Για μια ρεαλιστική και ανθρώπινη διαχείριση του μεταναστευτικού
Του Δ. Χριστόπουλου
Η μετανάστευση, παρά τα φαινόμενα, δεν δημιουργεί νέα προβλήματα αλλά βάζει σε μεγεθυντικό φακό και οξύνει τις υπαρκτές παθογένειες μιας κοινωνίας σε κρίση, ενός αποδιαρθρωμένου κοινωνικού κράτους και τέλος μιας δημόσιας διοίκησης που έχει εθιστεί στην απαξίωση της ανθρώπινης προσωπικότητας. Με αυτό το δεδομένο, η μετανάστευση κομίζει λιγότερο κάτι νέο. Περισσότερο, αναδεικνύει την παλιά και εδραιωμένη παθογένεια στην πιο ακραία μορφή της.Μια ολική στρατηγική για τη διαχείριση του σύνθετου μεταναστευτικού ζητήματος στην Ελλάδα δεν μπορεί παρά να ξεκινά από την ταυτοποίηση του θέματος – για τι μεγέθη μιλάμε – και στη συνέχεια να προκρίνει επιμέρους βηματισμό υλοποίησης δράσεων για τις διαφορετικές υπο-ομάδες που συνθέτουν τον μεταναστευτικό πληθυσμό.
Το πρόβλημα στην Ελλάδα δεν είναι απλώς ότι δεν έχουν προωθηθεί αυτές οι δράσεις αλλά ότι ακόμη δεν ξέρουμε για τι πληθυσμό συζητάμε, γνώση που αποτελεί δομική προϋπόθεση για τη χάραξη μιας ρεαλιστικής μεταναστευτικής πολιτικής που θα προτάξει το σεβασμό στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τη διαφύλαξη της κοινωνικής συνοχής σε μια χώρα που διάγει την δημοσιονομικά πιο δύσκολη και πολιτικά πιο απρόβλεπτη συγκυρία μετά τον εμφύλιο πόλεμο.
Οι μετανάστες μεταξύ κοινωνικής ένταξης και αποκλεισμού
Η συζήτηση τοποθετείται γύρω από το δίπολο ένταξη – αποκλεισμός. Ως ένταξη ή ενσωμάτωση μπορούμε να ορίσουμε μια κατάσταση επαρκούς πρόσβασης στα θεμελιώδη κοινωνικά αγαθά της εργασίας, της υγείας και της εκπαίδευσης. Αποκλεισμός είναι η μη- πρόσβαση, η στέρηση. Είναι προφανές ότι η συζήτηση περί ένταξης και αποκλεισμού δεν αφορά (μόνο) τους μετανάστες αλλά όλους τους ανθρώπους. Η συζήτηση δηλαδή αυτή δεν σχετίζεται με την καταγωγή ενός ανθρώπου, όσο με την κοινωνική-ταξική θέση του. Στις μέρες μας, περισσότερο από ποτέ στην Ελλάδα, το διακύβευμα της κοινωνικής ένταξης και η απειλή του αποκλεισμού αφορά τους πάντες, άρα και τους μετανάστες.
Οι μετανάστες έχουν μια ιδιαίτερη θέση στο σχήμα ένταξη – αποκλεισμός. Από τη μια πλευρά, είναι περισσότερο εκτεθειμένοι στον αποκλεισμό καθώς στερούνται των προνομίων που η ιθαγένεια του κράτους υποδοχής συνεπάγεται, έχουν μεγάλες δυσχέρειες επικοινωνίας κυρίως λόγω γλώσσας, στερούνται των άτυπων δομών κοινωνικής υποστήριξης που αντισταθμίζουν την απουσία κοινωνικού κράτους σε χώρες όπως η Ελλάδα και ενίοτε στιγματίζονται με ρατσιστικά στερεότυπα από την κοινή γνώμη.Από την άλλη όμως πλευρά, οι μετανάστες, σε συνθήκες κρίσης, εμφανίζουν αντοχές που δεν υπάρχουν στο γηγενή πληθυσμό. Είναι πιο ανθεκτικοί στην κακομεταχείριση διότι την έχουν υποστεί περισσότερο ενώ έχουν θέσει πολύ χαμηλότερα το δείκτη της κοινωνικής προσδοκίας του ευ ζειν σε αντίθεση με μερίδες του γηγενούς πληθυσμού που με απλά λόγια έχουν «μάθει» καλύτερα.
Η κρίση δηλαδή απέναντι στους μετανάστες έχει παραδόξως αντιφατικά αποτελέσματα. Από την μια, εκθέτει και ωθεί στην περιθωριοποίηση αλλά από την άλλη συγκριτικά θέτει μερίδες του μεταναστευτικού πληθυσμού σε συγκριτικά καλύτερη θέση από τους ντόπιους που εξωθούνται με πιο δραστικό τρόπο στον αποκλεισμό λόγω του ότι έχουν χαμηλότερες δεξιότητες να ανταπεξέλθουν στη σκληρή κοινωνική δοκιμασία της ύφεσης και της λιτότητας.
Ταξινομώντας τον μεταναστευτικό πληθυσμό στην Ελλάδα: οι μετανάστες διαφέρουν
Με βάση τα προηγούμενα, μια συστηματική ταξινόμηση του μεταναστευτικού πληθυσμού στην Ελλάδα με στόχο τη χάραξη στρατηγικής πρέπει πρωτίστως να λάβει υπόψη της τη θέση και σχέση των ανθρώπων αυτών με τα κοινωνικά αγαθά που προσδιορίζουν το δίπολο «ένταξη – αποκλεισμός». Και αυτό, διότι η όποια ρύθμιση που αφορά το νομικό καθεστώς της παραμονής των ανθρώπων αυτών στην χώρα δεν μπορεί παρά να έχει ως πυξίδα την εδραίωση της ενσωμάτωσης. Όπως θα δείξουμε στη συνέχεια άλλος δρόμος δεν φαίνεται να υπάρχει καθώς η προοπτική της εδραίωσης του αποκλεισμού ωθεί την ήδη εύθραυστη κοινωνική συνοχή στην Ελλάδα σε εκτός θεσμικού ελέγχου καταστάσεις ισχυρής επικινδυνότητας για την ασφάλεια και την ελευθερία της όλης κοινότητας των ανθρώπων που έχουν στη χώρα αυτή το κέντρο των βιοτικών τους σχέσεων, είτε είναι ξένοι είτε έλληνες. Με δύο λόγια, πλανάται κανείς αν πιστεύει ότι τα προβλήματα των μεταναστών είναι μόνο δικά τους. Είναι δικά μας.
Προβλήματα ενός συλλογικού υποκειμένου που αποτελείται από όλον τον πληθυσμό της χώρας
Η πραγματικότητα είναι πως ένα πλειοψηφικό τμήμα των μεταναστών που βρίσκονται στην Ελλάδα έχει ήδη μπει σε οριστική διαδικασία κοινωνικής και πολιτικής ενσωμάτωσης με τελική εκβολή στην ελληνική ιθαγένεια. Ένα άλλο τμήμα μπορεί να εισέλθει σε τέτοια δυναμική με τη συμβολή του νομοθέτη και της διοίκησης διότι βρίσκεται στο μεταίχμιο του αποκλεισμού και της ένταξης. Με δεδομένο πως οι άνθρωποι αυτοί έχουν αναπότρεπτα μεταφέρει τις βιοτικές τους σχέσεις στη χώρα, η ενσωμάτωση είναι μονόδρομος.
Ένα άλλο τμήμα μεταναστών στερούμενων νομιμοποιητικών εγγράφων ζει σε συνθήκες κοινωνικού αποκλεισμού χωρίς ορατές πιθανότητες κοινωνικής ένταξης και ειδικά στις σημερινές συνθήκες της κρίσης. Η μόνη λύση για τους ανθρώπους αυτούς είναι να τους καταγράψουμε για να ξέρουμε για τι συζητάμε. Σε όλες πάντως τις περιπτώσεις, η δημόσια συζήτηση που διεξάγεται σήμερα αφορά αποκλειστικά αυτό το τμήμα, με αποτέλεσμα να στοχοποιούνται όλοι οι μετανάστες με αγοραίο, ανεύθυνο και ξενοφοβικό τρόπο που τροφοδοτεί το νεοναζισμό, ο οποίος απλώς «εισπράττει».
Από την κοινωνική ένταξη στον ελληνικό λαό: η ιθαγένεια ως προοπτική
Ξεκινούμε από την κατηγορία των μεταναστών που είναι νομίμως στη χώρα και μετά από συνήθως αρκετά χρόνια ζωής εδώ έχουν αναπτύξει βιωτικούς δεσμούς που τους έχουν θέσει σε μια σχεδόν μη αναστρέψιμη πορεία κοινωνικής ενσωμάτωσης. Η πορεία αυτή, κατά κανόνα επιθυμεί να εκβάλει στην ελληνική ιθαγένεια. Ζητούμενο είναι λοιπόν να είναι ανοιχτός ο δίαυλος του πληθυσμού αυτόν προς τον ελληνικό λαό δια της κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας είτε με τη γέννηση, είτε με δήλωση των γονέων για την ‘δεύτερη γενιά’ και τα παιδιά που πάνε σχολείο εδώ, είτε διά της πολιτογράφησης.
Ο ν. 3838/2010 προβλέπει με σχετική επάρκεια αυτές τις δυνατότητες και πρέπει με κάθε τρόπο να διασφαλιστεί η δυνατότητα της κτήσης της ιθαγένειας με τη δήλωση των γονέων η οποία πρόκειται για μια διοικητική διαδικασία λιγότερο σύνθετη και κοστοβόρα από την πολιτογράφηση. Μέσω των διαδικασιών συμπερίληψης στον ελληνικό λαό του πιο ενταγμένου τμήματος των μεταναστών, αφενός μεν μειώνεται σε απόλυτους αριθμούς ο μεταναστευτικός πληθυσμός αλλά και κυρίως δημιουργείται ή εντείνεται η προσδοκία του ανήκειν στο λαό σε ένα άλλο μεγάλο κομμάτι η οποία, από μόνη της, τροφοδοτεί την ίδια την κοινωνική ενσωμάτωση.
Η κτήση της ελληνικής ιθαγένειας για τους ανθρώπους αυτούς είναι ένας μηχανισμός πολλαπλού θετικού αθροίσματος πρώτον για την ελληνική πολιτεία της οποίας ο λαός αναζωογονείται με νέες παραγωγικές ηλικίες, δεύτερον για τους ανθρώπους που αποκτούν την ιθαγένεια και τέλος για τους υπόλοιπους που βλέπουν διά της ιθαγένειας φως στην άκρη του τούνελ της αλλοδαπότητας για τους ίδιους και τα παιδιά τους.
Στο σημείο αυτό, η εφαρμογή της κοινοτικής οδηγίας 103/2003 που θα επιτρέψει την μετατροπή των διαφόρων τύπων αδειών που υπάρχουν στη χώρα σε «επι μακρόν διαμένοντων» είναι απαραίτητη καθώς εδώ και δύο περίπου χρόνια τέτοιες άδειες που σύμφωνα με το νόμο είναι διαχρονικά οι μόνες που θα δίνουν πρόσβαση στην πολιτογράφηση, δεν χορηγούνται.
Από την αβεβαιότητα στην κοινωνική ενσωμάτωση: η ολική επαναφορά στη νομιμότητα
Η δεύτερη υπο-ομάδα των μεταναστών στην Ελλάδα αποτελείται από ανθρώπους «μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας». Συζητάμε για μια όσους αν και στερούμενοι νομιμοποιητικών εγγράφων είναι ενταγμένοι στον κοινωνικό ιστό, ωστόσο εκτεθειμένοι στην περιθωριοποίηση περισσότερο από τους προηγούμενους. Για αυτήν την ομάδα πρέπει να λειτουργήσει ένας μηχανισμός που θα δώσει διέξοδο στη νόμιμη πλέον υποστασιοποίησή τους στον κοινωνικό ιστό.
Αυτό που πρέπει να γίνει άμεσα σαφές εδώ είναι η ανομοιογένειά του στερούμενου νομιμοποιητικών εγγράφων μεταναστευτικού πληθυσμού. Ένα τμήμα του πληθυσμού αυτού είτε είναι κοινωνικά ενταγμένο είτε σε τροχιά ενσωμάτωσης: σύζυγοι μεταναστών με χαρτιά (συνήθως γυναίκες), μητέρες κυρίως, παιδιών που γεννήθηκαν ή ανατράφηκαν εδώ, άνθρωποι που εξέπεσαν της νομιμότητας λόγω του ανελαστικών και άδικων προδιαγραφών του καθεστώτος διαμονής και εργασίας ή άλλοι που αδυνατούν με ευθύνη της ελληνικής γραφειοκρατίας αλλά και δική τους να ρυθμίσουν τα της διαμονής τους στην Ελλάδα κτλ.
Η ταυτοποίηση του εν λόγω πληθυσμού είναι ζωτικής σημασίας. Ένας άνθρωπος που έχει μεταφέρει στην Ελλάδα το κέντρο των βιοτικών του σχέσεων και πάρα ταύτα, δεν κατάφερε να υπαχθεί σε καθεστώς νόμιμης παραμονής ή ακόμη χειρότερα κάποια στιγμή εξέπεσε από τη νομιμότητα, έχει όλους τους καλούς λόγους να αξιώνει τη συμπερίληψη του στο νόμιμα διαμένοντα πληθυσμό της χώρας αυτής. Το ίδιο και η χώρα: για λόγους κοινωνικής συνοχής και ασφάλειας που τόσο διακυβεύονται στις μέρες μας έχει όλους τους καλούς λόγους να θέλει αυτόν τον πληθυσμό σε πορεία κοινωνικής ενσωμάτωσης και όχι σε αυτήν του αποκλεισμού και της περιθωριοποίησης.
Άρα, για τον κόσμο αυτόν στους οποίους περιλαμβάνονται και οι περισσότεροι από τους λεγόμενους «αιτούντες άσυλο» δεν υπάρχει άλλη λύση από μια μεταβατική νομοθετική ρύθμιση η οποία, με τρόπο ρεαλιστικό και ανθρώπινο, όπως έκανε η Ισπανία το 2005, θα προβλέψει συγκεκριμένες προϋποθέσεις που θα μπορέσουν να καλυφθούν από έναν ικανοποιητικό αριθμό ανθρώπων που ζουν και έχουν οικογενειακώς μεταφέρει το βιός τους εδώ.
Για να υλοποιηθεί αυτή η «ολική επαναφορά στη νομιμότητα» χρειάζονται άμεσα
α) η μείωση του χρόνου διαμονής στη χώρα που απαιτείται για την κατάθεση αίτησης για χορήγηση άδειας «εξαιρετικών λόγων» από 10 σε τουλάχιστον 7 χρόνια για να καλύπτει αυτούς που ήρθαν στη χώρα μετά το 2005, ημερομηνία μετά την οποία η ελληνική έννομη τάξη «απαγόρεψε» τη μετανάστευση. Για τους ανθρώπους αυτούς, η χορήγηση βεβαίωσης θα πρέπει να δίνει τη δυνατότητα εργασίας και ταξιδιού στη χώρα καταγωγής ενώ πρέπει με κάθε τρόπο να προβλεφθεί η συντόμευση του χρόνου εξέτασης του αιτήματος που συχνά ξεπερνάει τα τρία χρόνια.
β) η λειτουργία της ανεξάρτητης Υπηρεσίας Ασύλου – προσφύγων που ιδρύθηκε το 2011 και δυστυχώς δεν υφίσταται με αποτέλεσμα να λιμνάζουν οι δεκάδες χιλιάδες αιτήσεις ασύλου που εκκρεμούν εδώ και χρόνια και φυσικά να μην μπορούν να εξεταστούν νέες.
γ) η περαιτέρω μείωση του αριθμού των ενσήμων που χρειάζονται για την ανανέωση της άδειας διαμονής και η κατάργηση της απαίτησης ορισμένου εισοδήματος για την ανανέωση της άδειας διαμονής των προστατευόμενων μελών της οικογένειας.
Από την αφάνεια στην επιφάνεια: η καταγραφή των δίχως χαρτιά μεταναστών
Ερχόμαστε τέλος στο εκρηκτικό ζήτημα των δίχως χαρτιά μεταναστών, το οποίο μονοπωλεί το δημόσιο λόγο με διάφορες αγοραίες φωνές να ζητούν απελάσεις, μη γνωρίζοντας ή κάνοντας ότι δεν γνωρίζουν ότι η απέλαση είναι μια σύνθετη διοικητική διαδικασία για την υλοποίηση της οποίας χρειάζεται και η συμφωνία του κράτους αποστολής ή του κράτους διέλευσης. Η συμφωνία αυτή κάθε άλλο παρά δεδομένη είναι είτε επειδή το κράτος δεν μπορεί να τη δώσει διότι είναι διαλυμένο (όπως η Σομαλία, το Αφγανιστάν και το Ιράκ) είτε επειδή δεν θέλει να τη δώσει.
Δυστυχώς, από πουθενά με εξαίρεση τα ευρήματα των εθνικών απογραφών του 2001 και του 2011 και μερικές έρευνες δεν έχουμε ενδείξεις που θα μπορούσαν με ακρίβεια να μας οδηγήσουν στην ταυτοποίηση του ακριβούς αριθμού των ανθρώπων αυτών. Άρα, νούμερα όπως 800 χιλιάδες που πρόσφατα διέρρευσαν από την Ελληνική Αστυνομία ελέγχονται ως απολύτως ανακριβή.
Το βασικό πρόβλημα εδώ δεν είναι τόσο το γεγονός ότι ο πληθυσμός αυτός στερείται νομιμοποιητικών εγγράφων όσο ότι αποτελείται από μετανάστες που, όπως γνωρίζουμε, ζούνε σε συνθήκες απόλυτου βιoτικού αποκλεισμού έξω από τους αστικούς ιστούς, συχνά χωρίς οικογένειες, με όνειρο, κάποια στιγμή, να μπορέσουν να φύγουν προς άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν δυνατότητα επιστροφής στη χώρα τους ή εξόδου από τη χώρα, με αποτέλεσμα να παραμένουν εγκλωβισμένοι στην αφάνεια που επιφυλάσσει η κοινωνική περιθωριοποίηση. Δεν έχουν τίποτε, συχνά δεν κάνουν τίποτε, με δυο λόγια, δεν είναι τίποτε για την ελληνική έννομη τάξη. Σε συνθήκες μάλιστα, κρίσης σαν και αυτή που διάγουμε, ούτε καν φτηνό εργατικό δυναμικό δεν είναι.
Η απάντηση στο μείζον αυτό θέμα που οδηγεί συστηματικά την ελληνική κοινωνία σε μια κρίση μόνιμου ηθικού πανικού είναι να μάθουμε (για) τους ανθρώπους αυτούς. Να τους καταγράψουμε. Να δούμε πού και πώς ζουν, πόσο υγιείς είναι, αν έχουν παιδιά κλπ. Με μια κουβέντα: δεν γίνεται ένα κράτος να αφίσταται από το να μάθει πόσοι και ποιοι άνθρωποι διαβιούν στην επικράτειά του και υπό ποιες συνθήκες. Για την καταγραφή τους υπάρχει συγκεκριμένη νομοθετική πρόβλεψη που δεν έχει ακόμη εφαρμοστεί: η αναβολής της απομάκρυνσης του Ν.3907/11.
Το συγκεκριμένο καθεστώς μπορεί να δίνει και τη δυνατότητα πρόσβασης στην αγορά εργασίας και δυστυχώς ως σήμερα δεν έχει εφαρμοστεί παρά μόνο για τους 300 μετανάστες απεργούς πείνας του 2011.
Η καταγραφή των δίχως χαρτιά μεταναστών είναι το απαραίτητο πρώτο βήμα για να κατασταθεί στη συνέχεια εφικτός είτε ο επαναπατρισμός τους, είτε η νομική τους τακτοποίηση αν περάσουν πολλά χρόνια στη χώρα χωρίς να έχουν απελαθεί, είτε μια σοβαρή διαπραγμάτευση με την Ευρωπαϊκή Ένωση για το δίκαιο και ρεαλιστικό επιμερισμό του μεταναστευτικού πληθυσμού σε όλες τις χώρες της Ε.Ε. ανάλογα με τις δυνατότητές τους. Αν πάντως, δεν ξέρουμε τίποτε για τον πληθυσμό αυτό – όπως συμβαίνει σήμερα – δεν μπορούμε να ελπίζουμε σε τίποτε.
Ακούγεται συχνά πως η λύση είναι η κατάργηση του «Δουβλίνο ΙΙ» του κανονισμού δηλαδή της ΕΕ που προβλέπει ότι η χώρα εισόδου του αιτούντος άσυλο θα είναι και αυτή που θα εξετάσει το αίτημα του. Είναι ορθό ότι ο κανονισμός αυτός δημιουργεί μια άνιση κατανομή ευθύνης και βάρους μεταξύ κρατών εισόδου όπως η Ελλάδα και τα κράτη του ευρωπαϊκού βορρά. Όμως, ας μην ξεχνάμε ότι το «Δουβλίνο ΙΙ» αφορά μόνο τους αιτούντες άσυλο, δηλαδή το 1/10 περίπου των ανθρώπων που βρίσκονται στη χώρα χωρίς χαρτιά. Με τους άλλους τι γίνεται; Η αναφορά στην κατάργηση του «Δουβλίνου ΙΙ» είναι μάλλον μια εύκολη πολιτική καραμέλα, παρά μια σοβαρή στρατηγική επίλυσης.
Εν κατακλείδι:
Αντιλαμβάνομαι πως κάποιος εύλογα μπορεί να αντιτάξει στα προηγούμενα ότι είναι πολύ δύσκολα να υλοποιηθούν στην Ελλάδα του 2012, μια χώρα χρεοκοπημένη με εξαρθρωμένη τη δυνατότητα υλοποίησης μακροπρόθεσμων στρατηγικών. Δεν θα είχε πολύ άδικο. Τα πράγματα είναι όντως πολύ δύσκολα. Από την άλλη όμως, δεν βλέπω άλλη λύση. Για την ακρίβεια, όλες οι άλλες «λύσεις» που περιφέρονται είναι, κατά την άποψή μου, μέρος του προβλήματος, κομμάτια μιας αδιέξοδης πολιτικής και ανέξοδης ρητορείας που έφερε τον τόπο στο σημερινό σημείο διάλυσης.
Και στο μεταναστευτικό πρέπει να σκεφτούμε πολύ σοβαρά.
* Το παρόν κείμενο είναι η εισήγηση στο σεμινάριο «Χαράσσοντας μια νέα πολιτική για τη μετανάστευση και την ιθαγένεια», που διοργάνωσε η Πρωτοβουλία για την υπεράσπιση της Κοινωνίας και της Δημοκρατίας την Τρίτη 20η Νοεμβρίου στην Αθήνα.
Επόμενα σεμινάρια
27η Νοεμβρίου 2012 – Αμφιθέατρο Αργυριάδη
ΕΠΙΤΕΛΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ - ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗ – ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ:
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΟΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
Γιώργος Σωτηρέλης (Παν/μιο Αθηνών), Πάνος Σκοτινιώτης, (δήμαρχος Βόλου), Κώστας Πουλάκης (περιφερειακός σύμβουλος Θεσσαλίας).
Συντονισμός – σχόλιο: Θωμάς Μαλούτας (ΕΚΚΕ, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο)
4η Δεκεμβρίου 2012 - Αμφιθέατρο Δρακόπουλου
ΓΙΑ ΕΝΑ ΝΕΟ ΘΕΣΜΙΚΟ ΤΟΠΙΟ ΣΤΑ ΜΜΕ
Αριστείδης Μανωλάκος (δημοσιογράφος), Κώστας Στρατηλάτης (Πανεπιστήμιο Λευκωσίας), Πάνος Δημητρόπουλος (δικηγόρος).
Συντονισμός- Σχόλιο: Πόπη Διαμαντάκου (δημοσιογράφος, Τα Νέα)
11η Δεκεμβρίου 2012 – Αμφιθέατρο Αργυριάδη
Ο ΚΟΜΒΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΕΚΛΟΓΙΚΗΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΡΙΖΙΚΟ ΕΚΔΗΜΟΚΡΑΤΙΣΜΟ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
Γιώργος Σωτηρέλης & Ηλίας Νικολακόπουλος (Παν/μιο Αθηνών).
Συντονισμός - σχόλιο: Γεράσιμος Μοσχονάς (Πάντειο Πανεπιστήμιο).
18η Δεκεμβρίου 2012 - (θα ανακοινωθεί εγκαίρως ο χώρος διεξαγωγής)
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ
Κεντρικός Ομιλητής: Etienne Balibar