Το 2012, η βλάσφημη και ευρηματική διαμαρτυρία των ρωσίδων μουσικών του γκρουπ Pussy Riot σε ορθόδοξο ναό πυροδότησε παγκόσμιες αντιδράσεις και κατέληξε σε αυστηρές ποινές φυλάκισης. Λίγο μετά, το κακόγουστο βίντεο «The innocence of Muslims» οδήγησε στην επανέκδοση των αντιδράσεων και επεισοδίων με αφορμή τις δανέζικες γελοιογραφίες και είχε επίσης αιματηρό απολογισμό νεκρών και τραυματιών. Δύο ελληνικές εκδοχές διενέξεων, διαμαρτυριών, βίας κατά καλλιτεχνών και ποινικής καταστολής των επικριτών του ορθόδοξου σκοταδισμού βρίσκονται εν εξελίξει το φθινόπωρο του 2012. Η πρώτη έχει επίκεντρο το θεατρικό έργο «Corpus Christi» και η δεύτερη τα έργα και ημέρες του «Γέροντα Παστιτσίου».
Των
Δημήτρη Δημούλη,
Soraya Lunardi
και Δημήτρη Χριστόπουλου*
Η μεμονωμένη βλασφημία παγκοσμιοποιείται και μετατρέπεται σε casus belli. Ο κοινός νους θα έλεγε άπαντες πρέπει να αποφύγουν τις ακρότητες. Αναζητείται το σημείο ισορροπίας μεταξύ δύο ελευθεριών. Και αυτό καθιστά αναγκαία την επέμβαση του κράτους με σκοπό την εναρμόνιση, δηλαδή τον αμοιβαίο περιορισμό των συνταγματικών ελευθεριών. Αυτή η θέση μπορεί να αποκληθεί φιλελευθερισμός της ανοχής και της στάθμισης. Το ερώτημα είναι πώς μπορούμε να χαράξουμε τα όρια της καλλιτεχνικής έκφρασης σε ένα δημοκρατικό-φιλελεύθερο καθεστώς.
Η τιμώρηση της βλασφημίας στην Ελλάδα (άρθρο 198 του Ποινικού Κώδικα) με ποινή φυλάκισης μέχρι και δύο χρόνια και η συχνή εφαρμογή της στη δικαστική πράξη φαίνεται σκανδαλώδης. Αλλά δεν αποτελεί εξαίρεση στον ευρωπαϊκό χώρο. Στην Ιρλανδία, το Σύνταγμα θέτει ως γενικό καθήκον τη λατρεία του θείου και απαγορεύει την προσβολή του. Η φράση «It shall hold His Name in reverence» δεν αποτελεί μόνο βιβλική επιταγή, αλλά διάταξη του ισχύοντος ιρλανδικού Συντάγματος.
Αυτή την εμφανώς αντιφιλελεύθερη επιλογή των νομοθετών αποδέχεται το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Στρασβούργου, θεωρώντας ότι η ποινικοποίηση της βλασφημίας δεν προσβάλλει την ελευθερία έκφρασης. Μπορεί να υπάρξει προσβολή δικαιωμάτων της Σύμβασης σε δεδομένες περιστάσεις, ανάλογα με το είδος και την έκταση της ποινικοποίησης της βλασφημίας, αλλά κατ’ αρχήν η ποινικοποίηση αποτελεί θεμιτό περιορισμό των ελευθεριών έκφρασης.
Τρεις αντιφάσεις
Η τέχνη δεν χρειάζεται, όμως, προστασία όταν περιορίζεται στην κοινοτοπία. Ουδείς ενοχλείται από έναν πίνακα που εμφανίζει προβατάκια να βόσκουν στο λιβάδι και ουδείς αμφισβητεί ένα έργο τέχνης που δεν θίγει τις αντιλήψεις και αξίες του. Αν κάθε φορά που η τέχνη ενοχλεί κάποια κοινωνική ομάδα υπάγεται σε απαγορεύσεις έχουμε αναίρεση της ελευθερίας τέχνης.
Ο νομοθέτης προστατεύει το θείο; Όταν συμβαίνει αυτό, ο νομοθέτης αντιφάσκει προς τρεις βασικές υποσχέσεις του συνταγματικού κράτους:
- τη θρησκευτική ουδετερότητα,
- την ίση μεταχείριση αντιλήψεων και ατόμων-ομάδων,
- τη μη καταπίεση μειονοτήτων που θίγουν κρατικά συμφέροντα-αξίες, είτε καίνε τη σημαία είτε ειρωνεύονται τις θρησκείες που ασπάζονται οι κυβερνώντες.
Η ιστορία της τέχνης αποτελεί την ιστορία των λιγότερο ή περισσότερο βίαιων περιορισμών της και της δίωξης των καλλιτεχνών που δεν υποτάσσονται στις αισθητικές και ηθικές επιταγές της εξουσίας. Φιλελεύθεροι συγγραφείς, όπως ο Ronald Dworkin, επισημαίνουν ότι σε μια δημοκρατία ουδείς έχει το δικαίωμα σε μη προσβολή των αντιλήψεων και της τιμής του. Η απαγόρευση αντιλήψεων που προσβάλλουν ή γελοιοποιούν τις αξίες μας δεν αποτελεί μόνον ένδειξη ανωριμότητας. Εκφράζει επιθετικότητα απέναντι στο διαφορετικό, κάτι που, εν τέλει, ευνοεί τις «αξίες» των ισχυρότερων που διαθέτουν τα περισσότερα μέσα για να καταστείλουν όσους τους ενοχλούν.
Ο βλάσφημος μπορεί να οδηγηθεί στην κόλαση, στη φυλακή δεν έχει θέση. Με το νομικό λεξιλόγιο της Επιτροπής Βενετίας του Συμβουλίου της Ευρώπης: «οι ποινικές κυρώσεις είναι απρόσφορες σε θέματα προσβολής θρησκευτικών αισθημάτων και, κατά μείζονα λόγο, σε θέματα βλασφημίας».
Η τέχνη είναι ελεύθερη αρκεί να μας αρέσει
Η βλασφημία έχει ως σημεία αναφοράς το θείο και το δίκαιο που ρυθμίζει (περιορίζει) τις κοινωνικές πρακτικές. Ανάμεσα στο θείο και στο δίκαιο έχουμε κοινωνικές ομάδες που επιθυμούν να διατηρήσουν τον έλεγχο σε ένα πεδίο εξουσίας. Με άλλα λόγια, η ουσία της βλασφημίας και της απαγόρευσής της είναι η κοινωνική πάλη ασύμμετρων κοινωνικών δυνάμεων. Μια από τις στρατηγικές είναι η καταστολή πρακτικών που αμφισβητούν τη δόμηση του πεδίου αυτού, με επικρίσεις, ειρωνείες και άλλες «ασέβειες». Όσοι το κατορθώνουν, καρπώνονται τα συμβολικά πλεονεκτήματα επιβεβαίωσης της εξουσίας που επιβάλλει τη σιωπή στους αντιπάλους της.
Όταν, λοιπόν, κάποιοι «αγανακτισμένοι» διαδηλώνουν μπροστά σε ένα θέατρο ή έναν κινηματογράφο που παίζει ένα έργο που κατ’ αυτούς πρέπει να απαγορευτεί ή θυμώνουν που κάποιος κάνει βλάσφημες αναρτήσεις στην ιστοσελίδα του, αυτό, κατά κανόνα, σημαίνει δύο τινά:
Πρώτον, ότι δεν αντέχουν την ιδέα ότι θα εκτεθούν στη βλασφημία κάποιοι άλλοι άνθρωποι διότι φυσικά αυτοί -αν είναι ειλικρινείς- δεν θα εκτεθούν ποτέ. Αυτοαναγορεύονται, λοιπόν, σε κριτές των αξιολογήσεων των άλλων, θεωρώντας τους υπόλοιπους ανθρώπους ανήλικους, ανώριμους, που έχουν ανάγκη την κηδεμονία τους. Αυτοί, «βράχοι ηθικής», δεν κινδυνεύουν από τίποτε. Εμάς τους κουτούς σώνουν από το κακό. Αυτό είναι αυταρχικός πατερναλισμός.
Δεύτερον, προκειμένου να αντιπαρέλθουν το επιχείρημα ότι παραβιάζουν την καλλιτεχνική ελευθερία προδικάζουν με περισσή ευκολία ότι «αυτό δεν είναι τέχνη». «Η τέχνη είναι λοιπόν ελεύθερη, αρκεί να μας αρέσει». Αυτό είναι το μήνυμα. Αν δεν μας αρέσει τη βαπτίζουμε «μη τέχνη», οπότε έχουμε και τη φιλελεύθερη συνείδηση ήσυχη ότι αυτό που αποστρεφόμαστε και θέλουμε να μην υφίσταται στο δημόσιο χώρο, δεν είναι τέχνη. Ως «μη τέχνη», λοιπόν, δεν χρίζει προστασίας και έτσι οι λογοκριτές είναι ελεύθεροι να το φιμώσουν. Και φυσικά εδώ βρίσκεται το κρίσιμο ζήτημα: αν αφήσουμε τους αυτόκλητους θεματοφύλακες της αισθητικής μιας κοινότητας να αποφαίνονται τι είναι και τι δεν είναι τέχνη, με στόχο να λογοκρίνουν αυτό που εκείνοι οριοθετούν ως μη τέχνη, τότε δεν παραδίδουμε απλώς στο σκοταδισμό κάποιες ιδιωματικές καλλιτεχνικές ελευθερίες. Αφήνουμε κάτι πιο θεμελιώδες: την ατομική ικανότητα και τη συλλογική προσδοκία μας στην αυτοδιάθεση της αισθητικής, της ιδεολογίας, της εν γένει αντίληψης για τα πράγματα. Διότι, σήμερα «αυτό δεν είναι τέχνη», αύριο «αυτό δεν είναι ιδεολογία» και πάει λέγοντας… Έτσι από τον αυταρχικό πατερναλισμό που ονειρεύονται οι περισσότεροι ιερωμένοι, οδεύουμε στον ολοκληρωτικό ναζισμό που θέλουν να επιβάλουν οι νωποί τους σύμμαχοι -μέχρι πρόσφατα παγανιστές- της Χρυσής Αυγής.
Πάλη ασύμμετρων κοινωνικών δυνάμεων
Τα προηγούμενα υπαινίσσονται κάτι περισσότερο από μια φιλελεύθερη απολογία της «ελευθερίας της τέχνης». Και τούτο διότι, η φιλελεύθερη επιταγή της εν γένει ελευθερίας λόγου και τέχνης καταλήγει σε αδιέξοδα όταν της ζητηθεί να θέσει όρια, δηλαδή κριτήρια ελέγχου του τι λέγεται και τι δεν λέγεται. Αυτά τα αδιέξοδα (διότι φυσικά κάποια πράγματα δεν λέγονται ακόμη και αν νομίζουμε το αντίθετο) αξιοποιεί ο αντίπαλος και μάλιστα αποτελεσματικά συγκροτώντας πλατιές συμμαχίες στον κόσμο. Η βλασφημία έχει ως σημεία αναφοράς το θείο και το δίκαιο που ρυθμίζει (περιορίζει) συγκεκριμένες κοινωνικές πρακτικές. Ανάμεσα στο θείο και στο δίκαιο έχουμε κοινωνικές ομάδες που επιθυμούν να διατηρήσουν τον έλεγχο σε ένα πεδίο εξουσίας. Με άλλα λόγια, η ουσία της βλασφημίας και της απαγόρευσής της είναι η πάλη ασύμμετρων κοινωνικών δυνάμεων. Μια από τις στρατηγικές είναι η καταστολή πρακτικών που αμφισβητούν τη δόμηση του πεδίου αυτού, με επικρίσεις, ειρωνείες και άλλες «ασέβειες». Όσοι το κατορθώνουν, καρπώνονται τα συμβολικά πλεονεκτήματα επιβεβαίωσης της εξουσίας που επιβάλλει τη σιωπή στους αντιπάλους της. Σε αυτό το δύσκολο παιχνίδι καλούμαστε να ανταπεξέλθουμε.
* Πρόκειται για προδημοσίευση αποσπάσματος από τη μελέτη «Ελευθερία της τέχνης και προστασία της θρησκείας. Σκέψεις για τα όρια του φιλελευθερισμού».