Λογοκρισίες στην Ελλάδα
13 Δεκεμβρίου 2015
Το πρώτο
συνέδριο για την λογοκρισία στη χώρα μας
Από τις 17 έως τις
19 Δεκεμβρίου, στο Κέντρο Τεχνών του Δήμου Αθηναίων (πρώην ΕΑΤ-ΕΣΑ), το Τμήμα
Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου, σε συνεργασία με το Παράρτημα
Ελλάδας του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ οργανώνουν το συνέδριο «Λογοκρισίες
στην Ελλάδα»,
Πενήντα ομιλητές
διερευνούν την άμεση και έμμεση λογοκρισία, σε όλες τις εκδοχές δημόσιου λόγου
(εικαστικές τέχνες, στίχο, μουσική, λογοτεχνία, θέατρο, κινηματογράφο,
δημοσιογραφία), από τις πιο παραδοσιακές εκφορές όπως η βλασφημία και τα
«εθνικά θέματα» μέχρι τις πιο σύγχρονες μορφές στον χώρο του διαδικτύου. Η
επιδίωξη είναι να ερευνηθεί όλη η γκάμα: η ευθεία καταστολή, η προληπτική
λογοκρισία και ο πιο ανεξιχνίαστος λογοκριτικός τύπος: η αυτολογοκρισία. Με την
ευκαιρία απευθύναμε από ένα ερώτημα στα τρία μέλη της επιστημονικής επιτροπής
του συνεδρίου: τον φωτογράφο Νίκο Παναγιωτόπουλο (δρ τεχνών και ανθρωπιστικών
επιστημών), τη θεωρητικό τέχνης Πηνελόπη Πετσίνη (δρ τεχνών και ανθρωπιστικών
επιστημών) και τον πολιτειολόγο Δημήτρη Χριστόπουλο (αναπληρωτή καθηγητή,
Πάντειο Πανεπιστήμιο).
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Σε καθεστώτα
ολοκληρωτικά και αυταρχικά, όπως στη χούντα, ήταν μάλλον εύκολο να
ταυτοποιήσουμε τη λογοκρισία. Πώς οριοθετείται όμως η λογοκρισία στη
μεταπολίτευση;
Καμιά φορά, όταν
μας διηγούνται γκροτέσκες ιστορίες λογοκρισίας από τη χούντα γελάμε. Γελάμε,
διότι όντως είναι αστείο και διότι έχουμε πλέον τη δυνατότητα να χλευάσουμε την
αυταρχική λογοκρισία που έχουμε αφήσει πίσω.
Αντιέκθεση
διαμαρτυρίας, αντίδραση στη λογοκρισία και την κατάσχεση του έργου της Εύας
Στεφανή στην Art Athina, 2007. Στην έκθεση παρουσιάστηκε το επίμαχο έργο της
Στεφανή, μαζί με έργα 70 ακόμη Ελλήνων καλλιτεχνών. Οι δημιουργίες υπογράφτηκαν
από όλους τους καλλιτέχνες, ώστε σε περίπτωση δίωξης, να ασκούνταν εναντίον όλων.
ΑΝΤΙΕΚΘΕΣΗ
ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑΣ, ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΣΤΗ ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ ΕΥΑΣ
ΣΤΕΦΑΝΗ ΣΤΗΝ ART ATHINA, 2007. ΣΤΗΝ ΕΚΘΕΣΗ
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΚΕ ΤΟ ΕΠΙΜΑΧΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΣΤΕΦΑΝΗ, ΜΑΖΙ ΜΕ
ΕΡΓΑ 70 ΑΚΟΜΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΩΝ. ΟΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΕΣ
ΥΠΟΓΡΑΦΤΗΚΑΝ ΑΠΟ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ, ΩΣΤΕ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΔΙΩΞΗΣ, ΝΑ ΑΣΚΟΥΝΤΑΝ
ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΟΛΩΝ.
Βέβαια, αυτό δεν
σημαίνει ότι έχουμε ξεμπερδέψει με τη λογοκρισία, μολονότι συζητάμε για άλλα
πράγματα. Σήμερα, έχουμε ακόμη καταστολή, το αρχέτυπο της λογοκρισίας. Δείγματα
μεν, αλλά σταθερά επαναλαμβανόμενα που δείχνουν πως δεν είναι μεμονωμένα
περιστατικά. Υπάρχει ένα νήμα που ενώνει τις διαδηλώσεις στα αθηναϊκά σινεμά
που παίζουν τον «Τελευταίο πειρασμό», τα ασφαλιστικά μέτρα εναντίον του βιβλίου
Μν του Ανδρουλάκη, την υπόθεση της έκθεσης outlook (με την απομάκρυνση του
«βλάσφημου» έργου του Thierry de Cordier και την ποινική δίωξη του επιμελητή
της) το 2004, τη δίωξη του «Παστίτσιου» το 2013 ή τις χρυσαυγίτικες αγκαλιές με
τον Μητροπολίτη Πειραιώς με αφορμή το Corpus Christi στο Χυτήριο. Αυτά
συνεχίζονται με δύο τρόπους: είτε κάποιοι «αγανακτισμένοι» επεμβαίνουν και το
κράτος τους παρακολουθεί χωρίς να τους πειράζει, είτε –πιο σπάνια– το ίδιο το
κράτος κάνει το ίδιο την δουλειά. Σε κάθε περίπτωση, όταν η υπόθεση φτάνει στο
δικαστήριο, τα θύματα της λογοκρισίας κατά κανόνα αθωώνονται, αλλά τι να το
κάνεις; Η δουλειά έχει γίνει.
Από την άλλη, η
προληπτική λογοκρισία, κατεξοχήν θεσμοποιημένος λογοκριτικός τύπος επί χούντας,
φυσικά δεν υπάρχει σήμερα αυτή καθαυτή· πλέον έχει αποκτήσει μορφές άτυπες και
μη εντοπίσιμες στο δημόσιο χώρο. Τα κίνητρα μιας προληπτικής λογοκριτικής παρέμβασης
δεν είναι πλέον ο φόβος της Επιτροπής Λογοκρισίας, όπως ως άλλοτε, αλλά η
ανάγκη της συμμόρφωσης με αυτά που ζητάει ο εκάστοτε ιθύνων. Η λέξη
«λογοκρισία» αποδοκιμάζεται πλέον ακόμη κι από τους ίδιους τους λογοκριτές.
Σήμερα, δεν είναι μόνο το έθνος, η θρησκεία, η «ηθική» ή άλλες αξίες που
στέκουν ως τα σκιάχτρα των περιορισμών του λόγου (αν και τα σκιάχτρα διατηρούν
την ισχύ τους, όπως μας θυμίζουν και πολύ πρόσφατα περιστατικά), αλλά κατεξοχήν
η ίδια η αγορά. Η αγορά, με τον δικό της τρόπο, κατευθύνει την ανθρώπινη
δημιουργία με ιδιόμορφα παραγωγικό τρόπο. Υπό την έννοια αυτή, η λογοκρισία
πλέον δεν συγκροτείται τόσο πάνω στο αρχετυπικό «απαγορεύεται» της καταστολής
αλλά στους πολλαπλούς κοινωνικούς και εμπορικούς καταναγκασμούς ή συμβάσεις
μιας αναπτυγμένης καπιταλιστικής κοινωνίας.
Τέλος, μια κουβέντα
για την αυτολογοκρισία: η αυτολογοκρισία είναι τόσο ενσωματωμένη στη συνείδηση
του δημιουργού ώστε πολλές φορές πλέον να δρα ασύνειδα, όπως δηλαδή έγραφε ο
Φουκώ για τον «μπάτσο στο κεφάλι μας».
Η λογοκρισία
υπάρχει επειδή υπάρχει ανισότητα. Λογοκρισία μεταξύ ίσων δεν νοείται. Μεταξύ
του πολιτικού κομφορμισμού που υπαγορεύει πως τάχα στα φιλελεύθερα καθεστώτα η
λογοκρισία έχει εξαλειφθεί και μιας μηδενιστικής αντίληψης που θεωρεί πως κάθε
κριτική είναι λογοκρισία, και άρα «όλα είναι εν δυνάμει λογοκρισία», υπάρχει
χώρος που αξίζει να προστατέψουμε. Σε αυτή την κατεύθυνση κινείται το συνέδριό
μας.
Δημήτρης
Χριστόπουλος
Το πρόγραμμα του
συνεδρίου αναδεικνύει ότι στην Ελλάδα υπάρχει λογοκρισία σε πολλές διαφορετικές
μορφές έκφρασης, όμως ο κινηματογράφος μοιάζει να έχει δεχτεί το μεγαλύτερο
έλεγχο διαχρονικά σε σύγκριση, για παράδειγμα, με τις εικαστικές τέχνες. Ισχύει
πράγματι αυτό και γιατί;
Από την
Απελευθέρωση ως τη Μεταπολίτευση, η κινηματογραφική λογοκρισία στην Ελλάδα
κινείται στο πλαίσιο που ορίζει ο κατοχικός νόμος 1108/1942, στην ουσία ένας
αναγκαστικός νόμος του Μεταξά (α.ν. 446/1937), με κάποιες τροποποιημένες
διατάξεις. Σύμφωνα με αυτόν, μια ταινία μπορούσε να απαγορευτεί εάν τυχόν περιελάμβανε
στοιχεία «δυνάμενα να επιδράσουν επιβλαβώς εις τη νεότητα ή να επιφέρουν
διατάραξιν της δημοσίας τάξεως» ή που να δυσφημούν τη χώρα εθνικά ή τουριστικά.
Σε αυτή τη βάση απαγορεύονται και συμβατικές ιδεολογικά ταινίες όπως η
Τελευταία Αποστολή του Νίκου Τσιφόρου (Φίνος Φιλμ, 1949), που απαγορεύτηκε
έπειτα από αίτημα του Υπουργείου Ασφαλείας και του Γενικού Επιτελείου Στρατού,
με την αιτιολογία ότι προσβάλλει την εικόνα του Έλληνα αξιωματικού.
Ως το 1967, η
λογοκρισία διατηρείται στο πλαίσιο του Συντάγματος του μεταξικού καθεστώτος.
Στο Σύνταγμα του 1952, οι δικαιοδοσίες της κατοχυρώνονται, ενώ με τον νόμο
4208/1961 δίνονται απεριόριστες εξουσίες στις επιτροπές λογοκρισίας, που
διορίζονται από το Υπουργείο Προεδρίας και είναι αρμόδιες να δίνουν τόσο άδειες
λήψης σκηνών, όσο και προβολής ταινιών. Με την έλευση της Δικτατορίας, η φίμωση
της ελεύθερης έκφρασης και η επέμβαση της λογοκρισίας φτάνουν στο απόγειό τους.
Οι προσαγωγές και φυλακίσεις καλλιτεχνών, η απαγόρευση που αφορούσε οτιδήποτε
κρινόταν επικίνδυνο για το καθεστώς, είχαν ως αποτέλεσμα οι ίδιοι οι δημιουργοί
να επαναπροσδιορίσουν τους τρόπους παραγωγής έργου, με κυριότερη τακτική τους
την παραπλάνηση των εκπροσώπων του καθεστώτος και την υιοθέτηση μιας
«αισώπειας», συμβολικής γλώσσας. Τέτοιες δημιουργικές επινοήσεις, συχνά
κατέληγαν να γίνουν μέρος της κινηματογραφικής τους γλώσσας.
Μαρία Καραβέλα,
Αίθουσα Τέχνης Αθηνών Χίλτον (1972). Η έκθεση λογοκρίνεται από την αστυνομία σε
τρεις μέρες.ΜΑΡΙΑ ΚΑΡΑΒΕΛΑ, ΑΙΘΟΥΣΑ ΤΕΧΝΗΣ ΑΘΗΝΩΝ ΧΙΛΤΟΝ (1972).
Η ΕΚΘΕΣΗ
ΛΟΓΟΚΡΙΝΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΣΕ ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ.
Στις Μέρες του ’36
(1972), για παράδειγμα, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος επιχειρεί να αποφύγει τη
λογοκρισία επινοώντας τρόπους υπαινικτικούς και έκφραση αλληγορική,
αποδεικνύοντας ότι η λογοκρισία έχει και μια παραγωγική διάσταση καθώς δυνάμει
μπορεί να αποτελέσει μια διαδικασία που δημιουργεί νέους τρόπους επικοινωνίας:
«Αν είχα εκφραστεί ελεύθερα, σίγουρα θα μου είχαν επιβάλει λογοκρισία. Έπρεπε
να εφεύρω έναν άλλο τρόπο. Καθετί σημαντικό σ’ αυτή την ταινία, προσπάθησα να
το βάλω πίσω από κλειστές πόρτες, ή να λέγεται στο τηλέφωνο, ή να μη λέγεται
καθόλου, ή να ψιθυρίζεται. Η Δικτατορία είναι καταγεγραμμένη στη δομή της ίδιας
της ταινίας. Έτσι, τη γύρισα με τέτοιο τρόπο, ώστε ο θεατής να καταλάβει πως
ήταν θέμα λογοκρισίας». Ακόμα κι έτσι, ο Γεωργαλάς αντιλαμβάνεται τη στρατηγική
του και τον καλεί στο γραφείο του για να του πει: «Κοιτάξτε, κύριε Αγγελόπουλε,
είμαστε παρά πολύ δυνατοί. Δεν φοβόμαστε τίποτα, κάντε ό,τι θέλετε».
Αν για τον
κινηματογράφο υπάρχει από την αρχή ένα έτοιμο θεσμικό και νομικό πλαίσιο
ελέγχου που ξεκινά από τη δημιουργία και φτάνει μέχρι την προβολή και τη
διακίνηση μιας ταινίας, αυτό δεν ισχύει για τις εικαστικές τέχνες. Παρόλο που
κατά καιρούς έχουν υπάρξει καλλιτέχνες που υπέστησαν λογοκριτικές παρεμβάσεις,
ο αριθμός τους είναι συντριπτικά μικρότερος από τον αντίστοιχο των
κινηματογραφιστών. Ακόμα και στην περίοδο της Δικτατορίας όπου ο έλεγχος ήταν
ασφυκτικός, ήταν αρκετές οι εκθέσεις που κατάφεραν να αρθρώσουν κριτικό λόγο
ενάντια στο καθεστώς –με συμβολισμούς μεν, αλλά συχνά εξαιρετικά προφανείς,
όπως στα εγκιβωτισμένα στο γύψο γαρύφαλλα του Βλάση Κανιάρη (Γύψος, 1969)–
χωρίς να αντιμετωπίσουν λογοκριτικές παρεμβάσεις. Εν μέρει η αδυναμία
κατανόησης των εικαστικών τεχνών από πλευράς των οργάνων του καθεστώτος, εν
μέρει το ότι ήταν λιγότερο μαζική τέχνη από τον κινηματογράφο και απευθυνόταν
σε πολύ μικρότερα ακροατήρια, τα εικαστικά αδιαμφισβήτητα υπέστησαν πολύ
λιγότερη λογοκρισία.
Νίκος
Παναγιωτόπουλος
Συνιστά κάθε μορφή
ελέγχου του λόγου λογοκρισία; Ποια είναι η διαφορά κριτικής και λογοκρισίας;
Η κυριαρχία μιας
πολωμένης ρητορικής η οποία συνδέει τη λογοκρισία αποκλειστικά με το δίπολο
ελευθερία / καταστολή, σε συνδυασμό με μια διεύρυνση του όρου που, στην ακραία
εκδοχή της, κατέληξε να ονομάζει λογοκρισία κάθε είδους κρίση ή επιλογή (καθώς
αυτή επιτρέπει κάτι και αποκλείει κάτι άλλο), όσο αντιφατική κι αν είναι βοηθά
ιδιαίτερα στην αποσιώπηση κάθε κριτικής χωρίς να καταφύγει κανείς σε πραγματικό
διάλογο. Η «λογοκρισία» έχει μετατραπεί σε έναν πολύ βολικό επιχείρημα εξαιτίας
της ρητορικής αξίας του όρου η οποία καταρχήν εγγυάται την προσοχή του κοινού
κι έπειτα εξυπηρετεί ιδιαίτερα καθώς αποκρύπτει την ποιότητα του υλικού ή των
θέσεων που υποτίθεται πως λογοκρίνονται. Με αυτή τη λογική, βέβαια, κάθε
προσπάθεια δημιουργίας νοήματος ουσιαστικά θα στιγματίζεται ως λογοκρισία. Το
αποτέλεσμα ισοπεδώνει τις διακρίσεις μεταξύ των ειδών εξουσίας και ισχύος,
εμμέσως εξισώνοντας την κρατική καταστολή του λόγου ή εκείνη που επιβάλεται από
την Εκκλησία ή την αγορά, με εκείνη που προκύπτει από την κυριαρχία ενός
συγκεκριμένου Λόγου ή από τον ίδιο το θεσμό της κριτικής: είναι το ίδιο ένας
συγγραφέας του οποίου το έργο απαγορεύεται από ένα απολυταρχικό ή ένα
φιλελεύθερο καθεστώς, με έναν ακαδημαϊκό που η έρευνά του απορρίπτεται από ένα
επιστημονικό περιοδικό του πεδίου του ή ένα ερευνητικό κέντρο.
Η διαμόρφωση
κανόνων είναι πράγματι χρήσιμο εργαλείο για τη λογοκρισία, είναι όμως και ένας
πολύ αποτελεσματικός μηχανισμός πολιτισμικής επιλογής και σταθεροποίησης. Ο
λογοκριτικός έλεγχος που αφορά τη συμμόρφωση με τους κανόνες (είτε νομικούς,
είτε αισθητικούς, ή ενός ευρύτερου ιδεολογικού χαρακτήρα) αναπόφευκτα απαιτεί
αυταρχικές ή τουλάχιστον ιεραρχικές δομές. Η λογοκρισία προϋποθέτει την ύπαρξη
ενός κανόνα, ο οποίος με τη σειρά του της παρέχει τα κριτήρια βάσει των οποίων
αξιολογούνται τα πολιτισμικά προϊόντα.
Οι κανόνες
ασχολούνται επίσης με τη διατήρηση της νόρμας, η ανάπτυξη και εξέλιξή τους όμως
δεν συμβαίνει κατ’ ανάγκην αποκλειστικά μέσω εξουσιοδοτημένων θεσμών. Πράγματι,
οι κανόνες καθορίζονται από ειδικούς των οποίων η κρίση έχει επηρεαστεί από
εξίσου κανονικοποιημένες παραδόσεις όπως αντανακλώνται στη δική τους εκπαίδευση
ή επαγγελματική κατάρτιση. Αλλά αρκετοί από αυτούς αναπτύσσονται και
εξελίσσονται βάσει της υποδοχής και διάδρασης με το εκάστωτε ακροατήριό τους κι
αυτό συνιστά μια βασική διαφορά με τη λογοκρισία. Στην κοινωνία και τον
πολιτισμό υπάρχουν άπειρα παραδείγματα ρύθμισης και ελέγχου της επικοινωνίας,
τα οποία είναι πράγματι χαρακτηριστικά της λογοκρισίας. Αλλά ενώ η λογοκρισία
προϋποθέτει πάντα τον έλεγχο και τη ρύθμιση των λόγων, δεν ισοδυναμεί κάθε
τέτοια ρύθμιση με λογοκρισία.
Σε κάθε περίπτωση,
αυτοί που φωνάζουν «Λογοκρισία!» μπροστά σε οποιαδήποτε κρίση ή κριτική και
μιλούν για μηχανισμούς αποκλεισμού (μιας επιτροπής, ενός ιδρύματος, ενός
επιμελητή) ή εκφοβισμού (εδώ συνήθως της αριστεράς) αναπαράγουν μια αντίφαση:
Ενώ όλες οι διευρυμένες προσέγγισεις που έχουν διατυπωθεί τις τελευταίες δύο
δεκαετίες στηρίζονται σε αναλύσεις που αντιμετωπίζουν τη λογοκρισία ή τη
λογοκριτική λογική ως ένα φαινόμενο που είναι αφενός εξαιρετικά σύνθετο και
αφετέρου διαθέτει μια «παραγωγική», «εποικοδομητική» πλευρά (η λογοκρισία
παράγει Λόγους, έγραφε ο Φουκώ), οι ίδιοι υιοθετούν ταυτόχρονα τον πλέον
παραδοσιακό ορισμό της κακής, μονοσήμαντης λογοκρισίας που κινείται
αποκλειστικά στο δίπολο ελευθερία/καταστολή, στην απόρριψη του οποίου
βασίστηκαν αυτές οι προσεγγίσεις. Και, αντανακλώντας μια απλοϊκή φροϋδική
λογική, καταλήγουν να ισχυρίζονται πως ό,τι λογοκρίνεται είναι πάντα σημαντικό.
Πηνελόπη Πετσίνη
Το συνέδριο
«Λογοκρισίες στην Ελλάδα» το οργανώνει το Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και
Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου σε συνεργασία με το Παράρτημα Ελλάδας του
Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ. Θα γίνει στο Κέντρο Τεχνών του Δήμου Αθηναίων
(πρώην ΕΑΤ-ΕΣΑ). Οι εργασίες διεξάγονται στις 17, τις 18 και τις 19 Δεκεμβρίου.
Πέμπτη 17 (11.15-19.00), την Παρασκευή 18 (10.45-20.00) και το Σάββατο 19
Δεκεμβρίου (11.00-21.00). Το πλήρες πρόγραμμα και άλλες πληροφορίες στο σάιτ:
logokrisies.wix.com/logokrisies
Οι εκδόσεις
Βιβλιόραμα προσκαλούν σε συζήτηση για τη λογοκρισία, την ελευθερία και την
τρομοκρατία με αφορμή την κυκλοφορία του συλλογικού τόμου «Όλα μπορούν να
λεχθούν» ή υπάρχουν «εκείνα που δεν λέγονται»; (επιμ. Δημ. Χριστόπουλος), την
Τρίτη 15 Δεκεμβρίου στις 18.30 στο Cafe Polis (Πεσμαζόγλου 5). Στη συζήτηση μετέχουν
η Έρση Σωτηροπούλου, συγγραφέας, και η Εύα Στεφανή, κινηματογραφίστρια, που
έχουν υποστεί τη δοκιμασία της λογοκρισίας. Το βιβλίο παρουσιάζουν οι πολιτικοί
επιστήμονες Γιάννης Τσίρμπας (Παν. Αθηνών) και Χρήστος Ηλιάδης (Ελληνική Ένωση
για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου). Συντονίστρια: Adéa Guillot, ανταποκρίτρια του
Le Monde στην Αθήνα.