3/6/15

Αριστερά και ιθαγένεια: τίποτε δεν είναι αυτονόητο

29 Μαΐου 2015
του Δημήτρη Χριστόπουλου



ΜΑΘΗΤΙΚΗ ΠΑΡΕΛΑΣΗ. ΑΘΗΝΑ, 24 ΜΑΡΤΙΟΥ 2015

«Ο αγώνας για την ιθαγένεια», μου έλεγε τις προάλλες ένας φίλος δημοσιογράφος, «είναι αγώνας για τα αυτονόητα». Θα ήθελα πολύ να συμφωνήσω, αλλά δεν μπορώ: τίποτε δεν είναι αυτονόητο. Όλα θέλουν αγώνα. Κάθε αγώνας θέλει ιδέες –επιχειρήματα δηλαδή– και υλική, δηλαδή πολιτική, δύναμη. Δεν είναι δηλαδή υπόθεση λίγων ευαίσθητων, ούτε μόνο διεκδίκηση των μεταναστών για τα δίκαιά τους. Η υπόθεση της ιδιότητας του πολίτη αφορά, και επηρεάζει, όλη την κοινωνία.

***

Όταν, το 2009, η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου έφερνε στο πολιτικό προσκήνιο την ανάγκη να αλλάξει ο Κώδικας Ελληνικής Ιθαγένειας, ο πιο αντιδραστικός Κώδικας στην Ευρώπη των 17, η υποδοχή ήταν περίπου αυτή που περιμέναμε. Η Δεξιά, στο σύνολό της, ήταν αρνητική. Η κυρίαρχη αντίληψη περί λαού στη συντηρητική ιδεολογία (από τις παραδοσιακές μέχρι τις νεόκοπες εκδοχές της), αποδίδει έμφαση, με διαφορετικούς βαθμούς έντασης, στην καταγωγή και στο «δίκαιο του αίματος». Στην ιδέα, δηλαδή, που συνόψισε γλαφυρά πριν από αρκετά χρόνια ο τότε νομάρχης Θεσσαλονίκης, Π. Ψωμιάδης με αφορμή την υπόθεση του αλβανού σημαιοφόρου Ο. Τσενάι: «Έλληνας γεννιέσαι, δεν γίνεσαι».

Η Αριστερά, από την πλευρά της, υποδέχθηκε από θετικά έως και ενθουσιωδώς την πρόταση. Ως τίτλους εδώ βάζω τους εξής:

Η δημοκρατία σε έναν τόπο είναι ελλιπής όταν στο εκλογικό σώμα δεν μετέχουν οι άνθρωποι που υπόκεινται στους νόμους του κράτους.
Η ιθαγένεια δεν είναι το έπαθλο που κάποιος θα λάβει στο τέλος μιας μακράς διαδρομής κοινωνικής ενσωμάτωσης. Δεν είναι δώρο, ούτε προνόμιο κάποιων σε βάρος κάποιων άλλων. Η ιθαγένεια, υπό κάποιους όρους, είναι δικαίωμα.
Η ιθαγένεια, λοιπόν, είναι δικαίωμα για τα παιδιά που γεννιούνται και ανατρέφονται στην Ελλάδα, πάνε σχολείο εδώ, με δύο λόγια διαμορφώνουν τη συνείδηση τους ως μέλη του κοινωνικού συνόλου στη χώρα μας, ανεξάρτητα από την καταγωγή των γονέων τους. Η «δεύτερη γενιά» μεταναστών ουσιαστικά στήνει το πρόγραμμα της ζωής της συγκρινόμενη με τους συνομηλίκους της και όχι με τους γονείς της. Κατά κυριολεξία, η δεύτερη γενιά δεν είναι μετανάστες. Δεν έφυγαν από την πατρίδα τους, όπως οι γονείς του. Αντιθέτως, ζουν σε μιαν άλλη πατρίδα: μόνο αυτήν γνωρίζουν και –σταδιακά– μόνον αυτή αναγνωρίζουν ως δικιά τους. Το ίδιο, σε μεγάλο βαθμό, ισχύει και για τα παιδιά που γεννήθηκαν μεν στην πατρίδα των γονιών τους, αλλά μεγαλώνουν στη χώρα μας.
Η Αριστερά δεν βλέπει στο έθνος μόνο το παρελθόν του. Βλέπει πρωτίστως το μέλλον του: το μέλλον των ανθρώπων που ζούνε μαζί, υποφέρουν και ευτυχούν μαζί, υποκείμενοι στις ίδιες βιοτικές καταστάσεις που διαμορφώνουν τη συνείδησή τους. Υπό την έννοια αυτή, η πολιτική κοινότητα ακουμπά την έννοια της κοινωνικής τάξης. Αυτό είναι το πολιτικό έθνος, στο όνομα του οποίου η Αριστερά μάχεται τον φυλετισμό και τους κάθε λογής εθνικισμούς, είτε είναι «δικοί μας» είτε όχι.
Υπήρξαν βέβαια και ενοχλητικές παραφωνίες. Υπήρξαν φωνές που θεωρούσαν την όλη συζήτηση φλυαρία πολυτελείας που λίγη σημασία έχει στην πράξη. Το επιχείρημα συνοψίζονταν στο εξής ερώτημα: «Τι σημασία έχει η ιθαγένεια αφού οι προλετάριοι δεν έχουν πατρίδα;» αδιαφορώντας για το ότι κάποιοι προλετάριοι πιθανώς να θέλουν να αποκτήσουν πατρίδα. Οι ίδιοι που έθεταν το ερώτημα αυτό, θεωρούσαν ανεπαρκή ως και προβληματική τη μεταρρύθμιση του Ν. 3838/2010 κατορθώνοντας («διότι περί κατορθώματος θα επρόκειτο», όπως έχει γράψει ο Βασίλης Παπαστεργίου στην «Εποχή», 23.11.2014), έτσι ώστε να συνηγορούν υπέρ της απόρριψής της. Ευτυχώς, οι φωνές αυτές δεν εισακούστηκαν και η μικρή κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ έκανε, την άνοιξη του 2010 αυτό που έπρεπε.

Ευτυχώς τέλος, που επίσης δεν εισακούστηκαν διάφορες απόψεις περί «εθνομηδενιστικού νόμου» ή «μαγνήτη λαθρομεταναστών». Και φυσικά εδώ δεν αναφέρομαι στην ξενόφοβη ρητορεία του αρχηγού της ΝΔ ούτε στο ρατσιστικό παραλήρημα της Χρυσής Αυγής. Τέτοιου είδους θέσεις στην πορεία της εκλογικής γιγάντωσης του 4% σε 27% ήρθαν πιο κοντά στο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθώντας να «προφυλάξουν» την μεγάλη Αριστερά της κυβέρνησης από τις «εθνικά επικίνδυνες ιδεοληψίες», όπως η κτήση της ελληνικής ιθαγένειας από τη δεύτερη γενιά. Περιττό να πούμε πως οι απόψεις αυτές έχουν με την Αριστερά σχέση όση ο φάντης με το ρετσινόλαδο.

Όπως και τότε όμως, έτσι και σήμερα — παρά τις επικίνδυνες προτροπές του αγοραίου εθνοφυλετισμού που για τα καλά ρίζωσε, με διάφορες εκδοχές, στο αντιμνημονιακό μέτωπο, η Αριστερά είναι λοιπόν διατεθειμένη να δώσει τη μάχη της ιθαγένειας. Ο πρωθυπουργός περιέλαβε τη ρύθμιση για την ιθαγένεια στις προγραμματικές του δηλώσεις, ενώ στην πρόσφατη Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ, η εξαγγελία της ψήφισης του νομοσχεδίου συγκέντρωσε την επιδοκιμασία όλων των παρισταμένων, όλων των τάσεων. Και αυτό κάτι δείχνει…

Η κρίσιμη ρύθμιση προβλέπει πως την ελληνική ιθαγένεια δικαιούνται τα παιδιά που γεννιούνται στη χώρα από γονείς εκ των οποίων ο ένας ζει νόμιμα εδώ πέντε χρόνια της στιγμής της γέννησης. Το δικαίωμα θεμελιώνεται όταν το παιδί γράφεται στην πρώτη δημοτικού. Αν ο γονέας έχει λιγότερο από πέντε χρόνια στη χώρα πριν τη γέννηση, το δικαίωμα θεμελιώνεται μια δεκαετία μετά την ημερομηνία έναρξης της νόμιμης διαμονής του. Μεταβατικές διατάξεις εξασφαλίζουν την πρόσβαση στην ελληνική ιθαγένεια σε όσα άτομα πληρούν τις προϋποθέσεις του νόμου και έχουν ενηλικιωθεί στην Ελλάδα.

Η νέα διάταξη διέπεται από τρεις μέριμνες. Πρώτον, την εδραίωση της τομής στο δίκαιο της ελληνικής ιθαγένειας με όρους πολιτικής ηγεμονίας επί της ιδεολογίας του εθνοφυλετισμού. Δεύτερον, την εξασφάλιση της ελληνικής ιθαγένειας σε έναν ικανό αριθμό ανθρώπων που τη δικαιούνται, ώστε να διευθετηθεί μια μείζονα κοινωνική εκκρεμότητα, εστία ανασφάλειας στις ζωές εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων. Τρίτον, τη μέριμνα o νόμος να είναι και διοικητικά βιώσιμος, προκειμένου να αποδώσει τα ποθούμενα. Η ρύθμιση αυτή φέρει το βάρος μιας βέβαιης αναμέτρησης με μια νέα αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου Επικρατείας, μετά την αντιμεταρρύθμιση που επιχειρήθηκε με την απόφαση 460/2013. Μεταξύ λοιπόν μιας διάταξης που θα αντέξει στον χρόνο και αυτής που πολιτικοϊδεολογικά θα μας εξέφραζε αυθεντικότερα, ορθώς νομίζω πως προτιμήθηκε η πρώτη λύση. Αντί άλλου παραδείγματος, σκέφτομαι ότι με τη ρύθμιση αποκλείονται τα παιδιά που δεν καταφέρνουν να ολοκληρώσουν επιτυχώς την εννιάχρονη εκπαίδευση. Η διάταξη αυτή εισάγει έναν ουσιώδη ταξικό περιορισμό στην ομάδα-στόχου, ταυτόχρονα όμως διασφαλίζει τον νόμο από μελλοντικές περιπέτειες, καθώς το ΣτΕ έκρινε ότι η ελληνική εκπαίδευση είναι η κρισιμότερη προϋπόθεση για την κτήση της ιθαγένειας.

Όπως είναι εύκολο να συνάγουμε από τα παραπάνω, η μάχη της ιθαγένειας ούτε άρχισε, ούτε όμως θα τελειώσει με την επικείμενη υιοθέτηση του σχεδίου νόμου. Όπως κάθε πολιτική διευθέτηση, είναι μια μάχη συσχετισμών και ηγεμονίας που απαιτεί τεκμηρίωση, εγρήγορση και φρόνημα. Τίποτε, λοιπόν, δεν είναι αυτονόητο.

Ο Δημήτρης Χριστόπουλος διδάσκει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και είναι ειδικός σύμβουλος στο Υπουργείο Εσωτερικών

Αρχειοθήκη ιστολογίου