Κυριακή, 14 Ιούλιος 2013 17:56
Ένα είναι σίγουρο, σύμφωνα με τον πανεπιστημιακό Δ. Χριστόπουλο. «Μεταξύ της ολοκλήρωσης της διάλυσης με τις πολιτικές που ασκούνται σήμερα και του ρίσκου της υπέρβασης, μέσω εναλλακτικών προτάσεων· μεταξύ της βέβαιης ήττας και της πιθανής ανατροπής, μεταξύ της βεβαιότητας και της πιθανότητας διαλέγουμε, εκ των πραγμάτων, την πιθανότητα. Διότι αυτή εγκλείει και την προσδοκία της λύτρωσης». Στο βιβλίο του, «Στο ρίσκο της κρίσης» [εκδόσεις Αλεξάνδρεια], ο συγγραφέας προσπαθεί να απαντήσει σε συγκεκριμένα προβλήματα που απασχολούν την καθημερινή πολιτική ζωή. Επισημαίνοντας ότι βιώνουμε πολιτικές υψηλού πολιτικού ρίσκου, που παρασύρουν και την αντιπολίτευση, το βιβλίο του φίλου Δημήτρη σε καμιά περίπτωση δεν είναι ρίσκο –το αντίθετο!
Τη συνέντευξη πήρε
ο Θόδωρος Μιχόπουλος
Να ξεκινήσουμε από το τίτλο του βιβλίου σου. Γιατί «Στο ρίσκο της κρίσης»;
Η βασική ιδέα του βιβλίου είναι ότι βιώνουμε πολιτικές υψηλού ρίσκου. Αυτοί που κυβερνούν διακινδυνεύουν προκειμένου να μεταμορφώσουν την κοινωνία. Τα αντικείμενα της μεταμόρφωσης, δηλαδή της αναδιάρθρωσης, καλούνται, ως πολιτικά υποκείμενα συνάμα, να διαχειριστούν πολιτικές στρατηγικές όχι σε ρυθμούς κανονικότητας αλλά ρίσκου και κατάστασης εξαίρεσης.
Δηλαδή η κυβερνητική πολιτική ρίσκου παρασύρει και την αντιπολίτευση σε πολιτικές ρίσκου;
Ακριβώς. Διακινδυνεύεις εξ αντικειμένου σε ένα παιχνίδι στο οποίο δεν βάζεις τους κανόνες. Όπως ρισκάρει αυτός που χάνει ένα παιχνίδι στο τέλος και επιτίθεται μήπως και σώσει την παρτίδα. Τι άλλο μπορεί να κάνει; Επίθεση αλλά και συνάμα προσοχή στα μετόπισθεν. Ανασύνταξη με ρίσκο αλλά όχι απερισκεψίες. Με επίγνωση του ρίσκου. Αλλιώς υπάρχει ο κίνδυνος πιο βαριά ήττας. Βέβαια, εδώ που φτάσαμε, ούτως ή άλλως, η ήττα της κοινωνίας και της δημοκρατίας είναι χωρίς προηγούμενο σε καιρό ειρήνης. Άλλα πάντα υπάρχει χειρότερο, όπως βιώνουμε εσχάτως. Ο αντίπαλος παίζει με τον κίνδυνο. Ρισκάρει τη διάλυση της δημοκρατίας, ρισκάρει με την εμφάνιση των ναζί, ρισκάρει κυρίως με το να εμφανιστεί η αριστερά και να πάρει τη θέση του. Για το λόγο αυτό, θέλει ανάληψη του κινδύνου. Πλοήγηση του ρίσκου, όπως γράφω.
Δύο ρόλοι: Ανάσχεση και δημιουργία
Η αριστερά, δηλαδή, καλείται να παίξει έναν διπλό ρόλο. Και να προστατεύσει το κοινωνικό κράτος και να απαντήσει στην πολιτική του ρίσκου;
Έχεις δύο χέρια. Το ένα ασπίδα για την ανάσχεση και το άλλο για τη δημιουργία. Να ζωγραφίσεις το νέο κόσμο. Δεν μπορεί και τα δύο χέρια μόνο στην ασπίδα. Και ανάσχεση και δημιουργία. Πάντα σταθμίζουμε. Πολιτική δεν είναι καταγγελία, όσο και αν η καταγγελία χρειάζεται. Πολιτική είναι στρατηγικές δημιουργίας.
Έτσι, δηλαδή, δεν κινδυνεύεις να σε θεωρήσουν ως υποστηρικτή του «παλιού»;
Ακριβώς. Αν η αριστερά αρκεστεί στην αντιπαραγωγική άμυνα, θα κινδυνεύσει να χρεωθεί το «παλιό». Και επ’ ουδενί δεν μπορείς να ταυτιστείς με το «παλιό». Πρώτον, γιατί δεν γίνεται να επιστρέψει κανείς στο «παλιό». Είναι πραγματολογικά και ιστορικά αδύνατο. Και δεύτερον, δεν είναι πολιτικά θεμιτό. Όσο και αν το «παλιό» είναι καλύτερο από αυτή τη φρίκη που ζούμε σήμερα, το «παλιό» δεν είναι δικό σου, διότι έτσι δικαιώνεις την ανεκδιήγητη πρωθυπουργική ρήση ότι τάχα για εδώ που φτάσαμε φταίνε αυτοί που δεν κυβέρνησαν και όχι αυτοί που κυβέρνησαν. «Στο Ρίσκο της κρίσης» κάνω έντονη κριτική προς αυτή την κατεύθυνση.
Η κοινωνία, βέβαια, συνήθως δεν αντιλαμβάνεται την πολιτική υψηλού ρίσκου που ασκεί η κυβέρνηση, διότι έχει και τα μέσα ενημέρωσης με το μέρος της. Αντίθετα, το βλέπουμε έντονα αυτό σήμερα, η όποια πολιτική ρίσκου της αντιπολίτευσης είναι πιο εμφανής στην κοινωνία. Κι αυτό, σ’ ένα βαθμό, την οδηγεί να γίνεται συντηρητικότερη και πιο επιφυλακτική απέναντι στην αντιπολίτευση.
Δεν υπάρχει άνθρωπος να του αρέσει αυτό που συμβαίνει σήμερα εκτός αν είναι διεστραμμένος. Η πλειοψηφία, ωστόσο, το θεωρεί κακό αλλά αναγκαίο. Θα το υποστεί γιατί θεωρεί ότι η πιθανή ανατροπή του θα είναι πιο καταστροφική. Αυτό είναι το βασικό επιχείρημα αυτών που κυβερνούν σε σχέση με την αριστερά. «Σας πονάμε, αλλά θα σας θεραπεύσουμε, οι άλλοι θα σας καταστρέψουν».
Και προτιμά το αδιέξοδο…
Ναι. Ακριβώς, το αδιέξοδο από την ανατροπή. Το ζητούμενο σήμερα για την αριστερά, σε επίπεδο επί μέρους στρατηγικών, είναι το πόσα κενά πράγματι μπορεί να «γεμίσει» με τις προτάσεις της. Να αντιστρέψει το δίλημμα και να πείσει ότι αυτό που βιώνουμε ως κοινωνία, είναι ο βέβαιος δρόμος για την καταστροφή. Τι άλλο χρειάζεται να δούμε;
Με βασική πάντοτε τομή το «αριστερά – δεξιά»;
Το «αριστερά – δεξιά» είναι η κατεξοχήν υπαρξιακή τομή, η καθεαυτή πολιτική αντίθεση. Δεν είναι συγκυριακή, όπως πιθανώς άλλες πιο επίκαιρες, όπως το «μνημόνιο – αντιμνημόνιο» ή άλλες. Η αντίθεση «αριστερά - δεξιά» είναι η έκφραση του κοινωνικού ανταγωνισμού στο επίπεδο του εποικοδομήματος, όπως θα λέγαμε κάποτε. Πάνω στη μείζονα αντίθεση, δομούνται και άλλες: στη δεξιά υπάρχουν πολιτικές που αρνούνται το κράτος δικαίου. Κατεξοχήν αυτές που βιώνουμε σήμερα. Στην αριστερά επίσης, κάποιοι το απαξιώνουν και το κάνουν και σημαία. Η αριστερά οφείλει να οικειοποιείται την πολιτική κληρονομιά του δημοκρατικού φιλελευθερισμού, που «ξερνάει» η νεοφιλελεύθερη διαχείριση. Και πάνω σε αυτή να δουλεύει για το «μετά».
Ρήξεις και «έντιμοι συμβιβασμοί»
Στο βιβλίο γράφεις για «ρήξεις, αλλά και έντιμους συμβιβασμούς», ενώ τονίζεις ότι χρειάζονται «συμμαχίες υπό προϋποθέσεις, όχι όπως να’ναι». Τι εννοείς συγκεκριμένα; Ιδιαίτερα σήμερα που απασχολεί έντονα την αριστερά το θέμα των συμμαχιών.
Πολιτική χωρίς συμμαχίες δεν γίνεται. Δεν μπορείς μόνος σου. Και, κυρίως, δεν μπορείς μόνος σου όταν όλο αυτά τα χρόνια βαυκαλίζεσαι με την απλή αναλογική. Οποιαδήποτε πολιτική και κοινωνική στρατηγική θέλει τους συμβιβασμούς και τις τομές της. Χωρίς τους απαραίτητους συμβιβασμούς δεν μπορείς να κάνεις τις τομές που χρειάζεται. Αυτός είναι απλός κανόνας κοινωνικής συνύπαρξης στην οικογένεια, στην παρέα, στο κόμμα και πάει λέγοντας. Συμβιβασμούς προς την κατεύθυνση που διατηρεί την πολιτική και αξιακή αυτονομία της διάκρισης που λέγαμε προηγουμένως: «αριστερά – δεξιά». Όσο καταστροφικό ήταν το γεγονός ότι τμήμα της αριστεράς πήγε με τη μνημονιακή δεξιά, άλλο τόσο είναι η σκέψη συνεργασίας με την αντιμνημονιακή δεξιά.
Τι φοβάσαι; Τι προβλήματα μπορεί να σου δημιουργήσει η συμμαχία με ένα δεξιό αντιμνημονιακό μπλοκ;
Δεν αναφέρομαι σε μια συμμαχία για να ψηφίσει κανείς από κοινού κάτι στη Βουλή -αυτονόητο είναι. Μια προγραμματική συμφωνία με τον αντίπαλο, αντιθέτως, δεν είναι δυνατή διότι υπονομεύει και μακροπρόθεσμα υποσκάπτει τη στρατηγική που κάνει τα πολιτικά υποκείμενα να διαφέρουν. Τον ρηχό αντιμνημονιακό λόγο ή την αγοραία αντιμνημονιακή ρητορεία εύκολα μπορεί να τα εγκολπωθούν, όλοι διότι ο κόσμος υποφέρει. Το πολιτικό σχέδιο για το «μετά» είναι αυτό που διακρίνει και συγκροτεί πολιτικές ταυτότητες.
Οι οικονομολόγοι χαράσσουν την πολιτική;
Γράφεις ότι ο ορίζοντας της κρίσης είναι απρόβλεπτος. Και πριν από λίγο μου είπες ότι πέρα από την οικονομία χρειάζεται και κάτι άλλο σήμερα: η πολιτική. Βλέπουμε, όμως, την οικονομία να κυριαρχεί. Και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά ακόμη και μέσα στα κόμματα της αριστεράς, πολιτική χαράσσουν οικονομολόγοι.
Είναι εύλογο. Είμαστε υλιστές. Η οικονομία είναι η βάση. Ωστόσο, πέρα και πάνω από την οικονομία υπάρχει και μια ολόκληρη στρατηγική, που πρέπει να διαμορφώσουμε αυτοτελώς –σε καθεστώς σχετικής αυτονομίας όπως θα λέγαμε κάποτε- απέναντι στους θεσμούς: Σύνταγμα, νόμοι, κράτος δικαίου, κ.λπ. Εδώ πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η αριστερά έχει μείζον έλλειμμα. Σ’ αυτό το πεδίο είναι σαν να παίζει διαρκώς εκτός έδρας. Αλλά για να στηρίζεις θεσμούς και δικαιώματα, πρέπει να είσαι έντιμος με τα δικαιώματα. Η κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη αντίληψη θυσιάζει το κράτος δικαίου, δεν πιστεύει σε κανόνες, δεν τη νοιάζει τίποτα -τα ισοπεδώνει όλα. Το ότι η αριστερά δεν έχει λυμένους λογαριασμούς με τη λογική των θεσμών εδώ βοηθά. Δεν συμπαραστέκεσαι στον Σακκά και στον όποιο Σακκά επειδή πιστεύεις ότι είναι αθώος. Συμπαρίστασαι διότι παραβιάζεται το Σύνταγμα. Τα υπόλοιπα τα κοιτάμε μετά.
Πώς βλέπεις να εξελίσσεται η σημερινή κατάσταση;
Η ιστορία δεν έχει μόνο νόμους και αναγκαιότητες, όπως κάποιοι αφελώς νομίσανε. Στην ιστορία υπάρχει κατεξοχήν το αυθόρμητο και το ενδεχόμενο. Σήμερα, νιώθω πως υπάρχουν τρεις δρόμοι. Ο ένας είναι η εδραίωση της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης -ο όρος εδραίωση «consolidation» είναι ο κλασσικός όρος που χρησιμοποιούν οι θεωρητικοί των μεταβάσεων.
Επί των ημερών μας βιώνουμε ενδείξεις εδραίωσης. Ο δεύτερος δρόμος είναι ακόμη πιο πρωταγωνιστική ανάδειξη του νεοναζισμού -δεν τον θεωρώ πιθανό. Ο τρίτος είναι η ανατροπή. Πάμε να σώσουμε την παρτίδα. Πάμε να σώσουμε τη πολιτική κοινότητα. Πάμε να σώσουμε τη δημοκρατία. Πάμε να σώσουμε το πολιτικό φιλελευθερισμό. Τον παίρνουμε κληρονομιά, τον παίρνουμε «αποσκευή», για να τον ξεπεράσουμε.
Η ιδιαιτερότητα της αριστεράς
Βλέπουμε ότι σε περιόδους κρίσης, όπως συνέβη το 1930 και το 1970 [Θατσερισμός], ο κόσμος γίνεται συντηρητικότερος. Πώς, λοιπόν, ο δρόμος ανατροπής θα μπορέσει να συσπειρώσει μεγάλο μέρος της κοινωνίας;
Ένα κομμάτι συντηρητικοποιείται, ένα άλλο ριζοσπαστικοποιείται. Ένα άλλο ριζοσπαστικοποιείται στην ακροδεξιά. Αυτή είναι η ελληνική ιδιαιτερότητα σήμερα. Μια πολιτική διαίρεση και πόλωση. Κάτι που δεν το βλέπουμε πουθενά αλλού στην Ευρώπη. Η ελληνική ιδιαιτερότητα δεν είναι τόσο η κρίση και η ανατροφοδοτούμενη ύφεση. Αυτό χαρακτηρίζει και την Πορτογαλία, την Ισπανία, κ.λπ. Το χαρακτηριστικό είναι ότι μόνο στην Ελλάδα έχεις μια αριστερά στην αξιωματική αντιπολίτευση και μια ακροδεξιά νεοναζί. Η κρίση κληροδοτεί χαρακτηριστικά πρωτοφανούς πολιτικής πόλωσης και πολιτειακής διαίρεσης. Κερδίζει αυτός που έχει μεγαλύτερη δύναμη και πιο πειστικές ιδέες.
Πιστεύεις ότι η αριστερά μπορεί να κερδίσει σε μια μόνη χώρα;
Μα η τυχόν επικράτηση της αριστεράς εδώ –μέσω συμμαχικού σχήματος- είναι συμβάν το οποίο δεν είναι ελληνικού ενδιαφέροντος. Είναι πολιτικό γεγονός που μπορεί να δώσει ένα σήμα αλλαγής ρότας στην ήπειρο. Και γι’ αυτό προκαλεί παροξυσμό και τροφοδοτεί ενορχηστρωμένες εκστρατείες τρόμου. Η αλήθεια είναι ότι και αυτές μειώνονται πλέον, διότι έξω βλέπουν τα αδιανόητα πράγματα που γίνονται εδώ και κάποιες ελίτ αρχίζουν και συμβιβάζονται στην ιδέα της ανατροπής τους.
Η υπόθεση ΕΡΤ εδώ ήταν εμβληματική. Το εκ πρώτης όψης μόνο παράδοξο είναι ότι με την πολιτική που το σύστημα ακολουθεί, φλερτάρει επικίνδυνα με την ιδέα ότι η Αριστερά μπορεί να κυβερνήσει! Γι’ αυτό λέω ότι ρισκάρει. Το μόνο επιχείρημα που έχει μείνει στους κυβερνώντες είναι «μη μας βάζετε κι άλλα μέτρα, γιατί θα έρθει ο ΣυΡιζΑ». Αυτό, όμως δεν ενδιαφέρει τους Γερμανούς κυρίως, γιατί τους θεωρούν πολιτικά ανακυκλώσιμους, όπως τους προηγούμενους. Και καλά τους κάνουν. Ο πολιτικός θάνατος αυτών που κυβερνούν την Ελλάδα είναι αδιάφορος στο νεοφιλελεύθερο εγχείρημα. Πρόκειται για ένα πολιτικά αναλώσιμο προσωπικό.
Αυτό που γίνεται στην Ελλάδα τα τελευταία δυόμιση χρόνια είναι χωρίς προηγούμενο. Το σύστημα είναι ανελέητο ακόμη με τις χρυσές από τις εφεδρείες του. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, την τύχη των Π. Καψή και Γ. Στουρνάρα… Και γι' αυτό, διότι σε τελευταία ανάλυση η κρίση είναι και πρόσχημα. Όπως ορθά γράφτηκε από τον Α. Λιάκο, «αυτό το πλάσμα χώρας δεν έγινε έτσι λόγω της κρίσης, αλλά μέσω της κρίσης. Η κρίση ήταν ένα εργαλείο για προσαρμογές που εκκρεμούσαν».
Και δικαιώματα «εργαλειακής» χρήσης
Σ’ αυτή τη περίοδο, υψηλού πολιτικού ρίσκου, όπως την ονομάζεις, βλέπουμε να συνθλίβονται τα δικαιώματα [ιθαγένεια, μετανάστες, περίπτωση Σακκά, κ.λπ.] με την αριστερά να μην μπορεί να απαντήσει συνολικά. Εκτιμώ ότι δεν τα έχει «ανακαλύψει» -τα βρίσκει στην πορεία- και δεν έχει και τις οργανωτικές δομές. Αρκετοί, όμως, και στην αριστερά, τα κατατάσσουν στο «περιθώριο»…
Ο υπότιτλος του βιβλίου είναι «Στρατηγικές της Αριστεράς των δικαιωμάτων». Θα μπορούσε κανείς να επικαλεστεί ότι το «Αριστερά των δικαιωμάτων» είναι πλεονασμός, υπό την έννοια ότι η αριστερά δεν γίνεται να μην είναι των δικαιωμάτων. Το γεγονός, όμως, ότι οι λέξεις μπαίνουν εδώ μαζί, δείχνει ότι αυτό ο πλεονασμός είναι θεμιτός και πολιτικά ζητούμενος ακόμα. Τι εννοώ; Συμφωνώ σ’ αυτό που λες και επαυξάνω: για ένα μεγάλο κομμάτι της αριστεράς τα δικαιώματα ήταν απλώς «εργαλειακής» χρήσεως. Δηλαδή, σαν κάτι που φοράμε μόνο όταν μας κάνει. Τα δικαιώματα, όμως, είτε τα πιστεύεις, είτε δεν τα πιστεύεις.
Αν, λοιπόν, δηλώνω την αλληλεγγύη μου μόνο σε κάποιον με τον οποίο συμφωνώ πολιτικά, τότε δεν το κάνω επειδή πιστεύω στα δικαιώματα. Το κάνω επειδή εκφράζω έτσι τη πολιτική μου συμπάθεια. Μ’ αυτή την έννοια, η πολιτική κουλτούρα των δικαιωμάτων στην Ελλάδα πάσχει. Η Αριστερά των δικαιωμάτων πιστεύει, δηλαδή, ότι υπάρχει ένας αυτοτελής πολιτικός ηθικός χώρος επικοινωνίας, όπου όλοι έχουν δικαιώματα, ακόμα και ο φασίστας ή ο παιδεραστής που κρατείται 30 μήνες. Άρα, εκεί δοκιμάζουμε τις αντοχές και την ετοιμότητά μας αλλά και την πολιτική εντιμότητά μας, σε τελευταία ανάλυση.
«Υπάρχουν κεκτημένα που είναι προνόμια»
Ο Αντ. Σαμαράς θεωρεί ότι μεταρρύθμιση είναι να «σπάμε αυγά» και να κάνουμε «ρεσάλτα στα κάστρα των βολεμένων». Τι σημαίνει μεταρρύθμιση; Είναι η διάλυση, απορύθμιση των πάντων;
Ο όρος μεταρρύθμιση έχει γίνει συνώνυμος του νεοφιλελεύθερου πειράματος. Από την άλλη, ο όρος μεταρρύθμιση κατέχει ένα ζωτικό χώρο στην ιστορική μνήμη του κριτικού λόγου της αριστεράς. Και δεν αναφέρομαι στη γνωστή παλιά διάκριση μεταξύ «επαναστατικής» και «μεταρρυθμιστικής» αριστεράς. Αναφέρομαι στο γεγονός ότι δεν υπάρχει αριστερά που, εξ ορισμού, να μην είναι μεταρρυθμιστική. Το ερώτημα των μεταρρυθμίσεων είναι ένα ερώτημα ρότας: από πού, προς πού. Αυτό που βιώνουμε σήμερα είναι ένας νεοφιλελεύθερος μεταρρυθμιστικός λαϊκισμός. Χρησιμοποιούν τον όρο μεταρρύθμιση για τη διάλυση.
Από την άλλη, ένα κομμάτι της αριστεράς παθαίνει αναφυλαξία με τον όρο. Το γεγονός ότι τον όρο τον έχουν κουρσέψει οι νεοφιλελεύθεροι, κάνει αυτή η αναφυλαξία οξύτερη. Πρέπει, λοιπόν, να επαναπατρίσουμε τον όρο. Διότι χωρίς μεταρρυθμίσεις τι κάνεις; Πού πας; Όπως είπα, στο ένα χέρι έχεις στην ασπίδα ως ανάσχεση και με το άλλο φτιάχνεις το νέο. Δεν θες νέα δημόσια τηλεόραση; Την παλιά ΕΡΤ ήθελες εσύ ως αριστερά; Όχι, βέβαια. Δεν θέλεις άλλου τύπου πανεπιστήμια; Τι ήθελες; Το πανεπιστήμιο της δεκαετίας του 1990; Τι είναι αυτά όλα; Μεταρρυθμίσεις.
Η μεταρρύθμιση, όμως, είναι ζήτημα πολιτικής ηγεμονίας. Εκτός αν πεις ότι εγώ θέλω αυτό που είχα πριν, οπότε φυσικά δεν θέλω μεταρρύθμιση. Θέλω παλινόρθωση. Το ότι μας προκαλεί όταν ο Σαμαράς υποδεικνύει τους ενόχους στην αριστερά ή ο Πάγκαλος ψάχνει συνενόχους, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν ευθύνες και στο χώρο της αριστεράς. Και μεγάλες μάλιστα. Αναγκαίο είναι οι λογαριασμοί αυτοί να μπαίνουν σε διαδικασία επίλυσης. Αναφέρομαι και στις νησίδες ηγεμονίας της αριστεράς και στο εν γένει βόλεμά της στο «παλιό». Κακά τα ψέματα…
Πώς ξεπερνάς, όμως, στην κοινωνία την αίσθηση ότι η αριστερά υπερασπίζεται το παλιό; Με συγκεκριμένες προτάσεις;
Επεξεργαζόμενος προτάσεις. Αυτό κάνω «Στο Ρίσκο της Κρίσης». Για τη μετανάστευση, την ιθαγένεια, την ακροδεξιά, τα δικαιώματα, την ασφάλεια. Ο βασικός όγκος του βιβλίου είναι στρατηγικές γι’ αυτά που ξέρω. Δεν κρατάς όλα τα κεκτημένα, διότι οι καιροί που έρχονται είναι δύσκολοι, πολύ δύσκολοι. Υπάρχουν κεκτημένα τα οποία για μένα δεν είναι δικαιώματα, είναι προνόμια.
Ένα παράδειγμα;
Στην ΕΡΤ εσύ δεν ξέρεις τέτοια παραδείγματα; Φαντάζομαι καλύτερα από μένα. Στο υπόλοιπο δημόσιο δεν ξέρεις; Γιατί έχουμε τέτοιου είδους καταστροφή στην Ελλάδα; Διότι ακριβώς το μεταπολιτευτικό σύστημα δεν είχε στηθεί στη λογική του ελάχιστου για όλους, αλλά του μέγιστου για τον καθένα. Ο καθένας πάλευε να πάρει όσα περισσότερα μπορούσε. Πάντα υπήρχε, όμως, και μεγάλο κομμάτι του κόσμου που ήταν τελείως αποκλεισμένο από όλα. Σήμερα, η μετακύληση γίνεται από την απώλεια του προνομίου στο απόλυτο μηδέν με κάθετη πτώση. Δεν υπάρχει ενδιάμεση στάση, δίχτυ προστασίας. Ο καθένας πάλευε για τις δικές του καλώς ή κακώς εννοούμενες συντεχνιακές διεκδικήσεις. Διότι έτσι μόνο μπορούσε να κερδίσει. Το γεγονός ότι ο νεοφιλελεύθερος μεταρρυθμισμός χρησιμοποιεί τον όρο «συντεχνίες» για να διαλύσει το εργατικό δίκαιο, δεν είναι λόγος να υπερασπίζεσαι εσύ τις συντεχνίες… Αυτά τα θεωρώ στοιχειώδη.