Ο πραγματικός αντιρατσισμός
http://www.blogger.com/blogger.g?blogID=4208660348844746090#editor/target=post;postID=1276865386017904781
Του Δημητρη Χριστοπουλου*
Η άρνηση ενός ιστορικού γεγονότος που έχει χαραχθεί στη μνήμη μιας μερίδας ανθρώπων ως αποτρόπαιο έγκλημα είναι σαφώς κάτι πολύ οδυνηρό για εκείνους. Το κρίσιμο ερώτημα λοιπόν είναι σε ποια βάση μπορεί να θεμελιωθεί η ποινικοποίηση αυτής της άρνησης.
Βλέπω τρεις προοπτικές, και οι τρεις ωστόσο αδιέξοδες. Η πρώτη αφορά την πραγματολογική εγκυρότητα ή όχι του γεγονότος: αν και τι πραγματικά έγινε. Η προοπτική αυτή είναι επισφαλής διότι ίδιον των εθνών δεν είναι να ανακαλύπτουν την Ιστορία, αλλά να τονίζουν κάποια γεγονότα και να απωθούν άλλα, δηλαδή να «επινοούν τις παραδόσεις τους», όπως έγραφε ο Χομπσμπάουμ. Ολα σχεδόν τα έθνη αυτοθυματοποιούνται, και αυτό ανεξάρτητα από τον βαθμό ιστορικής εγκυρότητας της αιτίας θυματοποίησης, σε τελευταία ανάλυση, ηρωοποίησής τους. Η δεύτερη προοπτική αφορά το μέγεθος της οδύνης που δημιουργείται σε έναν πληθυσμό. Μπορεί όμως να πει κανείς ότι αν η άρνηση δημιουργεί οδύνη σε έναν μεγάλο αριθμό είναι πράξη κολάσιμη, ενώ αν αρκείται σε λιγότερους ανθρώπους όχι; Πώς αλήθεια μπορεί να πείσει κανείς μια μάνα που έχασε το παιδί της στο Πολυτεχνείο το 1973 ότι η Ακροδεξιά είναι σε θέση ελεύθερα να αρνείται τι έγινε το βράδυ εκείνο, ενώ δεν μπορεί να αρνείται την εβραϊκή γενοκτονία;
Η τρίτη προοπτική που βλέπουμε σχετίζεται με το κοινωνικό και ηθικό εκτόπισμα της άρνησης του εγκλήματος εξαιτίας των τριγμών που αυτή μπορεί να επιφέρει στην κοινωνική ειρήνη. Κοινώς, «αν μου αρνείσαι αυτό που έπαθα και πονάω για αυτό, θυμώνω και εξεγείρομαι». Αυτή η θεμελίωση κυνικά φαίνεται η πιο πειστική, πλην όμως θα οδηγούσε στην εξής αποτρόπαιη κατάσταση: ενόψει της ενόχλησης κάποιων, η οποία μάλιστα θα κλιμακωνόταν για να γίνει πιο πειστική, οι υπόλοιποι θα πρέπει να κρατούν το στόμα τους κλειστό.
Κατόπιν των παραπάνω, θεωρώ ότι ένα δημοκρατικό-φιλελεύθερο πολίτευμα δεν μπορεί να οδηγείται στην ποινικοποίηση απόψεων που αρνούνται εγκλήματα. Το πρόβλημα της κοινωνίας μας είναι η ρατσιστική βία και όχι γενικά και αφηρημένα η εκφορά ρατσιστικών απόψεων. Εδώ όμως θέλει προσοχή. Χαρακτηριστικό των ρατσιστικών απόψεων είναι ότι υπαρξιακά εκβάλλουν στη βία. Σε αντίθεση με άλλες ιδεολογίες, που δέχονται ή ανέχονται τη βία, για τον ακραίο ρατσισμό η βία είναι μέσο και σκοπός μαζί. Για τον λόγο αυτό, δεν ισχύει το επιχείρημα των κυβερνώντων ότι το υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο είναι αρκετό. Η εικόνα δυστυχώς μιλάει μόνη της σε μια κοινωνία στην οποία η ρατσιστική βία ενδημεί ατιμώρητα διότι ένα κομμάτι της Πολιτείας τη συμμερίζεται.
Οση αποστροφή μπορεί να προκάλεσε η φυλάκιση του Βρετανού αρνητή του Ολοκαυτώματος Ντέιβιντ Ιρβινγκ άλλο τόσο αποτροπιασμό προκαλεί η σπουδή της ελληνικής Δικαιοσύνης να θεωρήσει τη δολοφονική αντιεβραϊκή υστερία του Κ. Πλεύρη «επιστημονικό πόνημα»... Αυτές είναι δυστυχώς οι δύσκολες σταθμίσεις για την Ελλάδα σήμερα.
Νέα νομοθετική ρύθμιση χρειάζεται. Διότι θα είναι μια σοβαρή ένδειξη πολιτικής βούλησης αντιμετώπισης του θέματος. Θέλει όμως προσοχή ώστε να μη δώσουμε το δικαίωμα σε αυτούς που κυκλοφορούν με τα όπλα να μας λένε ότι τους κλείνουμε το στόμα. Τα όπλα πρέπει να τους πάρουμε. Ο πραγματικός αντιρατσισμός δεν είναι νομικός.
* Ο κ. Δημήτρης Χριστόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Παντείου, αντιπρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
http://www.blogger.com/blogger.g?blogID=4208660348844746090#editor/target=post;postID=1276865386017904781
Του Δημητρη Χριστοπουλου*
Η άρνηση ενός ιστορικού γεγονότος που έχει χαραχθεί στη μνήμη μιας μερίδας ανθρώπων ως αποτρόπαιο έγκλημα είναι σαφώς κάτι πολύ οδυνηρό για εκείνους. Το κρίσιμο ερώτημα λοιπόν είναι σε ποια βάση μπορεί να θεμελιωθεί η ποινικοποίηση αυτής της άρνησης.
Βλέπω τρεις προοπτικές, και οι τρεις ωστόσο αδιέξοδες. Η πρώτη αφορά την πραγματολογική εγκυρότητα ή όχι του γεγονότος: αν και τι πραγματικά έγινε. Η προοπτική αυτή είναι επισφαλής διότι ίδιον των εθνών δεν είναι να ανακαλύπτουν την Ιστορία, αλλά να τονίζουν κάποια γεγονότα και να απωθούν άλλα, δηλαδή να «επινοούν τις παραδόσεις τους», όπως έγραφε ο Χομπσμπάουμ. Ολα σχεδόν τα έθνη αυτοθυματοποιούνται, και αυτό ανεξάρτητα από τον βαθμό ιστορικής εγκυρότητας της αιτίας θυματοποίησης, σε τελευταία ανάλυση, ηρωοποίησής τους. Η δεύτερη προοπτική αφορά το μέγεθος της οδύνης που δημιουργείται σε έναν πληθυσμό. Μπορεί όμως να πει κανείς ότι αν η άρνηση δημιουργεί οδύνη σε έναν μεγάλο αριθμό είναι πράξη κολάσιμη, ενώ αν αρκείται σε λιγότερους ανθρώπους όχι; Πώς αλήθεια μπορεί να πείσει κανείς μια μάνα που έχασε το παιδί της στο Πολυτεχνείο το 1973 ότι η Ακροδεξιά είναι σε θέση ελεύθερα να αρνείται τι έγινε το βράδυ εκείνο, ενώ δεν μπορεί να αρνείται την εβραϊκή γενοκτονία;
Η τρίτη προοπτική που βλέπουμε σχετίζεται με το κοινωνικό και ηθικό εκτόπισμα της άρνησης του εγκλήματος εξαιτίας των τριγμών που αυτή μπορεί να επιφέρει στην κοινωνική ειρήνη. Κοινώς, «αν μου αρνείσαι αυτό που έπαθα και πονάω για αυτό, θυμώνω και εξεγείρομαι». Αυτή η θεμελίωση κυνικά φαίνεται η πιο πειστική, πλην όμως θα οδηγούσε στην εξής αποτρόπαιη κατάσταση: ενόψει της ενόχλησης κάποιων, η οποία μάλιστα θα κλιμακωνόταν για να γίνει πιο πειστική, οι υπόλοιποι θα πρέπει να κρατούν το στόμα τους κλειστό.
Κατόπιν των παραπάνω, θεωρώ ότι ένα δημοκρατικό-φιλελεύθερο πολίτευμα δεν μπορεί να οδηγείται στην ποινικοποίηση απόψεων που αρνούνται εγκλήματα. Το πρόβλημα της κοινωνίας μας είναι η ρατσιστική βία και όχι γενικά και αφηρημένα η εκφορά ρατσιστικών απόψεων. Εδώ όμως θέλει προσοχή. Χαρακτηριστικό των ρατσιστικών απόψεων είναι ότι υπαρξιακά εκβάλλουν στη βία. Σε αντίθεση με άλλες ιδεολογίες, που δέχονται ή ανέχονται τη βία, για τον ακραίο ρατσισμό η βία είναι μέσο και σκοπός μαζί. Για τον λόγο αυτό, δεν ισχύει το επιχείρημα των κυβερνώντων ότι το υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο είναι αρκετό. Η εικόνα δυστυχώς μιλάει μόνη της σε μια κοινωνία στην οποία η ρατσιστική βία ενδημεί ατιμώρητα διότι ένα κομμάτι της Πολιτείας τη συμμερίζεται.
Οση αποστροφή μπορεί να προκάλεσε η φυλάκιση του Βρετανού αρνητή του Ολοκαυτώματος Ντέιβιντ Ιρβινγκ άλλο τόσο αποτροπιασμό προκαλεί η σπουδή της ελληνικής Δικαιοσύνης να θεωρήσει τη δολοφονική αντιεβραϊκή υστερία του Κ. Πλεύρη «επιστημονικό πόνημα»... Αυτές είναι δυστυχώς οι δύσκολες σταθμίσεις για την Ελλάδα σήμερα.
Νέα νομοθετική ρύθμιση χρειάζεται. Διότι θα είναι μια σοβαρή ένδειξη πολιτικής βούλησης αντιμετώπισης του θέματος. Θέλει όμως προσοχή ώστε να μη δώσουμε το δικαίωμα σε αυτούς που κυκλοφορούν με τα όπλα να μας λένε ότι τους κλείνουμε το στόμα. Τα όπλα πρέπει να τους πάρουμε. Ο πραγματικός αντιρατσισμός δεν είναι νομικός.
* Ο κ. Δημήτρης Χριστόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Παντείου, αντιπρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.