‘Η αμηχανία της πολιτικής’, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 13/11/2011
Ένα από τα προτεινόμενα για πρωθυπουργός της Ελλάδας ονόματα την εβδομάδα που πέρασε ήταν ο εκπρόσωπος της Ελλάδας στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Το αξίωμα αυτό αποτέλεσε και την αποκλειστική αποσκευή τού εν λόγω προσώπου για τη θέση του πρωθυπουργού. Ήταν όμως αρκετό. Και μάλιστα για έναν άνθρωπο που δεν έφυγε με τον καλύτερο τρόπο από προηγούμενα εκτελεστικά αξιώματα που είχε στην Ελλάδα (σε κυβέρνηση και πανεπιστήμιο), όπως θα θυμούνται μερικοί εξ ημών. Και όμως, το όνομα συζητήθηκε και ο εν λόγω φέρεται να έχει βολιδοσκοπηθεί μάλιστα. Είναι σαν να οχλήθηκαν κάποιοι πάρα πολύ από τις συνεχείς κορόνες περί επιτροπείας της Ελλάδας από διεθνείς θεσμούς σαν το ΔΝΤ και να αποφασίστηκε ότι το πρόβλημα μπορεί κάπως να διευθετηθεί με την ανάληψη της πρωθυπουργίας της χώρας απευθείας στον έλληνα εκπρόσωπο σε αυτό. Ο ίδιος φυσικά άμα τη ανάθεση των νέων καθηκόντων, θα εγκατέλειπε το πόστο του.
Ο γράφων τις γραμμές αυτές δεν τέρπεται από την αγοραία και εν πολλοίς ανέξοδη ρητορεία που (εύλογα πάντως) κυριαρχεί επί των ημερών μας σχετικά με την «εκχώρηση της εθνικής μας κυριαρχίας» στην τρόικα κ.λπ. Πιστεύω ότι εν προκειμένω χρειάζεται μια ψυχραιμία, μολονότι κάποιες «υποδείξεις» διεθνών αξιωματούχων ή αρχηγών άλλων κρατών προς την ελληνική κυβέρνηση είναι τόσο χονδροειδείς, που είμαι βέβαιος ότι ενοχλούν ακόμη και τους πιο πεπεισμένους ευρωπαϊστές εξ ημών. Δεν παρέλκει επί του προκείμενου να θυμηθούμε πως η συμμετοχή μιας χώρας σε θεσμούς όπως η Ε.Ε., ή ακόμη περισσότερο η συμμετοχή στη ζώνη του ευρώ, συνιστά κυριαρχική εκχώρηση και μάλιστα θεσμισμένη με τον τεχνικά πιο άρτιο τρόπο πολλά χρόνια πριν ο κύριος Ρεν υποδείξει κυβέρνηση εθνικής ενότητας και το δίδυμο Μέρκελ- Σαρκοζί το ερώτημα ενός πιθανού δημοψηφίσματος στην Ελλάδα.
Αυτό που σήμερα παρουσιάζει περισσότερο ενδιαφέρον, κατά την άποψή μου, στο γεγονός της εκχώρησης εθνικής πολιτικής κυριαρχίας, δεν βρίσκεται στο επίθετο «εθνική», αλλά στο «πολιτική». Η κρίσιμη διολίσθηση της συγκυρίας που βιώνουμε επί των ημερών μας είναι ότι το πολιτικό -ως διαδικασία ρύθμισης κανόνων ανθρώπινης συμβίωσης σε καθεστώς σχετικής αυτονομίας από την αγορά- τείνει να καταστεί ουσιαστικά αποσυνάγωγο. Γνωρίζουμε ότι ο οικονομικός φιλελευθερισμός δεν συνοδεύεται a priori από τον πολιτικό φιλελευθερισμό στο εποικοδόμημά του. Με απλά λόγια, ο καπιταλισμός ενώ γέννησε τη φιλελεύθερη ιδεολογία, πολύ συχνά την απαξίωσε και την ακύρωσε εν μέσω αυταρχικών στρατηγικών έως και πραξικοπημάτων. Το κατεξοχήν τέτοιο παράδειγμα διεθνώς είναι οι δικτατορίες της Λατινικής Αμερικής, στο πλαίσιο των οποίων νεοφιλελεύθερες πολιτικές επιλογές είχαν την ανάγκη της εκτροπής επειδή αδυνατούσαν να υλοποιηθούν σε φιλελεύθερο δημοκρατικό πολιτειακό περιβάλλον.
Αυτό που χαρακτηρίζει τη φάση στην οποία έχει περιέλθει η Ελλάδα πρώτη από όλα τα κράτη του ευρωπαϊκού νότου (ενός νότου τόσο διεσταλμένου ο οποίος αγγίζει ώς και τη Γαλλία τούτη τη φορά) είναι ότι η νεοφιλελεύθερη διαχείριση της κρίσης χρέους δεν αρκείται σε αυταρχικές πολιτικές επιλογές. Σα να φαίνεται ότι, σε τελευταία ανάλυση, ασφυκτιά μέσα στο πλαίσιο των οποιωνδήποτε επιλογών φέρουν τον μανδύα της πολιτικής. Αυτό που δοκιμάζεται λοιπόν σήμερα είναι κάτι πιο δομικό από την αναντιστοιχία πολιτικού με οικονομικό φιλελευθερισμό, μολονότι η τελευταία είναι διαρκώς παρούσα. Αυτό που αναδεικνύεται στις εξαιρετικές συνθήκες που επιβάλλει η κρίση χρέους είναι πως η ίδια η σφαίρα της πολιτικής κυριαρχίας μαραζώνει. Δεν μαραζώνει βέβαια όπως κάποιοι νομίζαμε κάποτε, αλλά ουσιαστικά ακυρώνεται η οποιαδήποτε διεκδίκηση αυτονομίας του πολιτικού έναντι του οικονομικού πεδίου. Η επιβεβαίωση της πιο χυδαίας εκδοχής του υλισμού και της πιο αγοραίας έκφρασης οικονομικού αναγωγισμού, στην Ευρωπαϊκή Ενωση του 2010...
Η πολιτική κυριαρχία ως «αυτόνομη βαθμίδα εγγύησης της ενότητας της δημόσιας σφαίρας», «επικράτεια της πολιτικής», «σημείο εκκίνησης και άφιξης όλων των στοιχείων του κράτους» (σταχυολογώ μερικούς ορισμούς από εγχειρίδια συνταγματικού δικαίου) παρέλκει. Ούτε καν ως «όργανο» ή «εργαλείο» της οικονομίας δεν αντιμετωπίζεται. Η τελευταία φέρνει μαζί τη δική της ορχήστρα. Για τους λόγους αυτούς, τα τελευταία χρόνια στέκομαι ειλικρινά αμήχανος πώς θα ξεκινήσω την «Εισαγωγή στη θεωρία του κράτους και του δικαίου» στους πρωτοετείς φοιτητές μας. Φέτος, ακόμη περισσότερο. Σα να διδάσκω αλχημεία στον κόσμο της χημείας. Αισιοδοξώ να μην είμαι μόνος που αισθάνομαι αυτήν την αμηχανία. Στην ελπίδα αυτή μπορεί να βρίσκεται η προσδοκία για ένα ταρακούνημα. Μια ανατροπή.