Περί Δημοκρατίας- Μια απάντηση στην κ. Β. Κιντή
Δημήτρης Χριστόπουλος, 28/01/2014
Διάβασα σε άρθρο της B. Κιντή που αναρτήθηκε στο www.metarithmisi.gr πως “στην
Ελλάδα, για το συγκεκριμένο ζήτημα που συζητάμε, δηλαδή τη δημοκρατία
και την πρόσληψη της δημοκρατίας, έχουμε μία αλληλοτροφοδότηση και
αλληλοεπικύρωση ότι όχι απλώς η δημοκρατία έχει υποχωρήσει αλλά ότι
περίπου διανύουμε περίοδο χούντας. Με έκπληξη άκουσα τον καθηγητή του
Παντείου Πανεπιστημίου, Δημήτρη Χριστόπουλο, πρώην πρόεδρο της Ελληνικής
Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, να λέει σε συζήτηση στο
ραδιόφωνο (9,84- “Δημόσια και Ιδιωτικά”) με τον επίσης καθηγητή
Ξενοφώντα Κοντιάδη, ότι «Δεν είναι ότι έχουμε κακή δημοκρατία –δεν
έχουμε δημοκρατία» και επίσης στην Ευρώπη «Δεν έχουμε να κάνουμε με κακή
δημοκρατία έχουμε να κάνουμε με μη δημοκρατία.»
Αντιλαμβάνομαι πως οι διαφωνίες είναι πάντα θεμιτές. Το να διαστρεβλώνουμε τις θέσεις του άλλου για να πούμε το δικό μας δεν είναι όμως εντάξει. Το ότι πιθανώς η Β. Κιντή θεωρεί πως η όλη συζήτηση για μετα-δημοκρατία (post-democracy) που διεξάγεται αυτήν τη στιγμή στην Ευρώπη μεταξύ διανοητών όπως ο Χάμπερμας, Μπαλιμπάρ κτλ. την οποία προσωπικά παρακολουθώ στενά είναι κάτι σαν την Σπίθα του Μίκη Θεοδωράκη είναι απολύτως δικαίωμά της. Αυτά νομίζει, αυτά λέει. Το να γράφει όμως ότι αναφέρομαι σε χούντα - χωρίς φυσικά να το έχω κάνει - είναι δυστυχώς ένδειξη ότι δεν είναι σε θέση να διεξάγει δημόσιο διάλογο στοιχειωδώς έντιμα. Για το λόγο αυτό το σκέφτηκα πολύ αν αξίζει να απαντήσω. Το γεγονός, ωστόσο, ότι κάποιοι την διάβασαν ή και την άκουσαν - και μάλιστα σε δημόσια εκδήλωση - να λέει αυτά τα πράγματα και θορυβημένοι με ρώτησαν αν όντως πιστεύω ότι στην Ελλάδα έχουμε χούντα με ώθησε σε αυτήν την επιστολή.
Σε ένα εξόχως ενδιαφέρον άρθρο του, το οποίο μάλιστα αναδημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα αυτή λίγες μέρες πριν, ο Ανδρέας Τάκης γράφει: «Η πολιτική κοινωνιολογία, καθοδηγούμενη από τη δημοκρατική ιδέα, οφείλει ακόμη να μας διαλευκάνει ποια ακριβώς είναι αυτή η ύπατη πηγή εξουσίας μέσα στον νέο αυτό πολιτικό σχηματισμό που είναι η Ενωμένη Ευρώπη, πώς συγκροτείται ο συσχετισμός συμφερόντων των ηγεμονικών κοινωνικών ομάδων και πώς βρίσκει την έκφρασή του μέσα από τη σύνθετη συνταγματική δομή αξεδιάλυτα διαπλεκόμενων ενωσιακών και εθνικών εξουσιών και αρμοδιοτήτων που αποφασίζουν ερήμην των δημοκρατικών ακροατηρίων. Οσοδήποτε περίπλοκες απαντήσεις και αν μπορεί κανείς να δώσει θετικά, αρνητικά, το ερώτημα αυτό επιδέχεται εξαρχής μια απάντηση απόλυτα και αμείλικτα απλή. Ό,τι πολίτευμα κι αν είναι αυτό της Ενωμένης Ευρώπης, αυτό πάντως δεν είναι δημοκρατία.»
Συμβαίνει να έχω ακριβώς αυτήν την άποψη και μάλιστα, στο τελευταίο μου βιβλίο γράφω, λίγους μήνες πιο πριν: "Μέσα στην κρίση, πληθαίνουν οι ρητορικές καταχρήσεις, υποταγμένες απολύτως στο θυμικό της αγανάκτησης αλλά και υπαγορευμένες συχνά από την πολιτική σπέκουλα. Οι όροι, όμως, έχουν τη σημασία τους. Η ένταση με την οποία χρησιμοποιούνται, επίσης. Για τον λόγο αυτό χρειάζεται πάντα να κάνουμε οικονομία δυνάμεων στις λέξεις και τα νοήματα, διότι δεν ξέρουμε τι θα μας ξημερώσει, κυρίως σε ό,τι αφορά το υλικό εκτόπισμα των επιχειρημάτων. Ακούω με απορία, λ.χ., κάποιους να παρομοιάζουν σήμερα την κατάσταση με την «Κατοχή». Μα ξεχνάνε πως η Ελλάδα κυβερνάται από κόμματα που ψήφισε η πλειοψηφία των Ελλήνων; Ακούω πως «δεν έχουμε δημοκρατία, έχουμε χούντα». Φυσικά και έχουμε δημοκρατία· το ερώτημα είναι τι δημοκρατία έχουμε." Στο ρίσκο της κρίσης, Αλεξάνδρεια, 2013, σ. 14.
Συνοψίζω: πιστεύω ότι στο επίπεδο της ΕΕ δεν έχουμε δημοκρατία διότι η τρόικα δεν διαθέτει καμία συμβατική νομιμοποίηση και νομικό έρεισμα στις συνθήκες της Ένωσης και φυσικά η ανισότητα μεταξύ των ισχυρών και των ανίσχυρων κρατών παγιώνεται στο ιστορικά υψηλό της. Η ίδρυση δε της τρόικας δεν προκύπτει από πουθενά παρά μόνο από μια πολιτική απόφαση μιας νύχτας του 2010 των Υπουργών Οικονομικών της Ένωσης. Και λεφτά να μοίραζε η τρόικα, το ίδιο θα έλεγα: αυτό δεν είναι δημοκρατία. Πολλώ δε μάλλον τώρα που η πολιτική της οξύνει τόσο αδιέξοδα την κοινωνική οδύνη στη χώρα αυτή. Σε κάθε περίπτωση, αυτό έχει ως αποτέλεσμα στα κράτη μέλη της ΕΕ όπου η τρόικα διοικεί, η δημοκρατία, στο εθνικό πεδίο, να εκφυλίζεται. Αυτά πιστεύω. Τα περί «χούντας» είναι επινοήσεις της αρθρογράφου που δεν ανταποκρίνονται στις απόψεις μου. Τέλος, θεωρώ ότι αν κάτι τροφοδοτεί τον εθνικισμό και τον αγοραίο αντιμνημονιακό λαϊκισμό δεν είναι οι θέσεις που εκφράζω, αλλά το αντίθετο: θέσεις που εκφράζει στο κείμενό της η Β. Κιντή.
Ευχαριστώ για τη φιλοξενία.
Αντιλαμβάνομαι πως οι διαφωνίες είναι πάντα θεμιτές. Το να διαστρεβλώνουμε τις θέσεις του άλλου για να πούμε το δικό μας δεν είναι όμως εντάξει. Το ότι πιθανώς η Β. Κιντή θεωρεί πως η όλη συζήτηση για μετα-δημοκρατία (post-democracy) που διεξάγεται αυτήν τη στιγμή στην Ευρώπη μεταξύ διανοητών όπως ο Χάμπερμας, Μπαλιμπάρ κτλ. την οποία προσωπικά παρακολουθώ στενά είναι κάτι σαν την Σπίθα του Μίκη Θεοδωράκη είναι απολύτως δικαίωμά της. Αυτά νομίζει, αυτά λέει. Το να γράφει όμως ότι αναφέρομαι σε χούντα - χωρίς φυσικά να το έχω κάνει - είναι δυστυχώς ένδειξη ότι δεν είναι σε θέση να διεξάγει δημόσιο διάλογο στοιχειωδώς έντιμα. Για το λόγο αυτό το σκέφτηκα πολύ αν αξίζει να απαντήσω. Το γεγονός, ωστόσο, ότι κάποιοι την διάβασαν ή και την άκουσαν - και μάλιστα σε δημόσια εκδήλωση - να λέει αυτά τα πράγματα και θορυβημένοι με ρώτησαν αν όντως πιστεύω ότι στην Ελλάδα έχουμε χούντα με ώθησε σε αυτήν την επιστολή.
Σε ένα εξόχως ενδιαφέρον άρθρο του, το οποίο μάλιστα αναδημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα αυτή λίγες μέρες πριν, ο Ανδρέας Τάκης γράφει: «Η πολιτική κοινωνιολογία, καθοδηγούμενη από τη δημοκρατική ιδέα, οφείλει ακόμη να μας διαλευκάνει ποια ακριβώς είναι αυτή η ύπατη πηγή εξουσίας μέσα στον νέο αυτό πολιτικό σχηματισμό που είναι η Ενωμένη Ευρώπη, πώς συγκροτείται ο συσχετισμός συμφερόντων των ηγεμονικών κοινωνικών ομάδων και πώς βρίσκει την έκφρασή του μέσα από τη σύνθετη συνταγματική δομή αξεδιάλυτα διαπλεκόμενων ενωσιακών και εθνικών εξουσιών και αρμοδιοτήτων που αποφασίζουν ερήμην των δημοκρατικών ακροατηρίων. Οσοδήποτε περίπλοκες απαντήσεις και αν μπορεί κανείς να δώσει θετικά, αρνητικά, το ερώτημα αυτό επιδέχεται εξαρχής μια απάντηση απόλυτα και αμείλικτα απλή. Ό,τι πολίτευμα κι αν είναι αυτό της Ενωμένης Ευρώπης, αυτό πάντως δεν είναι δημοκρατία.»
Συμβαίνει να έχω ακριβώς αυτήν την άποψη και μάλιστα, στο τελευταίο μου βιβλίο γράφω, λίγους μήνες πιο πριν: "Μέσα στην κρίση, πληθαίνουν οι ρητορικές καταχρήσεις, υποταγμένες απολύτως στο θυμικό της αγανάκτησης αλλά και υπαγορευμένες συχνά από την πολιτική σπέκουλα. Οι όροι, όμως, έχουν τη σημασία τους. Η ένταση με την οποία χρησιμοποιούνται, επίσης. Για τον λόγο αυτό χρειάζεται πάντα να κάνουμε οικονομία δυνάμεων στις λέξεις και τα νοήματα, διότι δεν ξέρουμε τι θα μας ξημερώσει, κυρίως σε ό,τι αφορά το υλικό εκτόπισμα των επιχειρημάτων. Ακούω με απορία, λ.χ., κάποιους να παρομοιάζουν σήμερα την κατάσταση με την «Κατοχή». Μα ξεχνάνε πως η Ελλάδα κυβερνάται από κόμματα που ψήφισε η πλειοψηφία των Ελλήνων; Ακούω πως «δεν έχουμε δημοκρατία, έχουμε χούντα». Φυσικά και έχουμε δημοκρατία· το ερώτημα είναι τι δημοκρατία έχουμε." Στο ρίσκο της κρίσης, Αλεξάνδρεια, 2013, σ. 14.
Συνοψίζω: πιστεύω ότι στο επίπεδο της ΕΕ δεν έχουμε δημοκρατία διότι η τρόικα δεν διαθέτει καμία συμβατική νομιμοποίηση και νομικό έρεισμα στις συνθήκες της Ένωσης και φυσικά η ανισότητα μεταξύ των ισχυρών και των ανίσχυρων κρατών παγιώνεται στο ιστορικά υψηλό της. Η ίδρυση δε της τρόικας δεν προκύπτει από πουθενά παρά μόνο από μια πολιτική απόφαση μιας νύχτας του 2010 των Υπουργών Οικονομικών της Ένωσης. Και λεφτά να μοίραζε η τρόικα, το ίδιο θα έλεγα: αυτό δεν είναι δημοκρατία. Πολλώ δε μάλλον τώρα που η πολιτική της οξύνει τόσο αδιέξοδα την κοινωνική οδύνη στη χώρα αυτή. Σε κάθε περίπτωση, αυτό έχει ως αποτέλεσμα στα κράτη μέλη της ΕΕ όπου η τρόικα διοικεί, η δημοκρατία, στο εθνικό πεδίο, να εκφυλίζεται. Αυτά πιστεύω. Τα περί «χούντας» είναι επινοήσεις της αρθρογράφου που δεν ανταποκρίνονται στις απόψεις μου. Τέλος, θεωρώ ότι αν κάτι τροφοδοτεί τον εθνικισμό και τον αγοραίο αντιμνημονιακό λαϊκισμό δεν είναι οι θέσεις που εκφράζω, αλλά το αντίθετο: θέσεις που εκφράζει στο κείμενό της η Β. Κιντή.
Ευχαριστώ για τη φιλοξενία.
Ο Δημήτρης Χριστόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου