16/10/12


Το 2012, η βλάσφημη και ευρηματική διαμαρτυρία των ρωσίδων μουσικών του γκρουπ Pussy Riot σε ορθόδοξο ναό πυροδότησε παγκόσμιες αντιδράσεις και κατέληξε σε αυστηρές ποινές φυλάκισης. Λίγο μετά, το κακόγουστο βίντεο «The innocence of Muslims» οδήγησε στην επανέκδοση των αντιδράσεων και επεισοδίων με αφορμή τις δανέζικες γελοιογραφίες και είχε επίσης αιματηρό απολογισμό νεκρών και τραυματιών. Δύο ελληνικές εκδοχές διενέξεων, διαμαρτυριών, βίας κατά καλλιτεχνών και ποινικής καταστολής των επικριτών του ορθόδοξου σκοταδισμού βρίσκονται εν εξελίξει το φθινόπωρο του 2012. Η πρώτη έχει επίκεντρο το θεατρικό έργο «Corpus Christi» και η δεύτερη τα έργα και ημέρες του «Γέροντα Παστιτσίου».

Των
Δημήτρη Δημούλη,
Soraya Lunardi
και Δημήτρη Χριστόπουλου*

  
Η με­μο­νω­μέ­νη βλα­σφη­μία πα­γκο­σμιο­ποιεί­ται και με­τα­τρέ­πε­ται σε casus belli. Ο κοι­νός νους θα έ­λε­γε ά­πα­ντες πρέ­πει να α­πο­φύ­γουν τις α­κρό­τη­τες. Ανα­ζη­τεί­ται το ση­μείο ι­σορ­ρο­πίας με­τα­ξύ δύο ε­λευ­θε­ριών. Και αυ­τό κα­θι­στά α­να­γκαία την ε­πέμ­βα­ση του κρά­τους με σκο­πό την ε­ναρ­μό­νι­ση, δη­λα­δή τον α­μοι­βαίο πε­ριο­ρι­σμό των συ­νταγ­μα­τι­κών ε­λευ­θε­ριών. Αυ­τή η θέ­ση μπο­ρεί να α­πο­κλη­θεί φι­λε­λευ­θε­ρι­σμός της α­νο­χής και της στάθ­μι­σης. Το ε­ρώ­τη­μα εί­ναι πώς μπο­ρού­με να χα­ρά­ξου­με τα ό­ρια της καλ­λι­τε­χνι­κής έκ­φρα­σης σε έ­να δη­μο­κρα­τι­κό-φι­λε­λεύ­θε­ρο κα­θε­στώς.
Η τι­μώ­ρη­ση της βλα­σφη­μίας στην Ελλά­δα (άρ­θρο 198 του Ποι­νι­κού Κώ­δι­κα) με ποι­νή φυ­λά­κι­σης μέ­χρι και δύο χρό­νια και η συ­χνή ε­φαρ­μο­γή της στη δι­κα­στι­κή πρά­ξη φαί­νε­ται σκαν­δα­λώ­δης. Αλλά δεν α­πο­τε­λεί ε­ξαί­ρε­ση στον ευ­ρω­παϊκό χώ­ρο. Στην Ιρλαν­δία, το Σύ­νταγ­μα θέ­τει ως γε­νι­κό κα­θή­κον τη λα­τρεία του θείου και α­πα­γο­ρεύει την προ­σβο­λή του. Η φρά­ση «It shall hold His Name in reverence» δεν α­πο­τε­λεί μό­νο βι­βλι­κή ε­πι­τα­γή, αλ­λά διά­τα­ξη του ι­σχύο­ντος ιρ­λαν­δι­κού Συ­ντάγ­μα­τος.
Αυ­τή την εμ­φα­νώς α­ντι­φι­λε­λεύ­θε­ρη ε­πι­λο­γή των νο­μο­θε­τών α­πο­δέ­χε­ται το Ευ­ρω­παϊκό Δι­κα­στή­ριο Ανθρω­πί­νων Δι­καιω­μά­των του Στρα­σβούρ­γου, θεω­ρώ­ντας ό­τι η ποι­νι­κο­ποίη­ση της βλα­σφη­μίας δεν προ­σβάλ­λει την ε­λευ­θε­ρία έκ­φρα­σης. Μπο­ρεί να υ­πάρ­ξει προ­σβο­λή δι­καιω­μά­των της Σύμ­βα­σης σε δε­δο­μέ­νες πε­ρι­στά­σεις, α­νά­λο­γα με το εί­δος και την έ­κτα­ση της ποι­νι­κο­ποίη­σης της βλα­σφη­μίας, αλ­λά κα­τ’ αρ­χήν η ποι­νι­κο­ποίη­ση α­πο­τε­λεί θε­μι­τό πε­ριο­ρι­σμό των ε­λευ­θε­ριών έκ­φρα­σης.

Τρεις α­ντι­φά­σεις

Η τέ­χνη δεν χρειά­ζε­ται, ό­μως, προ­στα­σία ό­ταν πε­ριο­ρί­ζε­ται στην κοι­νο­το­πία. Ου­δείς ε­νο­χλεί­ται α­πό έ­ναν πί­να­κα που εμ­φα­νί­ζει προ­βα­τά­κια να βό­σκουν στο λι­βά­δι και ου­δείς αμ­φι­σβη­τεί έ­να έρ­γο τέ­χνης που δεν θί­γει τις α­ντι­λή­ψεις και α­ξίες του. Αν κά­θε φο­ρά που η τέ­χνη ε­νο­χλεί κά­ποια κοι­νω­νι­κή ο­μά­δα υ­πά­γε­ται σε α­πα­γο­ρεύ­σεις έ­χου­με α­ναί­ρε­ση της ε­λευ­θε­ρίας τέ­χνης.
Ο νο­μο­θέ­της προ­στα­τεύει το θείο; Όταν συμ­βαί­νει αυ­τό, ο νο­μο­θέ­της α­ντι­φά­σκει προς τρεις βα­σι­κές υ­πο­σχέ­σεις του συ­νταγ­μα­τι­κού κρά­τους:
- τη θρη­σκευ­τι­κή ου­δε­τε­ρό­τη­τα,
- την ί­ση με­τα­χεί­ρι­ση α­ντι­λή­ψεων και α­τό­μω­ν-ο­μά­δων,
- τη μη κα­τα­πίε­ση μειο­νο­τή­των που θί­γουν κρα­τι­κά συμ­φέ­ρο­ντα-α­ξίες, εί­τε καί­νε τη ση­μαία εί­τε ει­ρω­νεύο­νται τις θρη­σκείες που α­σπά­ζο­νται οι κυ­βερ­νώ­ντες.
Η ι­στο­ρία της τέ­χνης α­πο­τε­λεί την ι­στο­ρία των λι­γό­τε­ρο ή πε­ρισ­σό­τε­ρο βίαιων πε­ριο­ρι­σμών της και της δίω­ξης των καλ­λι­τε­χνών που δεν υ­πο­τάσ­σο­νται στις αι­σθη­τι­κές και η­θι­κές ε­πι­τα­γές της ε­ξου­σίας. Φι­λε­λεύ­θε­ροι συγ­γρα­φείς, ό­πως ο Ronald Dworkin, ε­πι­ση­μαί­νουν ό­τι σε μια δη­μο­κρα­τία ου­δείς έ­χει το δι­καίω­μα σε μη προ­σβο­λή των α­ντι­λή­ψεων και της τι­μής του. Η α­πα­γό­ρευ­ση α­ντι­λή­ψεων που προ­σβάλ­λουν ή γε­λοιο­ποιούν τις α­ξίες μας δεν α­πο­τε­λεί μό­νον έν­δει­ξη α­νω­ρι­μό­τη­τας. Εκφρά­ζει ε­πι­θε­τι­κό­τη­τα α­πέ­να­ντι στο δια­φο­ρε­τι­κό, κά­τι που, εν τέ­λει, ευ­νο­εί τις «α­ξίες» των ι­σχυ­ρό­τε­ρων που δια­θέ­τουν τα πε­ρισ­σό­τε­ρα μέ­σα για να κα­τα­στεί­λουν ό­σους τους ε­νο­χλούν.
Ο βλά­σφη­μος μπο­ρεί να ο­δη­γη­θεί στην κό­λα­ση, στη φυ­λα­κή δεν έ­χει θέ­ση. Με το νο­μι­κό λε­ξι­λό­γιο της Επι­τρο­πής Βε­νε­τίας του Συμ­βου­λίου της Ευ­ρώ­πης: «οι ποι­νι­κές κυ­ρώ­σεις εί­ναι α­πρό­σφο­ρες σε θέ­μα­τα προ­σβο­λής θρη­σκευ­τι­κών αι­σθη­μά­των και, κα­τά μεί­ζο­να λό­γο, σε θέ­μα­τα βλα­σφη­μίας».

Η τέ­χνη εί­ναι ε­λεύ­θε­ρη αρ­κεί να μας α­ρέ­σει

Η βλα­σφη­μία έ­χει ως ση­μεία α­να­φο­ράς το θείο και το δί­καιο που ρυθ­μί­ζει (πε­ριο­ρί­ζει) τις κοι­νω­νι­κές πρα­κτι­κές. Ανά­με­σα στο θείο και στο δί­καιο έ­χου­με κοι­νω­νι­κές ο­μά­δες που ε­πι­θυ­μούν να δια­τη­ρή­σουν τον έ­λεγ­χο σε έ­να πε­δίο ε­ξου­σίας. Με άλ­λα λό­για, η ου­σία της βλα­σφη­μίας και της α­πα­γό­ρευ­σής της εί­ναι η κοι­νω­νι­κή πά­λη α­σύμ­με­τρων κοι­νω­νι­κών δυ­νά­μεων. Μια α­πό τις στρα­τη­γι­κές εί­ναι η κα­τα­στο­λή πρα­κτι­κών που αμ­φι­σβη­τούν τη δό­μη­ση του πε­δίου αυ­τού, με ε­πι­κρί­σεις, ει­ρω­νείες και άλ­λες «α­σέ­βειες». Όσοι το κα­τορ­θώ­νουν, καρ­πώ­νο­νται τα συμ­βο­λι­κά πλε­ο­νε­κτή­μα­τα ε­πι­βε­βαίω­σης της ε­ξου­σίας που ε­πι­βάλ­λει τη σιω­πή στους α­ντι­πά­λους της.
Όταν, λοι­πόν, κά­ποιοι «α­γα­να­κτι­σμέ­νοι» δια­δη­λώ­νουν μπρο­στά σε έ­να θέ­α­τρο ή έ­ναν κι­νη­μα­το­γρά­φο που παί­ζει έ­να έρ­γο που κα­τ’ αυ­τούς πρέ­πει να α­πα­γο­ρευ­τεί ή θυ­μώ­νουν που κά­ποιος κά­νει βλά­σφη­μες α­ναρ­τή­σεις στην ι­στο­σε­λί­δα του, αυ­τό, κα­τά κα­νό­να, ση­μαί­νει δύο τι­νά:
Πρώ­τον, ό­τι δεν α­ντέ­χουν την ι­δέα ό­τι θα ε­κτε­θούν στη βλα­σφη­μία κά­ποιοι άλ­λοι άν­θρω­ποι διό­τι φυ­σι­κά αυ­τοί -αν εί­ναι ει­λι­κρι­νείς- δεν θα ε­κτε­θούν πο­τέ. Αυ­το­α­να­γο­ρεύο­νται, λοι­πόν, σε κρι­τές των α­ξιο­λο­γή­σεων των άλ­λων, θεω­ρώ­ντας τους υ­πό­λοι­πους αν­θρώ­πους α­νή­λι­κους, α­νώ­ρι­μους, που έ­χουν α­νά­γκη την κη­δε­μο­νία τους. Αυ­τοί, «βρά­χοι η­θι­κής», δεν κιν­δυ­νεύουν α­πό τί­πο­τε. Εμάς τους κου­τούς σώ­νουν α­πό το κα­κό. Αυ­τό εί­ναι αυ­ταρ­χι­κός πα­τερ­να­λι­σμός.
Δεύ­τε­ρον, προ­κει­μέ­νου να α­ντι­πα­ρέλ­θουν το ε­πι­χεί­ρη­μα ό­τι πα­ρα­βιά­ζουν την καλ­λι­τε­χνι­κή ε­λευ­θε­ρία προ­δι­κά­ζουν με πε­ρισ­σή ευ­κο­λία ό­τι «αυ­τό δεν εί­ναι τέ­χνη». «Η τέ­χνη εί­ναι λοι­πόν ε­λεύ­θε­ρη, αρ­κεί να μας α­ρέ­σει». Αυ­τό εί­ναι το μή­νυ­μα. Αν δεν μας α­ρέ­σει τη βα­πτί­ζου­με «μη τέ­χνη», ο­πό­τε έ­χου­με και τη φι­λε­λεύ­θε­ρη συ­νεί­δη­ση ή­συ­χη ό­τι αυ­τό που α­πο­στρε­φό­μα­στε και θέ­λου­με να μην υ­φί­στα­ται στο δη­μό­σιο χώ­ρο, δεν εί­ναι τέ­χνη. Ως «μη τέ­χνη», λοι­πόν, δεν χρί­ζει προ­στα­σίας και έ­τσι οι λο­γο­κρι­τές εί­ναι ε­λεύ­θε­ροι να το φι­μώ­σουν. Και φυ­σι­κά ε­δώ βρί­σκε­ται το κρί­σι­μο ζή­τη­μα: αν α­φή­σου­με τους αυ­τό­κλη­τους θε­μα­το­φύ­λα­κες της αι­σθη­τι­κής μιας κοι­νό­τη­τας να α­πο­φαί­νο­νται τι εί­ναι και τι δεν εί­ναι τέ­χνη, με στό­χο να λο­γο­κρί­νουν αυ­τό που ε­κεί­νοι ο­ριο­θε­τούν ως μη τέ­χνη, τό­τε δεν πα­ρα­δί­δου­με α­πλώς στο σκο­τα­δι­σμό κά­ποιες ι­διω­μα­τι­κές καλ­λι­τε­χνι­κές ε­λευ­θε­ρίες. Αφή­νου­με κά­τι πιο θε­με­λιώ­δες: την α­το­μι­κή ι­κα­νό­τη­τα και τη συλ­λο­γι­κή προσ­δο­κία μας στην αυ­το­διά­θε­ση της αι­σθη­τι­κής, της ι­δε­ο­λο­γίας, της εν γέ­νει α­ντί­λη­ψης για τα πράγ­μα­τα. Διό­τι, σή­με­ρα «αυ­τό δεν εί­ναι τέ­χνη», αύ­ριο «αυ­τό δεν εί­ναι ι­δε­ο­λο­γία» και πά­ει λέ­γο­ντας… Έτσι α­πό τον αυ­ταρ­χι­κό πα­τερ­να­λι­σμό που ο­νει­ρεύο­νται οι πε­ρισ­σό­τε­ροι ιε­ρω­μέ­νοι, ο­δεύου­με στον ο­λο­κλη­ρω­τι­κό να­ζι­σμό που θέ­λουν να ε­πι­βά­λουν οι νω­ποί τους σύμ­μα­χοι -μέ­χρι πρό­σφα­τα πα­γα­νι­στές- της Χρυ­σής Αυ­γής.

Πά­λη α­σύμ­με­τρων κοι­νω­νι­κών δυ­νά­μεων

Τα προ­η­γού­με­να υ­παι­νίσ­σο­νται κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό μια φι­λε­λεύ­θε­ρη α­πο­λο­γία της «ε­λευ­θε­ρίας της τέ­χνης». Και τού­το διό­τι, η φι­λε­λεύ­θε­ρη ε­πι­τα­γή της εν γέ­νει ε­λευ­θε­ρίας λό­γου και τέ­χνης κα­τα­λή­γει σε α­διέ­ξο­δα ό­ταν της ζη­τη­θεί να θέ­σει ό­ρια, δη­λα­δή κρι­τή­ρια ε­λέγ­χου του τι λέ­γε­ται και τι δεν λέ­γε­ται. Αυ­τά τα α­διέ­ξο­δα (διό­τι φυ­σι­κά κά­ποια πράγ­μα­τα δεν λέ­γο­νται α­κό­μη και αν νο­μί­ζου­με το α­ντί­θε­το) α­ξιο­ποιεί ο α­ντί­πα­λος και μά­λι­στα α­πο­τε­λε­σμα­τι­κά συ­γκρο­τώ­ντας πλα­τιές συμ­μα­χίες στον κό­σμο. Η βλα­σφη­μία έ­χει ως ση­μεία α­να­φο­ράς το θείο και το δί­καιο που ρυθ­μί­ζει (πε­ριο­ρί­ζει) συ­γκε­κρι­μέ­νες κοι­νω­νι­κές πρα­κτι­κές. Ανά­με­σα στο θείο και στο δί­καιο έ­χου­με κοι­νω­νι­κές ο­μά­δες που ε­πι­θυ­μούν να δια­τη­ρή­σουν τον έ­λεγ­χο σε έ­να πε­δίο ε­ξου­σίας. Με άλ­λα λό­για, η ου­σία της βλα­σφη­μίας και της α­πα­γό­ρευ­σής της εί­ναι η πά­λη α­σύμ­με­τρων κοι­νω­νι­κών δυ­νά­μεων. Μια α­πό τις στρα­τη­γι­κές εί­ναι η κα­τα­στο­λή πρα­κτι­κών που αμ­φι­σβη­τούν τη δό­μη­ση του πε­δίου αυ­τού, με ε­πι­κρί­σεις, ει­ρω­νείες και άλ­λες «α­σέ­βειες». Όσοι το κα­τορ­θώ­νουν, καρ­πώ­νο­νται τα συμ­βο­λι­κά πλε­ο­νε­κτή­μα­τα ε­πι­βε­βαίω­σης της ε­ξου­σίας που ε­πι­βάλ­λει τη σιω­πή στους α­ντι­πά­λους της. Σε αυ­τό το δύ­σκο­λο παι­χνί­δι κα­λού­μα­στε να α­ντα­πε­ξέλ­θου­με.



* Πρό­κει­ται για προ­δη­μο­σίευ­ση α­πο­σπά­σμα­τος α­πό τη με­λέ­τη «Ελευ­θε­ρία της τέ­χνης και προ­στα­σία της θρη­σκείας. Σκέ­ψεις για τα ό­ρια του φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού».


Αρχειοθήκη ιστολογίου