Ελληνική μεταναστευτική πολιτική: «μη πολιτική» ή απλώς ταξική;
Δημήτρης Χριστόπουλος, αντιπρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Πάντειο Πανεπιστήμιο
“Και σας θυμίζω ότι μέχρι πριν λίγο, στους Ευρωπαϊκούς θεσμούς δεν τολμούσαν καν να πουν τη λέξη λαθρομετανάστευση! Τώρα μαζί με άλλες χώρες του μεσογειακού Νότου, τη βάλαμε ως προτεραιότητα στην ατζέντα. Και με τακτικές «αποτροπής» επιπλέον, που μέχρι σήμερα επίσης απαγορεύονταν. Και με πολιτική μαζικών επαναπατρισμών.”
Θα
προσπαθήσω να αφηγηθώ την ελληνική μεταναστευτική εμπειρία και πολιτική
μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, όπως την έχω καταλάβει.
Κατά
μια μάλλον διαδεδομένη αφήγηση που κυριάρχησε ήδη από τη δεκαετία του
’90, «η Ελλάδα μετατράπηκε αίφνης από χώρα αποστολής σε χώρα υποδοχής
μεταναστών». Αυτή η αλλαγή φαίνεται πως είχε ως αποτέλεσμα την απόλυτη
αμηχανία ως και εύλογη ανικανότητα της χώρας να διαχειριστεί το
φαινόμενο με κάποια ανθρωπιά και αποτελεσματικότητα. Κατά άλλη ανάγνωση,
σίγουρα εγκυρότερη κατά την άποψή μου, μια χώρα με την ιστορική
εμπειρία μειζόνων πληθυσμιακών μετοικήσεων και ανταλλαγών κατά τη
διάρκεια του 20ου αιώνα, δεν μπορεί σοβαρά να επικαλείται
ότι ξάφνου έμαθε από μετανάστευση το 1990. Η υπόθεση, ωστόσο,ότι η
Ελλάδα εμφανίστηκε «απροετοίμαστη» για να αντιμετωπίσει αξιοπρεπώς τις
πρώτες μεταναστευτικές ροές από τα Βαλκάνια, χρησιμοποιήθηκε εκείνη την
εποχή από τις ελληνικές εκσυγχρονιστικές ελίτ για να δικαιολογηθούν, να
ερμηνευθούν ως και να συγχωρεθούν οι κραυγαλέες «αποτυχίες» της
ελληνικής μεταναστευτικής πολιτικής.
Οι
αποτυχίες αυτές μεταφράζονταν σε κρατική αδυναμία που έφτανε σε
εμβληματικές καταστάσεις διοικητικής ματαίωσης, όπως η συστηματική
έκδοση ληγμένων αδειών παραμονής στους μετανάστες. Για πολλά χρόνια,
σχεδόν όλη τη δεκαετία του ’90, ήταν κοινή πεποίθηση ότι η Ελλάδα «δεν
έχει μεταναστευτική πολιτική» και ότι η χώρα απλώς παρακολουθεί
ανθρώπους να μπαίνουν στην επικράτεια ανήμπορη να κάνει τα κοινώς
νοούμενα αυτονόητα για τη νομική τακτοποίησή τους ή την απέλασή τους.
Μάλιστα, σήμερα πολύς κόσμος – και αριστερός κόσμος – έχει την πεποίθηση
ότι εκείνην την εποχή «η Ελλάδα άνοιξε τα σύνορα» παραβλέποντας ότι η
χώρα ουδέποτε «άνοιξε» τα σύνορα: τα σύνορα, εξ ορισμού, δεν είναι
παραθυρόφυλλα να ανοίγουν και να κλείνουν. Είναι φίλτρα που εξαρτώνται
περισσότερο από την αδυναμία του κράτους προέλευσης να συγκρατήσει τον
πληθυσμό του και δευτερευόντως από τη δύναμη του κράτους υποδοχής να τον
απωθήσει.
Έχει
ενδιαφέρον το σημείο εκκίνησης στο οποίο θα επανέλθουμε. Το 1991, ο
πρώτος νόμος που υιοθετείται, κυριολεκτικά απαγορεύει τη μετανάστευση,
μην αφήνοντας καμία ρεαλιστική δυνατότητα στους ανθρώπους να
μεταναστεύσουν νόμιμα στη χώρα. Η πόρτα της ελληνικής επικράτειας
έγραφε ένα μεγαλοπρεπές, υπερφίαλο stop. Την ίδια στιγμή, τα παράθυρα
της ελληνικής οικονομίας της «ισχυρής Ελλάδας» της δεκαετίας του ’90,
εκδίδουν προσκλητήρια για τη μαύρη, ελαστική αγορά εργασίας, τόσο οικεία
ήδη στους Έλληνες. Αυτό έκτοτε θα αποτελέσει το κατεξοχήν ελληνικό
μεταναστευτικό καθεστώς, συγγενές με αυτό των περισσότερων χωρών του
ευρωπαϊκού Νότου. Η χώρα που επισήμως έχει προτρέξει να απαγορέψει τη
μετανάστευση δέχεται μέσα στα ερχόμενα οχτώ χρόνια – μέχρις ότου
ξεκίνησαν οι νομιμοποιήσεις – περίπου εκατό χιλιάδες ανθρώπους ετησίως.
«Παράνομα» φυσικά, καθώς με τη νομοθεσία της είχε απλώς καταστήσει
αδύνατη τη νόμιμη μετανάστευση.
Η
πεποίθηση περί μη ύπαρξης μεταναστευτικής πολιτικής στην Ελλάδα δεν
μετριάστηκε σημαντικά μετά την έκδοση των προεδρικών διαταγμάτων το
1997/98 που νομιμοποίησαν ένα σημαντικό τμήμα του μεταναστευτικού
πληθυσμού. Το 2000, έχουμε τον πρώτο νόμο που επιχειρεί να
αντιμετωπίσει συνολικά το μεταναστευτικό στη χώρα. Ωστόσο, κρινόμενος
από τα αποτελέσματά του και τον τεράστιο αριθμό των τροπολογιών που
δέχθηκε στα αμέσως επόμενα χρόνια, ούτε κι αυτός φάνηκε ρεαλιστικά
ικανός να βάλει μια σχετική τάξη στα πράγματα. Αντιθέτως, για πολλούς
ειδήμονες αλλά και για τους ίδιους τους μετανάστες, ήταν τέτοιες οι
γραφειοκρατικές αγκυλώσεις που εντάθηκαν από το συγκεκριμένο νομικό
πλαίσιο ώστε οι ζωές των ανθρώπων να γίνουν ακόμη πιο δύσκολες.Σε κάθε
περίπτωση πάντως, και παρά τις αφόρητες δυσκολίες, το 2000 και το 2001
έχουμε ακόμη ένα κύμα νομιμοποιήσεων διόλου ευκαταφρόνητου αριθμού
μεταναστών.
ΤΟ 2004, η
Ελλάδα φτιάχνει έναν Κώδικα Ιθαγένειας. Η αλλαγή αυτή έχει μάλλον
μείνει άγνωστη πέρα από έναν κύκλο αρκετά μυημένων – κυρίως νομικών –
καθώς, στην πράξη,ο Κώδικας αυτός δεν άλλαξε τίποτε. Η γραμμή στην
ιθαγένεια συνέχιζε να είναι αυτή που είχε χαράξει ο νομάρχης
Θεσσαλονίκης λίγα χρόνια πιο πίσω, όταν με αφορμή τη γνωστή υπόθεση του
Αλβανού σημαιοφόρου, δήλωσε «Έλληνας γεννιέσαι, δεν γίνεσαι». Το 2005,
έρχεται ο μεταναστευτικός νόμος που αποδείχθηκε ο πιο ανθεκτικός από
όλους στο χρόνο. Με το νόμο αυτό, η ελληνική πολιτεία αποφασίζει για μια
ακόμη φορά ότι η πόρτα έκλεισε. Μετά το τελευταίο κύμα νομιμοποιήσεων,
το ελληνικό κράτος πήρε τη μεγάλη απόφαση με στόχο να την κρατήσει:
«όσοι μπήκαν – μπήκαν, εφεξής, όσοι μπαίνουν, μένουν παράνομοι».Ο
Έλληνας νομοθέτης αποφασίζει ότι, από το 2005, όσοι μπαίνουν στη χώρα
ουσιαστικά είναι καταδικασμένοι στην παρανομία. Όπως και προηγουμένως,
κανείς νόμος δεν σκέφτεται να φτιάξει ένα βιώσιμο καθεστώς υπολογίζοντας
τους ανθρώπους που μπαίνουν στην Ελλάδα. Διορατικά, φαντασιώνεται μια
χώρα που δεν θα δέχεται μετανάστες τη στιγμή που οι μεταναστευτικές ροές
διεθνώς εντείνονται.
O νόμος του 2005 εισάγει συνολικά 30
διαφορετικούς τύπους άδειας διαμονής ενώ υπολογίζεται ότι τον Σεπτέμβριο
του 2009, σύμφωνα με τις διατάξεις του, διέμεναν στην Ελλάδα κάτι
περισσότερο από 600.000 μετανάστες από τους οποίους πάνω από 400.000
ήταν Αλβανοί. Σε πολύ μικρότερους αριθμούς, ακολουθούν άλλοι.
Ούτε
τότε, ούτε τώρα, υπάρχει κάποια επίσημη εκτίμηση για τον αριθμό των
ανθρώπων που δεν είναι νομικά τακτοποιημένοι στην επικράτεια. Μόνο –
εύλογες ή παράλογες – εικασίες. Αυτό που πάντως μπορεί να θεωρείται
δεδομένο είναι ότι ο αριθμός αυτός αυξάνεται ως το τέλος της πρώτης
δεκαετίας του 21ου αιώνα για τρεις λόγους:
· Πρώτον,
διότι οι μεταναστευτικές ροές ισχυροποιούνται από την Ανατολή και το
Νότο καθώς ένα μείζον τμήμα της Ασίας, κυρίως μετά τις στρατιωτικές
επεμβάσεις της δύσης σε Αφγανιστάν και Ιράκ, έχει περιέλθει σε μια
εντεινόμενη κατάσταση γεωπολιτικού χάους από την δυτική άκρη της ινδικής
χερσονήσου ως την ανατολική μεσόγειο.
· Δεύτερον,
διότι η ευρωπαϊκή πολιτική για τη μετανάστευση ουσιαστικά αφήνει τα
ευρωπαϊκά κράτη που πρώτα δέχονται τις ροές να τα βγάλουν πέρα μόνα
τους, χωρίς δηλαδή να υπάρχει η δυνατότητα ο πληθυσμός αυτός να
ταξιδέψει εντός της Ε.Ε.
· Τρίτον, διότι η
ελληνική εμμονή σε ένα ρατσιστικό δίκαιο ιθαγένειας που δεν αφήνει τους
μετανάστες να αποκτήσουν πρόσβαση στον ελληνικό λαό αφήνει σε ένα
διαρκές και αναπόδραστο καθεστώς αλλοδαπότητας τη συντριπτική τους
πλειοψηφία.
Το 2010, έρχεται η πρώτη πραγματική τομή στο
Κώδικα της Ελληνικής Ιθαγένειας με στόχευση τα παιδιά που γεννιούνται
εδώ να μπορούν να γίνονται ελληνόπουλα στη διάρκεια της παιδικής τους
ηλικίας και οι μεγάλοι να μπορούν να πολιτογραφηθούν μέσα από ένα
εύτακτο καθεστώς. Σχεδόν όμως αμέσως, και πριν καλά-καλά η σχετική
νομοθεσία καταφέρει να παράξει ικανά αποτελέσματα, έρχεται το Συμβούλιο
της Επικρατείας και την καθιστά αντισυνταγματική στο συγκεκριμένο. Το
2011, ψηφίζεται ένας άλλος νόμος που δίνει τη δυνατότητα εξατομικευμένων
τακτοποιήσεων στο όνομα των λεγομένων «εξαιρετικών λόγων». Οι λόγοι
αυτοί, στην πράξη, κάθε άλλο παρά εξαιρετικοί είναι, καθώς ο πληθυσμός
που δεν είναι νομικά τακτοποιημένος συνεχίζει να είναι πολύ μεγάλος.
Εξάλλου, εδώ και μια εικοσαετία οι άνθρωποι κανονικά μπαίνουν στην
Ελλάδα χωρίς χαρτιά. Σε κάθε περίπτωση, ο μηχανισμός των «εξαιρετικών
λόγων» είναι ο μόνος που διαθέτει η ελληνική έννομη τάξη να
νομιμοποιήσει ανθρώπους χωρίς χαρτιά.
Η
λέξη «νομιμοποίηση» απαγορεύεται πλέον. Το Σύμφωνο Μετανάστευσης της
Ευρωπαϊκής Ένωσης θεωρείπροβληματικές τις μαζικές νομιμοποιήσεις,
«αμνηστεύσεις» κατά την ισπανική ορολογία, ανθρώπων που είναι
εγκατεστημένοι στην επικράτειά του, ακόμη και αν έχουν περάσει πολλά
χρόνια από την είσοδό τους. Ως δικλείδα ασφαλείας, ο νόμος αυτός όμως
προβλέπει και την «αναστολή απέλασης», διάταξη που ενεργοποιήθηκε μόνο
για τους 300 μετανάστες απεργούς πείνας του 2011 και για κανέναν άλλο.
Το
2012, ξεκινάει ο Ξένιος Δίας με αποτέλεσμα την κράτηση περίπου πέντε
χιλιάδων ανθρώπων στα διάφορα κέντρα ανά την Ελλάδα σε συνθήκες άθλιες.
Παράλληλα, με ρυθμούς χελώνας, ενεργοποιείται ένας νέος μηχανισμός
εξέτασης των αιτήσεων ασύλου που εκκρεμούσαν την τελευταία δεκαετία
καθώς η Ελλάδα συστηματικά απέχει από το να παρέχει άσυλο στους
αιτούντες. Το πιο κρίσιμο, ωστόσο, είναι ότι από τα πρώτα χρόνια της
κρίσης ως σήμερα, δεκάδες χιλιάδες μεταναστών που ήταν νομικά
τακτοποιημένοι εκπίπτουν της νομιμότητας καθώς δεν μπορούν να
συγκεντρώσουν τις προϋποθέσεις που έχει θέσει ο νόμος του 2005. Το
αποτέλεσμα είναι ότι άνθρωποι χρόνια εγκατεστημένοι στην Ελλάδα αντί να
αποκτούν πρόσβαση στην ιθαγένεια αν θέλουν, εκπίπτουν στην παρανομία,
θέλουν δε θέλουν. Τέλος, το Μάρτη 2014, ψηφίζεται ένας νέος
μεταναστευτικός νόμος που κωδικοποιεί τη νομοθεσία προσπαθώντας
στοιχειωδώς να εξορθολογίσει κάποια από τα προηγούμενα, χωρίς ωστόσο να
δείχνει την απαραίτητη βούληση προκειμένου τουλάχιστον αυτοί που
εξέπεσαν της νομιμότητας να μπορούν ανεμπόδιστα να επανέλθουν. Ο αριθμός
των μεταναστών που δεν είναι νομικά τακτοποιημένοι στη χώρα δεν έχει
υπολογιστεί ενώ ακόμη και κατά προσέγγιση εκτιμήσεις είναι μάλλον
επισφαλείς. Δίπλα πάντως στο περίπου μισό εκατομμύριο νομικά
τακτοποιημένων ανθρώπων υπάρχουν σίγουρα εκατοντάδες χιλιάδες χωρίς
χαρτιά. Αλλά και εδώ τα πράγματα δεν είναι διόλου αυτονόητα και
ομογενοποιημένα καθώς σε αυτούς περιλαμβάνονται άνθρωποι που ζούνε δέκα
και δώδεκα χρόνια στην Ελλάδα και άλλοι που ήρθαν πέρσι.
Η
ευρωπαϊκή πολιτική του σφραγίσματος των εξωτερικών συνόρων της Ε.Ε.
έχει ως αποτέλεσμα τις τραγωδίες με τις οποίες η ελληνική κοινή γνώμη
εξοικειώνεται (Φαρμακονήσι, Σάμος κλπ.) ενώ η ίδια η Ε.Ε. εκεί που
«εκφράζει την οδύνη της» για τις ανθρώπινες απώλειες, έχει ήδη αρχίσει
ήδη να τις αντιμετωπίζει με συγκατάβαση, ως και κρυφή επιδοκιμασία,
καθώς, δεν της κακοφαίνεται να περνάει το μήνυμα της αυξημένης
επικινδυνότητας της εισόδου στο έδαφός της στους φτωχούς και
κατατρεγμένους της Ανατολής και του Νότου.
Κατόπιν
αυτών, κλείνοντας, επανέρχομαι στο αρχικό μου ερώτημα: Η Ελλάδα «δεν
ήξερε» από μετανάστευση και έκανε αυτά που έκανε; Μήπως όντως «η Ελλάδα
δεν έχει μεταναστευτική πολιτική;» Απαντώ με μια λέξη: η Ελλάδα είχε και
έχει μεταναστευτική πολιτική. Αυτή που προσπάθησα να αφηγηθώ στο
κείμενο τούτο. Αυτή η πολιτική κάπου πέτυχε τους στόχους της και κάπου
όχι. Απέναντι στους μετανάστες ευθύς εξαρχής εφαρμόστηκε η «τέλεια»
νεοφιλελεύθερη πολιτική της ζούγκλας της αγοράς. Αυτήν βλέπουμε να
επεκτείνεται και στους «γηγενείς» ενώ έχει ενδιαφέρον να δει κανείς ότι
ενώ στην αρχή η ίδια η Ε.Ε. εγκαλούσε συχνά-πυκνά την Ελλάδα για τις
επιδόσεις της, τώρα όχι απλώς «την καταλαβαίνει» αλλά ουσιαστικά
αποδέχεται απολύτως ότι η πολιτική της καταστολής της μετανάστευσης δεν
μπορεί είναι μια επιχείρηση «καθαρά χέρια», αλλά αντιθέτως μια
επιχείρηση με «χέρια λερωμένα». Με τον τρόπο του, έχει δίκιο ο Έλληνας
πρωθυπουργός με τον οποίο ξεκινήσαμε: η ελληνική πολιτική δικαιώθηκε.
Οι
μετανάστες έχουν ένα μείζον συγκριτικό πλεονέκτημα ως εργαζόμενοι σε
αυτό το νεοφιλελεύθερο παράδεισο: την αλλοδαπότητά τους. Όσο η αγορά
εργασίας θέλει φθηνά χέρια, τόσο καλωσορίζει τους (κατά τα λοιπά)
«παρανόμους» καθώς η μοναδική συνθήκη που τους δίνει συγκριτικό
πλεονέκτημα είναι η φθηνή – παράνομη – εργατική τους δύναμη. Όταν δεν
τους θέλει, τους κρατά σε «κέντρα κράτησης» ή απλώς παλεύει να τους
ξεφορτωθεί, κάτι που δεν μπορεί να κάνει το ευρωπαϊκό κράτος με τους
πολίτες του. Οι διοικήσεις, εκ των υστέρων κατά κανόνα, έρχονται να
«βάλουν μια τάξη» μεταβατικού τύπου. Τις περισσότερες φορές όμως «δεν τα
καταφέρνουν». Η πραγματικότητα δεν χαρίζεται στις δημόσιες πολιτικές…
Όταν
η αγορά εργασίας ξεβράζει ανθρώπους, τότε δε μένει τίποτε να τους
κρατήσει ανθρώπους, αφού το κράτος έχει αποποιηθεί οποιαδήποτε κοινωνική
ευθύνη απέναντι τους. Όταν ο μόνος μηχανισμός κοινωνικής «ρύθμισης», η
αγορά εργασίας, καταρρέει, τότε η μεταναστευτική πολιτική απογυμνώνεται
μαζί με τη ζωή των ανθρώπων. Προσοχή όμως: αυτό δεν σημαίνει καθόλου ότι
δεν αποτελεί πολιτική. Τουναντίον, συνιστά κατεξοχήν πολιτική.
Απροκάλυπτα ταξική, όπως κάθε πολιτική.