Αντιμετωπίζοντας μια νέα εποχή για τα δικαιώματαΑντιμετωπίζοντας μια νέα εποχή για τα δικαιώματα
Ο κόσμος μας βιώνει μια μετάβαση αδιάγνωστου προορισμού με μια όμως γνωστή και εδραιωμένη οικουμενική συνέπεια: την όξυνση των ανισοτήτων, είτε εντός έκαστου κράτους είτε σε διακρατικό επίπεδο. Η ρευστή αυτή κατάσταση αντανακλάται στις συνεχιζόμενες εξελίξεις στο πεδίο των απειλών που αντιμετωπίζουν τα δικαιώματα όπου, από κοντά στα Κράτη, ιδιωτικοί παράγοντες και πολυεθνικές αποκτούν σταδιακά δεσπόζοντα ρόλο στις παραβιάσεις των δικαιωμάτων. Από την άλλη, συνεχιζόμενοι πόλεμοι στην Αφρική και τη Μέση Ανατολή διαλύουν τα θεμελιώδη δικαιώματα, εδραιώνοντας τη μη ειρήνη ως αδιάφορη κανονικότητα.
Δεν ζούμε απλώς μια κρίση των δικαιωμάτων. Ζούμε μια νέα εποχή δικαιωμάτων. Ο όρος «κρίση» αναφέρεται στην εξαίρεση, στην επώδυνη στιγμή που αργά ή γρήγορα θα δώσει τη θέση της στην κανονικότητα πάλι: μια πρόσκαιρη δίνη που θα τελειώσει. Ωστόσο, σήμερα δεν βλέπουμε αυτό αλλά μια μετάβαση: ένα νέο μοντέλο διάρθρωσης de facto δυνάμεων υπερεθνικής κυριαρχίας και de jure εθνικής κυριαρχίας. Εν συντομία, ένα νέο μοντέλο συσχέτισης πολιτικής και οικονομίας που οδηγεί σε μια συλλογική συνθήκη υποβάθμισης των δικαιωμάτων: με όλες τις διακρίσεις που φυσικά διαφοροποιούν τον κόσμο.
Από την Υποσαχάρια Αφρική ως τη Νότια Αμερική, από την Άπω στη Μέση Ανατολή, την Ευρώπη και την Κεντρική Ασία, οι υπερασπιστές των δικαιωμάτων αντιμετωπίζουμε αυτή τη νέα κατάσταση. Το να αντιληφθούμε αυτή τη συγκυρία ως μετάβαση, ως μια αλυσίδα αιτίων και συνεπειών και όχι ως ατύχημα, σημαίνει ότι πρέπει να αρχίσουμε να εννοούμε την «κρίση» ως μια κρίσιμη στιγμή μιας πορείας μετάβασης αυτήν τη φορά όχι προς τη δημοκρατία –όπως είχαμε συνηθίσει– αλλά από τη δημοκρατία. Όπως εύκολα μαρτυρά κανείς σήμερα, οι μεταβάσεις στη Συρία, στο Νότιο Σουδάν, στην Υεμένη ή ακόμη και στην Κεντρική Αφρική οδήγησαν σε γεωπολιτική αστάθεια, στην επαναφορά της απολυταρχίας, στην απανθρωποποίηση της θρησκείας και σε συνεχιζόμενο λουτρό αίματος.
Αντιμέτωποι με μια νέα εποχή των δικαιωμάτων: παραδοσιακά διλήμματα και αναδυόμενες προκλήσεις.
Για χρόνια τώρα, η FIDH έχει δημιουργήσει μια στιβαρή εμπειρία στον αγώνα εναντίον των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας και εναντίον της ασυλίας των θητών που αποτελεί μια υπολογίσιμη κληρονομιά για το μέλλον μας. Ξέρουμε καλά πως ειρήνη χωρίς διεθνή δικαιοσύνη δεν είναι βιώσιμη. Ο αγώνας μας εναντίον της ατιμωρησίας και η δέσμευσή μας στη λογοδοσία των υπευθύνων ενώπιον των θεσμών της διεθνούς ποινικής δικαιοσύνης, έχουν εντατικά καταστεί κεντρικά θέματα στη δουλειά μας στα οποία θα πρέπει να επιμείνουμε αλλά και να επεξεργαστούμε κι άλλο. Πρέπει να εντείνουμε τις προσπάθειές μας και να είμαστε κρίσιμοι παρόντες στην αναδυόμενη δικονομία της διεθνούς ποινικής δικαιοσύνης, ώστε να διαφυλαχθεί η παρουσία των θεσμών της διεθνούς λογοδοσίας για μαζικά εγκλήματα σε αυτή τη νέα εποχή.
Είναι ένας κόσμος αλλαγών, ωστόσο τα παραδοσιακά προβλήματα και διλήμματα επιμένουν και νέα αναδύονται δοκιμάζοντας τη δυνατότητά μας να αντιλαμβανόμαστε τις αλλαγές σε συνδυασμό με τη δέσμευσή μας να αγωνιζόμαστε για τις αρχές μας. Η αυξανόμενη έγνοια μας για το ζήτημα των σχέσεων δικαιωμάτων και πολυεθνικών επιχειρήσεων σε ένα παγκοσμιοποιημένο διεθνές σύστημα είναι η ένδειξη αυτού του ολοένα και πιο δύσκολου χρέους μας. Περισσότερο από ποτέ, πρέπει να κρατάμε τα μάτια μας ανοιχτά, όπως όμορφα το λέει το σύνθημά μας, γιατί, καθώς τα χρόνια περνάνε, η δουλειά μας γίνεται πιο σύνθετη: απέναντί μας έχουμε πάντοτε τις αυταρχικές κυβερνήσεις αλλά και νέους –κρατικούς και μη κρατικούς, εθνικούς και διεθνείς– παράγοντες που χρήζουν μιας πιο συμπαγούς και πολυδιάστατης στρατηγικής πρόληψης των παραβιάσεων, της προστασίας και της προώθησης των δικαιωμάτων.
Εμείς, οι υπερασπιστές των δικαιωμάτων, φωνές που πρέπει να ακούγονται
Επομένως, πρέπει διαρκώς να δουλεύουμε σκληρότερα για έναν αποτελεσματικό συνδυασμό μιας λειτουργικής ευελιξίας, ώστε να ανιχνεύσουμε νέες στρατηγικές που θα είναι πιο παραγωγικές και συνάμα να παραμείνουμε ακλόνητοι στις αρχές που συγκροτούν τον πυρήνα αυτού που υπαρξιακά είμαστε. Αυτό δεν είναι μια εύκολη στάθμιση, αλλά είναι απολύτως αναγκαία. Μόνο έτσι μπορεί να είμαστε σε θέση να αντιλαμβανόμαστε τις ιδιαιτερότητες κάθε παράδοσης, τοπικού και εθνικού υπόβαθρου, να εδραιώσουμε τη γνώση μας για διαφορετικές περιοχές του κόσμου, να περιορίσουμε τα κυρίαρχα στερεότυπα για τους άλλους, χωρίς να ολισθαίνουμε στην παγίδα του σχετικισμού.
Στον σύγχρονο κόσμο, όπου σε πολλά κράτη τα δικαιώματα συστηματικά παραβιάζονται στο όνομα πολιτισμικών, θρησκευτικών διαφορών και διαφόρων λεγόμενων πολιτικών της ταυτότητας, η στήριξη της ικανότητας δράσης των υπερασπιστών των δικαιωμάτων παραμένει πρώτης τάξης προτεραιότητα.
Για πολλούς ανάμεσά σας, ο αγώνας για τα δικαιώματα γίνεται ολοένα πιο επικίνδυνος, ακόμη και εκτός νόμου, Ωστόσο, δεν φτάνει απλώς να αξιώνουμε εγγυήσεις της προστασίας των υπερασπιστών των δικαιωμάτων. Πρέπει να παλεύουμε ώστε να ακουγόμαστε και να εισακουγόμαστε. Πρέπει, σε τελευταία ανάλυση, να πείθουμε. Από τη μια πλευρά, ορθώς καταγγέλλουμε μαζικά εγκλήματα, παραβιάσεις δικαιωμάτων και απευθύνουμε κριτική, αλλά από την άλλη, οφείλουμε να απευθύνουμε ρεαλιστικές συστάσεις και λύσεις, να συγκροτούμε ένα συγκεκριμένο ανά περίσταση σχέδιο ισότητας και ελευθερίας. Δεν είμαστε Δον Κιχώτες των δικαιωμάτων. Χρειαζόμαστε και έχουμε μια ισχυρή στρατηγική, διότι η στρατηγική είναι το όπλο των αδυνάμων.
Μια ολοκληρωμένη στρατηγική σε ένα παλαιό δίλημμα που επιμένει: ελευθερία και ασφάλεια.
Το δίλημμα μεταξύ ελευθερίας και ασφάλειας εγείρεται συνήθως σε συζητήσεις ανάμεσα σε υπερασπιστές των δικαιωμάτων. Κατά την πιο οικεία πρόσληψη του διλήμματος αυτού, το να είναι κάποιος ασφαλής σημαίνει ότι παραδίδει τμήμα της ελευθερίας του: αποδεχόμαστε, λόγου χάρη, την παρακολούθησή μας διότι πιστεύουμε ότι αυτό θα εγγυηθεί την προστασία μας. Έχουμε, λοιπόν, σοβαρούς λόγους να αναθεωρήσουμε αυτήν την πρόσληψη. Χωρίς να παραβλέπουμε το γεγονός ότι η ελευθερία και η ασφάλεια μπορεί δυνητικά να έρθουν σε αντίθεση η μια με την άλλη, είναι εξαιρετικά απλοϊκό να παρουσιάζονται τα πράγματα αποκλειστικά μέσω αυτής της διχοτομίας. Η ασφάλεια δεν σημαίνει μόνο αστυνομία και όπλα. Ασφάλεια σημαίνει δρόμοι χωρίς κίνδυνο, παιδικοί σταθμοί που λειτουργούν, καλά νοσοκομεία, κανονικά σχολεία και πάει λέγοντας. Η ασφάλεια ισοδυναμεί με την κοινωνική ευθύνη της Πολιτείας. Η ασφάλεια έχει μια κοινωνική διάσταση που κρύβεται από τις μονοδιάστατες προσλήψεις της ασφάλειας ως εμπόδιο στην ελευθερία. Η ασφάλεια μπορεί να γίνει εμπόδιο στην ελευθερία αλλά η ελευθερία είναι αδιανόητη χωρίς εγγυήσεις ασφάλειας. Η ασφάλεια είναι η μόνη κατάσταση ελευθερίας. Αν κάποιος δεν είναι ασφαλής δεν μπορεί να είναι ελεύθερος. Ως πρόσφατα, η γενική προσδοκία είναι ότι ενώπιον του διλήμματος «ασφάλεια εναντίον ελευθερίας», το κίνημα των δικαιωμάτων θα επέλεγε την ελευθερία, αφήνοντας ελεύθερο χώρο για την κρατική αυθαιρεσία και τον αυταρχισμό, να αναλάβουν την υπόθεση της ασφάλειας. Αυτό μας έφερε ενώπιον μιας παράδοξης κατάστασης όπου ο πολιτικός λόγος εναντίον των δικαιωμάτων μονοπωλεί την φροντίδα για την ασφάλεια και να μετατρέπει την έννοια σε ένα κάλεσμα ώστε να απωθηθεί οποιαδήποτε διαφωνία.
Το παράδοξο καθίσταται ακόμη οξύτερο εφόσον αντιληφθεί κανείς πως όχι μόνο ευάριθμες παραβιάσεις δικαιωμάτων πραγματοποιούνται στο όνομα της ασφαλειοποίησης της πολιτικής, αλλά και πόσο ανασφαλείς και πόσο αβέβαιες έχουν γίνει οι ζωές μας εξαιτίας του μονοπωλίου της έννοιας της ασφάλειας από τους ενάντιους των δικαιωμάτων. Αντιμέτωποι με το δίλημμα «ασφάλεια ή ελευθερία» χρειάζεται να επανεξετάσουμε το ερώτημα. Εν τέλει, να αντιληφθούμε ότι δεν πρόκειται περί ενός διαζευκτικού ερωτήματος «είτε-είτε» αλλά υπόθεση ενός συνδετικού «και». Η ασφάλεια είναι η μόνη προϋπόθεση της ελευθερίας μας. Επομένως, η ορθή για εμάς προσέγγιση είναι να πούμε «είμαστε με την ασφάλεια, εναντίον εκείνων οι οποίοι, στο όνομα της προστασίας της, κάνουν τον κόσμο μας λιγότερο ασφαλή». Είναι καιρός, να επανακοιοποιηθούμε αυτές τις καλές έννοιες, αντί να αφήνουμε τους πολιτικούς μας αντιπάλους να τις καταχρώνται.
Ο πυλώνας μας: η αδιαιρετότητα και οικουμενικότητα των δικαιωμάτων.
Στην πράξη, πρόκειται για την πανθομολογούμενη πλην όμως διαρκώς ζητούμενη αδιαιρετότητα των δικαιωμάτων: δεν μπορείς να υποβαθμίζεις τα κοινωνικά δικαιώματα, χωρίς να υπονομεύεις τα πολιτικά και τη διαδικασία της λήψης αποφάσεων σε μια δημοκρατία, χωρίς, στο τέλος του δρόμου, να παραβιάζεις τα ατομικά.
Αυτό είναι που μας δίδαξε η εμπειρία στη δική μου χώρα, αυτά τα τελευταία χρόνια, όπου τα μέτρα λιτότητας οδήγησαν, ανάμεσα στα άλλα, στην απαξίωση του κράτους δικαίου και της δημοκρατίας. Η ευαλωτότητα καθίσταται έτσι μια γενικευμένη βιοτική συνθήκη, επηρεάζοντας ολοένα περισσότερους ανθρώπους πέραν ενός περιορισμένου κύκλου συγκεκριμένα οριζόμενων, των λεγόμενων «ευάλωτων ομάδων». Με δεδομένο αυτό, οι πολιτικές της λιτότητας σε συνδυασμό με τη διαιώνιση της αδικίας και την όξυνση των ανισοτήτων (διότι από μόνη της η λιτότητα θα μπορούσε να είναι έντιμη ή δίκαια) συμβάλλουν στην εδραίωση μιας γενικευμένης νοσηρής πεποίθησης ότι η κοινωνική συνοχή δεν είναι τόσο ένα πολιτειακό καθήκον, αλλά μια άσκηση φιλανθρωπίας. Εδώ λοιπόν έχουμε ρόλο.
Στο πλαίσιο αυτό, είναι υπαρξιακά κρίσιμο για την Διεθνή Ομοσπονδία Δικαιωμάτων του Ανθρώπου να συνεχίσει να παλεύει για την οικουμενικότητα των δικαιωμάτων και να μάχεται εναντίον πολλαπλών αθέμιτων διακρίσεων, ιδιαιτέρως εστιάζοντας στα δικαιώματα των γυναικών και των ΛΟΑΤ.
Στο πεδίο αυτό, η Ευρώπη είναι ένας από τους ισχυρότερους διεθνείς παράγοντες λογοδοσίας των κρατών σχετικά με τις επιδόσεις τους στο σεβασμό των δικαιωμάτων. Η συστηματική, ωστόσο, υπονόμευση των δικαιωμάτων στην Ευρώπη εσχάτως, οδηγεί στην απώλεια της όποιας αξιοπιστίας διέθετε στο να θέτει πιέσεις σε τρίτες χώρες ως προς την υλοποίηση πολιτικών προστασίας δικαιωμάτων. Μετά τον λόγο των ΗΠΑ, πλέον και ο λόγος της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε σχέση με την ατζέντα των δικαιωμάτων έχει στερηθεί μείζονος τμήματος της φερεγγυότητάς του στο κόσμο. Δεν πείθει. Αυτό δεν είναι μόνο πρόβλημα για την Ευρώπη, αλλά και για τις άλλες περιοχές καθώς η ευρωπαϊκή επιρροή υπήρξε και συνεχίζει να είναι κομβική σε οικουμενικό επίπεδο.
Δεν είναι λοιπόν απλώς ότι η Ευρώπη έχει προβλήματα δικαιωμάτων. Η Ευρώπη είναι πλέον ένα πρόβλημα δικαιωμάτων με σφαιρικές επιπτώσεις: παραβιάσεις στην αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, συστηματική παραμέληση της κατάστασης των δικαιωμάτων, μια ανοιχτή ρατσιστική ατζέντα εκ μέρους των κυβερνήσεων δεν είναι απλώς το στίγμα κάποιων κρατών μάλλον εύκολων να γίνουν στόχοι καταγγελιών. Είναι πλέον εξίσου το δυσάρεστο προνόμιο εδραιωμένων δημοκρατιών, πολιτειών που αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως άνδρα του κράτους δικαίου.
Σε αυτή τη νέα φάση του αντιτρομοκρατικού αγώνα μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις κυρίως σε Γαλλία και Βέλγιο, η κατάσταση έκτακτης ανάγκης τείνει να εδραιωθεί θέτοντας πολλαπλά κεκτημένα υπό αμφισβήτηση. Αν αυτό καταλήξει ως η νέα νόρμα στην Ευρώπη, τότε είναι βέβαιο ότι δύναται ευκολότερα να διαδοθεί σε άλλα μέρη του κόσμου.
Τέλος, η Ευρωπαϊκή Ένωση ντροπιαστικά αποκαλεί «προσφυγική κρίση» την άφιξη του ενός από τα εξήντα πέντε εκατομμύρια προσφύγων παγκοσμίως σε μια ήπειρο πληθυσμού μισού δις. Αυτό όμως δεν είναι μια προσφυγική κρίση, αλλά μια κρίση υποδοχής, με άλλες λέξεις, μια πραγματική κρίση αλληλεγγύης. Η Συμφωνία Τουρκίας-Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί το τελευταίο εξαιρετικά ανησυχητικό στιγμιότυπο στην πορεία της στρατιωτικοποίησης της προσφυγικής διαχείρισης, με αποκρουστικές συνέπειες στα δικαιώματα που έχουν καθιερωθεί στο διεθνές προσφυγικό δίκαιο από το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα και ύστερα.
Τελευταίο, μα όχι έσχατο: οργανωτικές προκλήσεις.
Η δομή της Ομοσπονδίας μας, η έμφαση στις οργανώσεις μέλη, που δίνει ένα ασύγκριτο πλεονέκτημα διεθνούς νομιμοποίησης, σε συνδυασμό με τη διαφύλαξη της διακριτής ταυτότητας της FIDH, μπορεί να οδηγήσει στην περαιτέρω ενδυνάμωση της παρουσίας και της ορατότητάς μας στον κόσμο.
Η αλληλεπίδραση μεταξύ των οργανώσεων μελών, του Διεθνούς Γραφείου και της Διεθνούς Γραμματείας, που διέπει τη διαδικασία λήψης αποφάσεων στnν FIDH, αποτελεί ένα ιδιαίτερο κεκτημένο για την επιτόπια εμπειρία της Ομοσπονδίας καθώς και για την ειδημοσύνη που απαιτεί η διεθνής συνηγορία για τα δικαιώματα, η στρατηγική υπεράσπιση θυμάτων με στόχο την αλλαγή της διεθνούς νομολογίας και η επιτόπια παρουσία μας σε κρίσιμες περιοχές μέσω των αποστολών μας.
Παράλληλα με την έγνοια μας η Ομοσπονδία να μεγαλώσει, πρέπει περαιτέρω να δώσουμε έμφαση στην πύκνωση των δεσμών μεταξύ των οργανώσεων μελών, του Διεθνούς Γραφείου και της Γραμματείας, υπό συνθήκες ενός ανοιχτού και διαφανούς διαλόγου. Η FIDH χρειάζεται να δουλέψει κι άλλο, ώστε να βρει πιο αποτελεσματική στάθμιση μεταξύ, από τη μια πλευρά, του να επεκτείνεται με νέα μέλη και, από την άλλη, να εντοπίζει τις πιο έντιμες πηγές χρηματοδότησης ώστε να καταφέρνει τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα που θα εγγυούνται την αξιοπιστία και τη συντροφικότητά μας.
Ο κόσμος μας βιώνει μια μετάβαση αδιάγνωστου προορισμού με μια όμως γνωστή και εδραιωμένη οικουμενική συνέπεια: την όξυνση των ανισοτήτων, είτε εντός έκαστου κράτους είτε σε διακρατικό επίπεδο. Η ρευστή αυτή κατάσταση αντανακλάται στις συνεχιζόμενες εξελίξεις στο πεδίο των απειλών που αντιμετωπίζουν τα δικαιώματα όπου, από κοντά στα Κράτη, ιδιωτικοί παράγοντες και πολυεθνικές αποκτούν σταδιακά δεσπόζοντα ρόλο στις παραβιάσεις των δικαιωμάτων. Από την άλλη, συνεχιζόμενοι πόλεμοι στην Αφρική και τη Μέση Ανατολή διαλύουν τα θεμελιώδη δικαιώματα, εδραιώνοντας τη μη ειρήνη ως αδιάφορη κανονικότητα.
Δεν ζούμε απλώς μια κρίση των δικαιωμάτων. Ζούμε μια νέα εποχή δικαιωμάτων. Ο όρος «κρίση» αναφέρεται στην εξαίρεση, στην επώδυνη στιγμή που αργά ή γρήγορα θα δώσει τη θέση της στην κανονικότητα πάλι: μια πρόσκαιρη δίνη που θα τελειώσει. Ωστόσο, σήμερα δεν βλέπουμε αυτό αλλά μια μετάβαση: ένα νέο μοντέλο διάρθρωσης de facto δυνάμεων υπερεθνικής κυριαρχίας και de jure εθνικής κυριαρχίας. Εν συντομία, ένα νέο μοντέλο συσχέτισης πολιτικής και οικονομίας που οδηγεί σε μια συλλογική συνθήκη υποβάθμισης των δικαιωμάτων: με όλες τις διακρίσεις που φυσικά διαφοροποιούν τον κόσμο.
Από την Υποσαχάρια Αφρική ως τη Νότια Αμερική, από την Άπω στη Μέση Ανατολή, την Ευρώπη και την Κεντρική Ασία, οι υπερασπιστές των δικαιωμάτων αντιμετωπίζουμε αυτή τη νέα κατάσταση. Το να αντιληφθούμε αυτή τη συγκυρία ως μετάβαση, ως μια αλυσίδα αιτίων και συνεπειών και όχι ως ατύχημα, σημαίνει ότι πρέπει να αρχίσουμε να εννοούμε την «κρίση» ως μια κρίσιμη στιγμή μιας πορείας μετάβασης αυτήν τη φορά όχι προς τη δημοκρατία –όπως είχαμε συνηθίσει– αλλά από τη δημοκρατία. Όπως εύκολα μαρτυρά κανείς σήμερα, οι μεταβάσεις στη Συρία, στο Νότιο Σουδάν, στην Υεμένη ή ακόμη και στην Κεντρική Αφρική οδήγησαν σε γεωπολιτική αστάθεια, στην επαναφορά της απολυταρχίας, στην απανθρωποποίηση της θρησκείας και σε συνεχιζόμενο λουτρό αίματος.
Αντιμέτωποι με μια νέα εποχή των δικαιωμάτων: παραδοσιακά διλήμματα και αναδυόμενες προκλήσεις.
Για χρόνια τώρα, η FIDH έχει δημιουργήσει μια στιβαρή εμπειρία στον αγώνα εναντίον των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας και εναντίον της ασυλίας των θητών που αποτελεί μια υπολογίσιμη κληρονομιά για το μέλλον μας. Ξέρουμε καλά πως ειρήνη χωρίς διεθνή δικαιοσύνη δεν είναι βιώσιμη. Ο αγώνας μας εναντίον της ατιμωρησίας και η δέσμευσή μας στη λογοδοσία των υπευθύνων ενώπιον των θεσμών της διεθνούς ποινικής δικαιοσύνης, έχουν εντατικά καταστεί κεντρικά θέματα στη δουλειά μας στα οποία θα πρέπει να επιμείνουμε αλλά και να επεξεργαστούμε κι άλλο. Πρέπει να εντείνουμε τις προσπάθειές μας και να είμαστε κρίσιμοι παρόντες στην αναδυόμενη δικονομία της διεθνούς ποινικής δικαιοσύνης, ώστε να διαφυλαχθεί η παρουσία των θεσμών της διεθνούς λογοδοσίας για μαζικά εγκλήματα σε αυτή τη νέα εποχή.
Είναι ένας κόσμος αλλαγών, ωστόσο τα παραδοσιακά προβλήματα και διλήμματα επιμένουν και νέα αναδύονται δοκιμάζοντας τη δυνατότητά μας να αντιλαμβανόμαστε τις αλλαγές σε συνδυασμό με τη δέσμευσή μας να αγωνιζόμαστε για τις αρχές μας. Η αυξανόμενη έγνοια μας για το ζήτημα των σχέσεων δικαιωμάτων και πολυεθνικών επιχειρήσεων σε ένα παγκοσμιοποιημένο διεθνές σύστημα είναι η ένδειξη αυτού του ολοένα και πιο δύσκολου χρέους μας. Περισσότερο από ποτέ, πρέπει να κρατάμε τα μάτια μας ανοιχτά, όπως όμορφα το λέει το σύνθημά μας, γιατί, καθώς τα χρόνια περνάνε, η δουλειά μας γίνεται πιο σύνθετη: απέναντί μας έχουμε πάντοτε τις αυταρχικές κυβερνήσεις αλλά και νέους –κρατικούς και μη κρατικούς, εθνικούς και διεθνείς– παράγοντες που χρήζουν μιας πιο συμπαγούς και πολυδιάστατης στρατηγικής πρόληψης των παραβιάσεων, της προστασίας και της προώθησης των δικαιωμάτων.
Εμείς, οι υπερασπιστές των δικαιωμάτων, φωνές που πρέπει να ακούγονται
Επομένως, πρέπει διαρκώς να δουλεύουμε σκληρότερα για έναν αποτελεσματικό συνδυασμό μιας λειτουργικής ευελιξίας, ώστε να ανιχνεύσουμε νέες στρατηγικές που θα είναι πιο παραγωγικές και συνάμα να παραμείνουμε ακλόνητοι στις αρχές που συγκροτούν τον πυρήνα αυτού που υπαρξιακά είμαστε. Αυτό δεν είναι μια εύκολη στάθμιση, αλλά είναι απολύτως αναγκαία. Μόνο έτσι μπορεί να είμαστε σε θέση να αντιλαμβανόμαστε τις ιδιαιτερότητες κάθε παράδοσης, τοπικού και εθνικού υπόβαθρου, να εδραιώσουμε τη γνώση μας για διαφορετικές περιοχές του κόσμου, να περιορίσουμε τα κυρίαρχα στερεότυπα για τους άλλους, χωρίς να ολισθαίνουμε στην παγίδα του σχετικισμού.
Στον σύγχρονο κόσμο, όπου σε πολλά κράτη τα δικαιώματα συστηματικά παραβιάζονται στο όνομα πολιτισμικών, θρησκευτικών διαφορών και διαφόρων λεγόμενων πολιτικών της ταυτότητας, η στήριξη της ικανότητας δράσης των υπερασπιστών των δικαιωμάτων παραμένει πρώτης τάξης προτεραιότητα.
Για πολλούς ανάμεσά σας, ο αγώνας για τα δικαιώματα γίνεται ολοένα πιο επικίνδυνος, ακόμη και εκτός νόμου, Ωστόσο, δεν φτάνει απλώς να αξιώνουμε εγγυήσεις της προστασίας των υπερασπιστών των δικαιωμάτων. Πρέπει να παλεύουμε ώστε να ακουγόμαστε και να εισακουγόμαστε. Πρέπει, σε τελευταία ανάλυση, να πείθουμε. Από τη μια πλευρά, ορθώς καταγγέλλουμε μαζικά εγκλήματα, παραβιάσεις δικαιωμάτων και απευθύνουμε κριτική, αλλά από την άλλη, οφείλουμε να απευθύνουμε ρεαλιστικές συστάσεις και λύσεις, να συγκροτούμε ένα συγκεκριμένο ανά περίσταση σχέδιο ισότητας και ελευθερίας. Δεν είμαστε Δον Κιχώτες των δικαιωμάτων. Χρειαζόμαστε και έχουμε μια ισχυρή στρατηγική, διότι η στρατηγική είναι το όπλο των αδυνάμων.
Μια ολοκληρωμένη στρατηγική σε ένα παλαιό δίλημμα που επιμένει: ελευθερία και ασφάλεια.
Το δίλημμα μεταξύ ελευθερίας και ασφάλειας εγείρεται συνήθως σε συζητήσεις ανάμεσα σε υπερασπιστές των δικαιωμάτων. Κατά την πιο οικεία πρόσληψη του διλήμματος αυτού, το να είναι κάποιος ασφαλής σημαίνει ότι παραδίδει τμήμα της ελευθερίας του: αποδεχόμαστε, λόγου χάρη, την παρακολούθησή μας διότι πιστεύουμε ότι αυτό θα εγγυηθεί την προστασία μας. Έχουμε, λοιπόν, σοβαρούς λόγους να αναθεωρήσουμε αυτήν την πρόσληψη. Χωρίς να παραβλέπουμε το γεγονός ότι η ελευθερία και η ασφάλεια μπορεί δυνητικά να έρθουν σε αντίθεση η μια με την άλλη, είναι εξαιρετικά απλοϊκό να παρουσιάζονται τα πράγματα αποκλειστικά μέσω αυτής της διχοτομίας. Η ασφάλεια δεν σημαίνει μόνο αστυνομία και όπλα. Ασφάλεια σημαίνει δρόμοι χωρίς κίνδυνο, παιδικοί σταθμοί που λειτουργούν, καλά νοσοκομεία, κανονικά σχολεία και πάει λέγοντας. Η ασφάλεια ισοδυναμεί με την κοινωνική ευθύνη της Πολιτείας. Η ασφάλεια έχει μια κοινωνική διάσταση που κρύβεται από τις μονοδιάστατες προσλήψεις της ασφάλειας ως εμπόδιο στην ελευθερία. Η ασφάλεια μπορεί να γίνει εμπόδιο στην ελευθερία αλλά η ελευθερία είναι αδιανόητη χωρίς εγγυήσεις ασφάλειας. Η ασφάλεια είναι η μόνη κατάσταση ελευθερίας. Αν κάποιος δεν είναι ασφαλής δεν μπορεί να είναι ελεύθερος. Ως πρόσφατα, η γενική προσδοκία είναι ότι ενώπιον του διλήμματος «ασφάλεια εναντίον ελευθερίας», το κίνημα των δικαιωμάτων θα επέλεγε την ελευθερία, αφήνοντας ελεύθερο χώρο για την κρατική αυθαιρεσία και τον αυταρχισμό, να αναλάβουν την υπόθεση της ασφάλειας. Αυτό μας έφερε ενώπιον μιας παράδοξης κατάστασης όπου ο πολιτικός λόγος εναντίον των δικαιωμάτων μονοπωλεί την φροντίδα για την ασφάλεια και να μετατρέπει την έννοια σε ένα κάλεσμα ώστε να απωθηθεί οποιαδήποτε διαφωνία.
Το παράδοξο καθίσταται ακόμη οξύτερο εφόσον αντιληφθεί κανείς πως όχι μόνο ευάριθμες παραβιάσεις δικαιωμάτων πραγματοποιούνται στο όνομα της ασφαλειοποίησης της πολιτικής, αλλά και πόσο ανασφαλείς και πόσο αβέβαιες έχουν γίνει οι ζωές μας εξαιτίας του μονοπωλίου της έννοιας της ασφάλειας από τους ενάντιους των δικαιωμάτων. Αντιμέτωποι με το δίλημμα «ασφάλεια ή ελευθερία» χρειάζεται να επανεξετάσουμε το ερώτημα. Εν τέλει, να αντιληφθούμε ότι δεν πρόκειται περί ενός διαζευκτικού ερωτήματος «είτε-είτε» αλλά υπόθεση ενός συνδετικού «και». Η ασφάλεια είναι η μόνη προϋπόθεση της ελευθερίας μας. Επομένως, η ορθή για εμάς προσέγγιση είναι να πούμε «είμαστε με την ασφάλεια, εναντίον εκείνων οι οποίοι, στο όνομα της προστασίας της, κάνουν τον κόσμο μας λιγότερο ασφαλή». Είναι καιρός, να επανακοιοποιηθούμε αυτές τις καλές έννοιες, αντί να αφήνουμε τους πολιτικούς μας αντιπάλους να τις καταχρώνται.
Ο πυλώνας μας: η αδιαιρετότητα και οικουμενικότητα των δικαιωμάτων.
Στην πράξη, πρόκειται για την πανθομολογούμενη πλην όμως διαρκώς ζητούμενη αδιαιρετότητα των δικαιωμάτων: δεν μπορείς να υποβαθμίζεις τα κοινωνικά δικαιώματα, χωρίς να υπονομεύεις τα πολιτικά και τη διαδικασία της λήψης αποφάσεων σε μια δημοκρατία, χωρίς, στο τέλος του δρόμου, να παραβιάζεις τα ατομικά.
Αυτό είναι που μας δίδαξε η εμπειρία στη δική μου χώρα, αυτά τα τελευταία χρόνια, όπου τα μέτρα λιτότητας οδήγησαν, ανάμεσα στα άλλα, στην απαξίωση του κράτους δικαίου και της δημοκρατίας. Η ευαλωτότητα καθίσταται έτσι μια γενικευμένη βιοτική συνθήκη, επηρεάζοντας ολοένα περισσότερους ανθρώπους πέραν ενός περιορισμένου κύκλου συγκεκριμένα οριζόμενων, των λεγόμενων «ευάλωτων ομάδων». Με δεδομένο αυτό, οι πολιτικές της λιτότητας σε συνδυασμό με τη διαιώνιση της αδικίας και την όξυνση των ανισοτήτων (διότι από μόνη της η λιτότητα θα μπορούσε να είναι έντιμη ή δίκαια) συμβάλλουν στην εδραίωση μιας γενικευμένης νοσηρής πεποίθησης ότι η κοινωνική συνοχή δεν είναι τόσο ένα πολιτειακό καθήκον, αλλά μια άσκηση φιλανθρωπίας. Εδώ λοιπόν έχουμε ρόλο.
Στο πλαίσιο αυτό, είναι υπαρξιακά κρίσιμο για την Διεθνή Ομοσπονδία Δικαιωμάτων του Ανθρώπου να συνεχίσει να παλεύει για την οικουμενικότητα των δικαιωμάτων και να μάχεται εναντίον πολλαπλών αθέμιτων διακρίσεων, ιδιαιτέρως εστιάζοντας στα δικαιώματα των γυναικών και των ΛΟΑΤ.
Στο πεδίο αυτό, η Ευρώπη είναι ένας από τους ισχυρότερους διεθνείς παράγοντες λογοδοσίας των κρατών σχετικά με τις επιδόσεις τους στο σεβασμό των δικαιωμάτων. Η συστηματική, ωστόσο, υπονόμευση των δικαιωμάτων στην Ευρώπη εσχάτως, οδηγεί στην απώλεια της όποιας αξιοπιστίας διέθετε στο να θέτει πιέσεις σε τρίτες χώρες ως προς την υλοποίηση πολιτικών προστασίας δικαιωμάτων. Μετά τον λόγο των ΗΠΑ, πλέον και ο λόγος της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε σχέση με την ατζέντα των δικαιωμάτων έχει στερηθεί μείζονος τμήματος της φερεγγυότητάς του στο κόσμο. Δεν πείθει. Αυτό δεν είναι μόνο πρόβλημα για την Ευρώπη, αλλά και για τις άλλες περιοχές καθώς η ευρωπαϊκή επιρροή υπήρξε και συνεχίζει να είναι κομβική σε οικουμενικό επίπεδο.
Δεν είναι λοιπόν απλώς ότι η Ευρώπη έχει προβλήματα δικαιωμάτων. Η Ευρώπη είναι πλέον ένα πρόβλημα δικαιωμάτων με σφαιρικές επιπτώσεις: παραβιάσεις στην αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, συστηματική παραμέληση της κατάστασης των δικαιωμάτων, μια ανοιχτή ρατσιστική ατζέντα εκ μέρους των κυβερνήσεων δεν είναι απλώς το στίγμα κάποιων κρατών μάλλον εύκολων να γίνουν στόχοι καταγγελιών. Είναι πλέον εξίσου το δυσάρεστο προνόμιο εδραιωμένων δημοκρατιών, πολιτειών που αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως άνδρα του κράτους δικαίου.
Σε αυτή τη νέα φάση του αντιτρομοκρατικού αγώνα μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις κυρίως σε Γαλλία και Βέλγιο, η κατάσταση έκτακτης ανάγκης τείνει να εδραιωθεί θέτοντας πολλαπλά κεκτημένα υπό αμφισβήτηση. Αν αυτό καταλήξει ως η νέα νόρμα στην Ευρώπη, τότε είναι βέβαιο ότι δύναται ευκολότερα να διαδοθεί σε άλλα μέρη του κόσμου.
Τέλος, η Ευρωπαϊκή Ένωση ντροπιαστικά αποκαλεί «προσφυγική κρίση» την άφιξη του ενός από τα εξήντα πέντε εκατομμύρια προσφύγων παγκοσμίως σε μια ήπειρο πληθυσμού μισού δις. Αυτό όμως δεν είναι μια προσφυγική κρίση, αλλά μια κρίση υποδοχής, με άλλες λέξεις, μια πραγματική κρίση αλληλεγγύης. Η Συμφωνία Τουρκίας-Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί το τελευταίο εξαιρετικά ανησυχητικό στιγμιότυπο στην πορεία της στρατιωτικοποίησης της προσφυγικής διαχείρισης, με αποκρουστικές συνέπειες στα δικαιώματα που έχουν καθιερωθεί στο διεθνές προσφυγικό δίκαιο από το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα και ύστερα.
Τελευταίο, μα όχι έσχατο: οργανωτικές προκλήσεις.
Η δομή της Ομοσπονδίας μας, η έμφαση στις οργανώσεις μέλη, που δίνει ένα ασύγκριτο πλεονέκτημα διεθνούς νομιμοποίησης, σε συνδυασμό με τη διαφύλαξη της διακριτής ταυτότητας της FIDH, μπορεί να οδηγήσει στην περαιτέρω ενδυνάμωση της παρουσίας και της ορατότητάς μας στον κόσμο.
Η αλληλεπίδραση μεταξύ των οργανώσεων μελών, του Διεθνούς Γραφείου και της Διεθνούς Γραμματείας, που διέπει τη διαδικασία λήψης αποφάσεων στnν FIDH, αποτελεί ένα ιδιαίτερο κεκτημένο για την επιτόπια εμπειρία της Ομοσπονδίας καθώς και για την ειδημοσύνη που απαιτεί η διεθνής συνηγορία για τα δικαιώματα, η στρατηγική υπεράσπιση θυμάτων με στόχο την αλλαγή της διεθνούς νομολογίας και η επιτόπια παρουσία μας σε κρίσιμες περιοχές μέσω των αποστολών μας.
Παράλληλα με την έγνοια μας η Ομοσπονδία να μεγαλώσει, πρέπει περαιτέρω να δώσουμε έμφαση στην πύκνωση των δεσμών μεταξύ των οργανώσεων μελών, του Διεθνούς Γραφείου και της Γραμματείας, υπό συνθήκες ενός ανοιχτού και διαφανούς διαλόγου. Η FIDH χρειάζεται να δουλέψει κι άλλο, ώστε να βρει πιο αποτελεσματική στάθμιση μεταξύ, από τη μια πλευρά, του να επεκτείνεται με νέα μέλη και, από την άλλη, να εντοπίζει τις πιο έντιμες πηγές χρηματοδότησης ώστε να καταφέρνει τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα που θα εγγυούνται την αξιοπιστία και τη συντροφικότητά μας.