2 Μαρτίου 2013
Η αβάσταχτη ελαφρότητα του συνταγματικού βερμπαλισμού
http://enthemata.wordpress.com/2013/03/02/dimxr/
Με
αφετηρία τη συζήτηση για τη συνταγματική αναθεώρηση
του Δημήτρη Χριστόπουλου
Τη στιγμή που οι κυβερνητικές
δυνάμεις φαίνεται πως έχουν συγκατανεύσει πλήρως στη διάλυση της
εγγυητικής λειτουργίας του Συντάγματος, στην Αριστερά επιχειρείται να
συγκροτηθεί ένας ιδεολογικός πόλος που με ρητορική παρρησία υπαγορεύει
ότι «πρέπει να τα ξαναγράψουμε όλα από την αρχή, με πρώτο και καλύτερο
τo Σύνταγμα». Την άποψη αυτή μπορούμε να την ονομάσουμε «συνταγματικό
βερμπαλισμό». Όπως θα προσπαθήσω να εξηγήσω στο άρθρο αυτό, η χρήση
πομπωδών εκφράσεων χωρίς νόημα, προς εντυπωσιασμό του ακροατηρίου, δεν
είναι απλώς ανούσια φλυαρία, όπως ο κοινός βερμπαλισμός· αντιθέτως,
δημιουργεί καθοριστικούς κινδύνους απαξίωσης του πολιτικού λόγου της
Αριστεράς, καθώς δείχνει πως όταν μιλάει για τους θεσμούς το κάνει
προσχηματικά. Όπως αυτοί που μας κυβερνάνε σήμερα.
Η αντίληψη του συνταγματικού
βερμπαλισμού κάνει λόγο για «νομικές επαναστάσεις» και «συντακτικές
συνελεύσεις», καθώς ευαγγελίζεται μια συνταγματική αλλαγή που θα
ξεπερνάει τα συμβατικά όρια της αναθεώρησης. Αυτή η αντίληψη, που την
εξέφρασαν και ορισμένοι συνταγματολόγοι (εμφατικά ο Γιώργος
Κατρούγκαλος, σε ηπιότερους τόνους ο Γιώργος Κασιμάτης) στην πρόσφατη
συνάντηση της Επιτροπής Εργασίας για τις αλλαγές στο κράτος, το πολιτικό
σύστημα και το Σύνταγμα που συγκάλεσε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ στην Αθήνα
στις 21.2.2013, φαίνεται ότι διαπερνά το πνεύμα και κάποιων στελεχών.
Τα προηγούμενα ίσως και να φαίνονται
ελκυστικά σε ένα ακροατήριο που προσδοκά με λαχτάρα ανατροπές: το 80%
των Ελλήνων φαίνεται να θέλει αναθεώρηση, όπως καταγράφουν οι πολιτικές
έρευνες, διότι, πολύ απλά, στην κατάσταση που έχει περιέλθει, ο κόσμος
«διψάει για αίμα». Θα αποδώσει όμως τίποτε αυτή η συζήτηση ή θα μας
δημιουργήσει μεγαλύτερα προβλήματα; Αλήθεια, φταίει το Σύνταγμα που
φτάσαμε όπου φτάσαμε; Εξαιτίας του βιώνουμε την απαξίωση των θεσμικών
εγγυήσεων; Ή μήπως παρά το γεγονός ότι έχουμε αυτό το Σύνταγμα
οδηγηθήκαμε στην κατάντια του να υπάρχουν θεσμοί χωρίς κοινωνικό
εκτόπισμα και νομιμοποίηση; Το ερώτημα είναι κρίσιμο, παρά τη
ρητορικότητά του. Φυσικά, δεν φταίει σε τίποτε το Σύνταγμα που έχουμε
οδηγηθεί σε αυτές τις πρωτόγνωρες –ακόμη και για τη χώρα μας–
καταστάσεις θεσμικής εξάρθρωσης. Δεν έχει διατυπωθεί ούτε ένα
τεκμηριωμένο επιχείρημα ότι το Σύνταγμα αποτελεί αιτία της θεσμικής
ολίσθησης της Ελλάδας σήμερα. Αντιθέτως, το Σύνταγμα παραβιάζεται
συστηματικά, προκειμένου να υλοποιηθούν τα μέτρα των Μνημονίων:
ουσιαστικά, έχει πάψει να λειτουργεί ως θεμελιώδης κανόνας.
Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων: φυσικά και
δεν έχουμε ένα «τέλειο» Σύνταγμα. Μακράν εμού μια τέτοια αντίληψη.
Εξάλλου, είναι αφόρητος ιδεαλισμός να πιστέψει κανείς ότι τέτοιο κείμενο
υπάρχει στις απτές ζωές των ανθρώπων. Όμως, μεταξύ της παραδοχής ότι το
Σύνταγμα μπορεί να γίνει καλύτερο και της αντίληψης «να το ξαναγράψουμε
όλο» υπάρχει χαώδης απόσταση. Να πούμε τα αυτονόητα: το Σύνταγμα δεν
είναι φάρμακο «διά πάσαν νόσο και μαλακίαν». Έτσι (θέλει να) πιστεύει η
αντίληψη που βλέπει στον κανόνα των κανόνων τη δυνατότητα ασκήσεων επί
(συνταγματικού) χάρτου, κατά την προσφιλή συνήθεια της σύγχυσης της
πολιτικής φιλοδοξίας με την πολιτική φιλοσοφία, από τη μεταπολίτευση έως
σήμερα.
Τη συνήθεια αυτή την είδαμε να
κυριαρχεί στην αναθεώρηση του 2001, οπότε εισήχθησαν στο Σύνταγμα
διατάξεις των οποίων η λεπτομέρεια ξεπερνάει την ακρίβεια του κοινού
νομοθέτη («βασικός μέτοχος», απαλλοτριώσεις κ.τ.λ.): από το άρθρο 14 ως
και το άρθρο 17 του Συντάγματος μετράμε 7 ολόκληρες σελίδες. Σαν να
διαβάζουμε κοινό νόμο ή προεδρικό διάταγμα… Ας θυμηθούμε πως, σε
αντίθεση με την αναθεώρηση του 1986 που ασχολήθηκε μόνο με τις
αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας, στην αναθεώρηση του 2001
είχαμε δεκάδες αλλαγές θολού εκτοπίσματος, ενώ χρειάστηκε ακόμη μια, το
2008, για να καταργηθεί μια από αυτές, η επινόηση του «ασυμβίβαστου».
Η πολιτική κουλτούρα που υπαγορεύει πως
όλες οι πολιτικές σκοπιμότητες, ακόμη και βραχέος χρονικού εκτοπίσματος,
χωράνε στο Σύνταγμα καλλιεργήθηκε από το ΠΑΣΟΚ στις αναθεωρήσεις του
1986 και του 2001 — και ειδικώς στη δεύτερη, που, ως θεσμικό
δημιούργημα, φέρει τη σφραγίδα του σημερινού του προέδρου. Ο ιδεολογικός
πόλος της υπαγωγής της συνταγματικότητας στην πολιτική σκοπιμότητα
σήμερα ψάχνει να αγκυροβολήσει στην Αριστερά, αφού πλέον το ΠΑΣΟΚ
έκλεισε. Ο πόλος αυτός πρέπει όμως να ανασχεθεί. Ο πρώτος λόγος είναι
απτά πολιτικός: ο συσχετισμός των πολιτικών δυνάμεων στην Ελλάδα δεν
επιτρέπει σκέψεις για «συντακτικές συνελεύσεις» και τα τοιαύτα. Ούτε η
αναφορά σε αυτές αλλάζει το συσχετισμό. Για την ακρίβεια, ούτως εχόντων
των πραγμάτων, αν οδηγηθούμε σε μια λογική «να τα ξαναγράψουμε όλα»,
μπορούμε να είμαστε σχεδόν σίγουροι ότι η νέα συνταγματική γλώσσα θα
είναι η οριστική ταφόπλακα του Συντάγματος ως κανόνα εγγυήσεων και
δικαιωμάτων. Οπότε, αντί «να πάμε για μαλλί, θα βγούμε κουρεμένοι». Δεν
μπορούμε, ελαφρά τη καρδία, να νομίζουμε ότι ήρθε και η δική μας ώρα να
αφήσουμε το συνταγματικό μας στίγμα, τη στιγμή που η Ελλάδα έχει την πιο
νεοσυντηρητική και νεοφιλελεύθερη συνάμα κυβέρνηση της μεταπολίτευσης,
ενώ η Ευρώπη διάγει τις στιγμές που διάγει μέσω του δημοσιονομικού
συμφώνου.
Επιπροσθέτως, μια σειρά επιβεβλημένες
αλλαγές, στις οποίες συγκατανεύει ένα μείζον τμήμα του πολιτικού
συστήματος, μπορούν μια χαρά να επέλθουν χωρίς συνταγματική αναθεώρηση:
ενδεικτικά, η αλλαγή του εκλογικού συστήματος, οι σχέσεις επιτελικού
κράτους και τοπικής αυτοδιοίκησης, η ρύθμιση της χρηματοδότησης των
κομμάτων είναι ίσως από τις πιο σημαντικές.
Εκτός αυτού όμως, ακόμη και αν αφήσουμε
στην άκρη τη δεδομένη αδυναμία μιας τόσο ριζοσπαστικής συνταγματικής
τομής λόγω πολιτικών συσχετισμών, το επιχείρημα πάσχει στη μέθοδο και
στις αρχές του. Το Σύνταγμα δεν είναι πανάκεια ούτε αποθετήριο πολιτικών
κόλπων. Από κόλπα, μάλιστα, ξέρει και ο αντίπαλος, που έχει συμβάλει τα
μέγιστα στην απονομιμοποίηση του θεσμικού κεκτημένου της
μεταπολίτευσης, με αποτέλεσμα να οδηγούμαστε στον κίνδυνο της θεσμικής
αφαίμαξης του κράτους δικαίου μαζί με την κοινωνική εξάρθρωση. Ειδικά ο
συγκεκριμένος αντίπαλος ξέρει πολύ καλά από κόλπα με το Σύνταγμα.
Τον Ιούνιο του 2013 αρχίζει πάλι η
συζήτηση περί αναθεώρησης, και φαίνεται ότι τα μαχαίρια ακονίζονται από
τώρα. Η Αριστερά σε αυτήν τη συζήτηση έχει λόγους να προσέλθει
προτάσσοντας ώριμα ζητήματα που έχουν λόγο να συζητηθούν: ανάμεσα στα
πιο κρίσιμα, μεταξύ άλλων, είναι τα ζητήματα που άπτονται της παύσης των
προνομίων του πολιτικού προσωπικού, οι σχέσεις κράτους-Εκκλησίας, το
ερώτημα αν θέλουμε ή όχι συνταγματικό δικαστήριο. Σε άλλα πρέπει να
στήσει ένα πειστικό ανάχωμα: κατεξοχήν στα ζητήματα της
συνταγματοποίησης της δημοσιονομικής πολιτικής.
Με έναν λόγο, η Αριστερά πρέπει να
πείσει τον εαυτό της ότι το Σύνταγμα και γενικότερα οι θεσμοί είναι πολύ
σοβαρή υπόθεση, που αξίζει αυτοτελώς μια θέση δίπλα στον αγώνα για
αλλαγή των συσχετισμών δυνάμεων στην κοινωνία. Διότι, και στο πεδίο του
αγώνα για θεσμούς, συγκροτούνται ηγεμονίες που δεν μπορούμε να αφήνουμε
ανεκμετάλλευτες. Κοινώς, η Αριστερά έχει λόγους να παιδευτεί: και να
ταλαιπωρηθεί και να μάθει. Ειδάλλως, το ρίσκο είναι μεγάλο.
Η αρχή, όπως κάθε αρχή, είναι δύσκολη.
Κυρίως διότι στις συνθήκες που έχει περιέλθει ο τόπος κομβικές έννοιες
για τη δημοκρατία παρουσιάζουν συμπτώματα επικίνδυνου εκφυλισμού. Οι
Έλληνες έχουν απολέσει την πίστη ότι το πολιτικό είναι (και) παίγνιο
κανόνων, διότι οι κυβερνώντες μέχρι σήμερα –και σήμερα– τους ευτελίζουν.
Ας αποδεχτούμε λοιπόν ότι είναι αφόρητος
ναρκισσισμός και συνάμα επικίνδυνος ιδεαλισμός να νομίσει κανείς ότι
διά του Συντάγματος αλλάζει η κοινωνία. Οι ζωές των ανθρώπων δεν
εξαρτώνται ούτε διαμορφώνονται από τα Συντάγματα, αλλά από την
πραγματικότητα των σχέσεών τους με το κράτος και τις πρακτικές που
ακολουθεί όταν διοικεί. Αυτή την πραγματικότητα, την πραγματικότητα των
δικαιωμάτων μας, πρέπει να αναθεωρήσουμε και, όταν έρθει η στιγμή, με
φειδώ και στόχευση να ασχοληθούμε με τη συνταγματική αναθεώρηση. Αλλιώς,
με συνοπτικές διαδικασίες, οι καλών προθέσεων συνταγματολογικές
αναζητήσεις της Αριστεράς είναι πιθανό να την οδηγήσουν στη θέση που
βρίσκεται σήμερα το ΠΑΣΟΚ όταν διεξάγει αντιρατσιστικό ή αντιακροδεξιό
αγώνα: και ορθά να μιλάει, κανείς δεν θα την παίρνει στα σοβαρά, διότι
οι προθέσεις της θα αμφισβητούνται.
Εν κατακλείδι: το νεοφιλελεύθερο πείραμα
που πραγματοποιείται στη χώρα δυσκολεύεται να φορέσει το κουστούμι του
Συντάγματος της μεταπολίτευσης. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο δώρο από το να
προσφέρει η Αριστερά τη δυνατότητα να το αποτελειώσει.
Και αυτό κανείς «σοφός» δεν θα μπορέσει
να το σώσει…
Ο Δημήτρης Χριστόπουλος διδάσκει στο
Πάντειο Πανεπιστήμιο και είναι μέλος του Συντονιστικού της Κίνησης για
την Υπεράσπιση της Κοινωνίας και της Δημοκρατίας.