλο μια ένοπλη ομάδα τύπου 17Ν και άλλο τα κρεματόρια του Χίτλερ.
Εδώ λοιπόν δεν πρέπει να αφήνουμε περιθώρια παρερμηνειών: Η βία είναι το
αναγκαίο αξιακό παρακολούθημα της ναζιστικής ιδεολογίας, είναι το
μήνυμα της καθεαυτό καθώς ο στόχος της είναι να απαλλάξει την
ανθρωπότητα από αυτούς που θεωρεί «υπανθρώπους», όπως δήλωσε η
σύζυγος του αρχηγού στη Βουλή, δηλαδή πρόσωπα χωρίς εύλογη αξίωση να
ζούνε: μη-πρόσωπα.
Ο ρατσισμός είναι συστατικό του ναζισμού εξ
ου κάνουμε λόγο ειδικά για ναζισμό και όχι «φασισμό» ή ό,τιδηποτε
σχετικό. Ο ναζιστικός φυλετισμός θεωρεί ότι κάποιοι δεν είναι
άνθρωποι, όποτε όχι απλώς δικαιούμαστε να τους εξολοθρεύσουμε,
αλλά υποχρεούμεθα διότι έτσι γίνεται καλύτερη η ανθρωπότητα στην οποία
αυτοί - οι υπάνθρωποι - δεν ανήκουν. Εδώ λοιπόν πρέπει να τελειώνει –
πριν καν αρχίσει - η συζήτηση περί συμψηφισμού της βίας ως
εργαλείο πολιτικής επικράτησης ή – ακόμη χειρότερα - κοινωνικής
διαμαρτυρίας με το ναζισμό.
Αξιολογώ πως τα προηγούμενα είναι
προαπαιτούμενα για την οποιαδήποτε προσπάθεια σύγκλισης ενάντια στον
εκφασισμό της πολιτικής ζωής. Αν συμφωνούμε πως η στόχευση
είναι η θωράκιση του δημοκρατικού και φιλελεύθερου χαρακτήρα του
πολιτεύματος απέναντι στη ναζιστική απειλή, τότε η σίγουρη συνταγή
αποτυχίας είναι αφενός η «θεωρία των άκρων» και αφετέρου, η αγοραία
αντιμνημονιακή ρητορεία περί «προδοτών» και «δωσίλογων» καθώς και οι δύο
αυτές απόψεις δείχνουν να μην έχουν λάβει σοβαρά υπόψη τους τη
διάκριση μεταξύ «εχθρού» και «αντιπάλου» με την οποία πορεύεται ανέκαθεν
ο ναζισμός.
Οι διαφορές των πολιτικών αντιπάλων δεν κρύβονται, ούτε
πρέπει εξάλλου. Από την άλλη όμως, αν υπάρχει ένα πεδίο στο
οποίο δεν λύνονται αυτό είναι ο αντιναζιστικός αγώνας. Διότι η
επικράτηση σε αυτόν τον αγώνα θα μας επιτρέψει να συνεχίσουμε να
διαφωνούμε ελεύθερα και συντεταγμένα. Σαν πραγματικοί αντίπαλοι.
Ο Δημήτρης Χριστόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας Παντείου Πανεπιστημίου
Φωτό: Αγγελική Παναγιώτου, Fosphotos
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
B. A. Cento (2007), Italian Neofascism. The Strategy of tension and the politics of non-reconciliation, Berghahn Books.
Κ. Γκίνζμπουργκ (2003), Ο δικαστής και ο Ιστορικός. Σκέψεις στο περιθώριο της δίκης Σόφρι, Αθήνα: Νεφέλη
Μ. Μαζάουερ (2012), Συνέντευξη στα ΝΕΑ, 13 Οκτωβρίου 2012 http://www.tanea.gr/ellada/article/?aid=4759692
Κ. Σμιττ (1988), Η έννοια του πολιτικού, Μετάφραση-εισαγωγή: Α. Λαβράνου, Αθήνα: Κριτική
Δ. Χριστόπουλος (2012), «Μετεκλογικοί τίτλοι στο νέο
πολιτικό τοπίο»,
2012 http://enthemata.wordpress.com/2012/09/02/hristopoulos-8/)
Χ. Χατζηιωσήφ (2012), «Η δημοκρατία της Βαϊμάρης και η
απειλή των «άκρων»: το ατελέσφορο των ιστορικών αναλογιών» σε: Η Αυγή
& Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς (επιμέλεια), Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης
και οι σημερινές «αναβιώσεις» της, Η Αυγή της Κυριακής 21.10.2012