Kράτηση των μεταναστών: η στρατηγική
18/12/2011
Τα τελευταία χρόνια το σύνορο Ελλάδας – Τουρκίας αποτελεί μείζονα διέξοδο τμήματος των μεταναστευτικών ροών από την Ασία και Αφρική προς την Ευρώπη. Η κατάσταση αυτή μπορεί να αποδοθεί στην εξαιρετική δυσκολία φύλαξης εξαιτίας της γεωφυσικής της περιοχής αλλά και στην εντατικοποίηση φύλαξης άλλων σημείων εισόδου τόσο της Ελλάδας όσο και άλλων χωρών της Ευρώπης. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο Έβρος αναδείχθηκε εσχάτως στο κατεξοχήν σημείο εισόδου μεταναστών από το Πακιστάν και το Αφγανιστάν ως την Συρία και το Ιράν ενώ οι ταξιδιωτικές διευκολύνσεις που παρέχει η Τουρκία σε λοιπές αραβικές χώρες καθιστούν το ποτάμι τόπο διέλευσης βορειοαφρικανών αράβων από Τυνησία, Αλγερία και Μαρόκο καθώς και άλλων μεταναστών η παρουσία των οποίων σε αυτό το σύνορο προκαλεί αμηχανία.
Από ένα σύνολο περίπου εκατό χιλιάδων ανθρώπων που εισήλθαν παράνομα στην Ελλάδα από το χερσαίο σύνορο Ελλάδας Τουρκίας από το 2007 έχει απελαθεί λιγότερο από το μισό εκατοστό, δηλαδή περίπου πεντακόσιοι… Για ποιο λόγο όμως κρατούνται στον Έβρο αυτοί οι άνθρωποι, όταν όχι μόνον το κράτος δεν μπορεί να διαθέσει στοιχειώδεις συνθήκες αξιοπρέπειας στην κράτησή τους, αλλά κυρίως όταν το ίδιο γνωρίζει την αδυναμία του ακόμη και να τους απελάσει; Tο ratio της κράτησης εν όψει της απέλασης είναι αντιληπτό. Όταν όμως η απέλαση δεν πραγματοποιείται – και τα μεγέθη που αναφέραμε είναι αμείλικτα σε αυτό – τότε προς τι η κράτηση τριψήφιου αριθμού ανθρώπων που διαρκώς ανανεώνεται, καθώς κάθε μέρα κάποιοι μπαίνουν και κάποιοι φεύγουν; Δεν φεύγουν όμως από την Ελλάδα για την Τουρκία, ούτε για την πατρίδα τους. Φεύγουν από τον Έβρο για την Αθήνα.
Μπορεί κανείς να αντιπαραθέσει: “E λοιπόν, τι να κάνουμε; Να αφήσουμε τους μετανάστες να μπαίνουν στην ελληνική επικράτεια χωρίς έλεγχο; Τι σόι κράτος είναι αυτό που δεν προσέχει τα σύνορά του;». Οι προηγούμενες ερωτήσεις είναι ανθρώπινες. Εύλογα θα περίμενε κανείς ότι όντως ένα κράτος θα μπορούσε αν όχι να ανατρέψει, αλλά τουλάχιστον να περιορίσει τις ακατάσχετες μεταναστευτικές ροές εντός της επικράτειάς του. Τα πράγματα, ωστόσο, δεν προσφέρονται για απλοϊκές προσεγγίσεις υπέρ των ανοιχτών ή αντίστροφα των κλειστών συνόρων. Το σύνορο δεν είναι μια γραμμή πεδίου μάχης όπου οι τριακόσιοι των Θερμοπυλών αμύνονται με νύχια και με δόντια στην επέλαση των βαρβάρων. Αυτό δεν γίνεται. Δεν γίνεται, διότι δεν μπορεί να γίνει στην πράξη καθώς συνήθως τα σύνορα είναι αδύνατο να φυλαχθούν τόσο εξαντλητικά (τα δε ελληνικά σύνορα κατεξοχήν), αλλά κυρίως δεν γίνεται διότι δεν υπάρχει τρόπος ανάσχεσης στα σύνορα που να μπορεί στοιχειωδώς να είναι ανθρώπινος. Αντιθέτως, όσο και να φαίνεται παράδοξο, για δράσεις βελτίωσης των συνθηκών, «λεφτά υπάρχουν». Για την περίοδο 2007 ως το 2011, η Ελλάδα έλαβε το πρωτοφανές για τα δεδομένα της Ένωσης ποσό των 170 εκατομμυρίων ευρώ (ποσό που αντιστοιχεί στο 13.7% του προϋπολογισμού του Ταμείου Εξωτερικών Συνόρων και στο 16.9% του Ταμείου Επιστροφής). Μάλιστα σύμφωνα με την έκθεση του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ από τα 12.250.000 του Ταμείου αυτού για το 2010 η Ελλάδα απορρόφησε μόνο 196.000, αφήνοντας αδιάθετα 12 εκατομμύρια.
Έτσι καταλήγει κανείς με ένα δύσκολο ερώτημα: η Ελλάδα αφήνει αυτά τα λεφτά αδιάθετα μόνο εξαιτίας της γνωστής ελληνικής παθογένειας και διαχειριστικής ανικανότητας να αξιοποιεί πόρους; Ή μήπως αυτή η παθογένεια συνυπάρχει με την αδιαφορία απορρόφησης αυτών των κονδυλίων; Αδιαφορία όχι για λόγους στρατηγικής ένδειας, αλλά επιλογής. Έχω πειστεί ότι η σκέψη «όσο χειρότερα, τόσο καλύτερα» φαίνεται να κερδίζει οπαδούς. Ο ευτελισμός της ανθρώπινης ζωής, η απαξίωση της εργασίας και οι απάνθρωπες συνθήκες κράτησης των αλλοδαπών έχουν καταλήξει το τελευταίο αποκούμπι προκειμένου να πειστούν οι ευρωπαίοι εταίροι πως «δεν πάει άλλο». Όσο χειρότερα είναι τα πράγματα, τόσο πιο γρήγορα θα αποδεχθούν και αυτοί να υποστούν τμήμα των ροών αυτών που, σε τελευταία ανάλυση, κοιτά την Ελλάδα ως transit κατευθυνόμενο προς τις – κατά τα λοιπά – φιλόπτωχες πολιτείες τους.
Η εκστρατεία αυτή που συνειδητά ή όχι, έχει στην πράξη ξεκινήσει έχει επιφέρει τα αποτελέσματά της. Η μία μετά την άλλη, ευρωπαϊκές χώρες όπως η Νορβηγία, η Σουηδία, η Γερμανία και άλλες, σε συνέχεια της γνωστής απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου τον Ιανουάριο του 2011 δεν επιστρέφουν στην Ελλάδα αιτούντες άσυλο αρνούμενες έτσι τη συμμόρφωσή τους στην κοινοτική επιταγή του λεγόμενου «Δουβλίνο ΙΙ».1 Να λοιπόν η πρώτη ελληνική επιτυχία στο διπλωματικό αγώνα εναντίον του γνωστού - και αυτονόητα άδικου - κανονισμού της Ένωσης: πανηγυρικά, «όσο χειρότερα, τόσο καλύτερα»…
Το δόγμα αυτό μένει να εφαρμοστεί και στους υπόλοιπους μετανάστες προκειμένου να πειστούν «οι εταίροι μας» πως ήρθε η ώρα να μοιραστούν το βάρος τους μαζί με τους, κατά τα λοιπά, «φιλόξενους» έλληνες. Μέχρι τότε, η ζωή των ανθρώπων αυτών δεν έχει ούτε αξία, ούτε σημασία. Μέχρι τότε, ούτε ο καινούργιος νόμος που προβλέπει την ίδρυση Υπηρεσίας Πρώτης Υποδοχής (που παραμένει ένα χρόνο αργότερα αστελέχωτη), δημιουργία ξενώνων κράτησης και άλλων καλών δεν χρειάζεται να εφαρμοστεί, ούτε φυσικά έχει κάποιο ειδικό νόημα η απορρόφηση κονδυλίων που θα βελτιώσουν τα πράγματα: διότι, έτσι θα στείλουμε μήνυμα προς όλα τα σημεία του ορίζοντα ότι υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης. Δηλαδή, το λάθος μήνυμα. Έτσι, και αυτοί που μας βλέπουν από το νότο και την ανατολή θα συνεχίσουν να έρχονται και αυτοί που μας βλέπουν από τη δύση και το βορρά θα συνεχίσουν να σφυράνε ανθρωπιστικώς μεν αλλά αδιάφορα δε.
Όσο χειρότερα, τόσο καλύτερα…
1 Στην απόφαση ΜSS κατά Ελλάδας και Βελγίου (21.1.11), το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου καταδικάζει το Βέλγιο επειδή επαναπροώθησε στην Ελλάδα αιτούντα άσυλο σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, ενώ οι βελγικές αρχές «όφειλαν να γνωρίζουν» ότι οι συνθήκες στην Ελλάδα για τους αιτούντες άσυλο είναι απάνθρωπες. Η Ελλάδα για πρώτη φορά από το 1974 και ύστερα ουσιαστικά αντιμετωπίζεται σαν χώρα στην οποία δεν μπορεί να επιστρέψει ο κόσμος λόγω απάνθρωπων συνθηκών. Για το διεθνές δίκαιο, αυτό είναι μια παραλλαγή κράτους αποστολής προσφύγων.
*Ο Δημήτρης Χριστόπουλος είναι Αντιπρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, Επίκουρος καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου.
Από ένα σύνολο περίπου εκατό χιλιάδων ανθρώπων που εισήλθαν παράνομα στην Ελλάδα από το χερσαίο σύνορο Ελλάδας Τουρκίας από το 2007 έχει απελαθεί λιγότερο από το μισό εκατοστό, δηλαδή περίπου πεντακόσιοι… Για ποιο λόγο όμως κρατούνται στον Έβρο αυτοί οι άνθρωποι, όταν όχι μόνον το κράτος δεν μπορεί να διαθέσει στοιχειώδεις συνθήκες αξιοπρέπειας στην κράτησή τους, αλλά κυρίως όταν το ίδιο γνωρίζει την αδυναμία του ακόμη και να τους απελάσει; Tο ratio της κράτησης εν όψει της απέλασης είναι αντιληπτό. Όταν όμως η απέλαση δεν πραγματοποιείται – και τα μεγέθη που αναφέραμε είναι αμείλικτα σε αυτό – τότε προς τι η κράτηση τριψήφιου αριθμού ανθρώπων που διαρκώς ανανεώνεται, καθώς κάθε μέρα κάποιοι μπαίνουν και κάποιοι φεύγουν; Δεν φεύγουν όμως από την Ελλάδα για την Τουρκία, ούτε για την πατρίδα τους. Φεύγουν από τον Έβρο για την Αθήνα.
Μπορεί κανείς να αντιπαραθέσει: “E λοιπόν, τι να κάνουμε; Να αφήσουμε τους μετανάστες να μπαίνουν στην ελληνική επικράτεια χωρίς έλεγχο; Τι σόι κράτος είναι αυτό που δεν προσέχει τα σύνορά του;». Οι προηγούμενες ερωτήσεις είναι ανθρώπινες. Εύλογα θα περίμενε κανείς ότι όντως ένα κράτος θα μπορούσε αν όχι να ανατρέψει, αλλά τουλάχιστον να περιορίσει τις ακατάσχετες μεταναστευτικές ροές εντός της επικράτειάς του. Τα πράγματα, ωστόσο, δεν προσφέρονται για απλοϊκές προσεγγίσεις υπέρ των ανοιχτών ή αντίστροφα των κλειστών συνόρων. Το σύνορο δεν είναι μια γραμμή πεδίου μάχης όπου οι τριακόσιοι των Θερμοπυλών αμύνονται με νύχια και με δόντια στην επέλαση των βαρβάρων. Αυτό δεν γίνεται. Δεν γίνεται, διότι δεν μπορεί να γίνει στην πράξη καθώς συνήθως τα σύνορα είναι αδύνατο να φυλαχθούν τόσο εξαντλητικά (τα δε ελληνικά σύνορα κατεξοχήν), αλλά κυρίως δεν γίνεται διότι δεν υπάρχει τρόπος ανάσχεσης στα σύνορα που να μπορεί στοιχειωδώς να είναι ανθρώπινος. Αντιθέτως, όσο και να φαίνεται παράδοξο, για δράσεις βελτίωσης των συνθηκών, «λεφτά υπάρχουν». Για την περίοδο 2007 ως το 2011, η Ελλάδα έλαβε το πρωτοφανές για τα δεδομένα της Ένωσης ποσό των 170 εκατομμυρίων ευρώ (ποσό που αντιστοιχεί στο 13.7% του προϋπολογισμού του Ταμείου Εξωτερικών Συνόρων και στο 16.9% του Ταμείου Επιστροφής). Μάλιστα σύμφωνα με την έκθεση του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ από τα 12.250.000 του Ταμείου αυτού για το 2010 η Ελλάδα απορρόφησε μόνο 196.000, αφήνοντας αδιάθετα 12 εκατομμύρια.
Έτσι καταλήγει κανείς με ένα δύσκολο ερώτημα: η Ελλάδα αφήνει αυτά τα λεφτά αδιάθετα μόνο εξαιτίας της γνωστής ελληνικής παθογένειας και διαχειριστικής ανικανότητας να αξιοποιεί πόρους; Ή μήπως αυτή η παθογένεια συνυπάρχει με την αδιαφορία απορρόφησης αυτών των κονδυλίων; Αδιαφορία όχι για λόγους στρατηγικής ένδειας, αλλά επιλογής. Έχω πειστεί ότι η σκέψη «όσο χειρότερα, τόσο καλύτερα» φαίνεται να κερδίζει οπαδούς. Ο ευτελισμός της ανθρώπινης ζωής, η απαξίωση της εργασίας και οι απάνθρωπες συνθήκες κράτησης των αλλοδαπών έχουν καταλήξει το τελευταίο αποκούμπι προκειμένου να πειστούν οι ευρωπαίοι εταίροι πως «δεν πάει άλλο». Όσο χειρότερα είναι τα πράγματα, τόσο πιο γρήγορα θα αποδεχθούν και αυτοί να υποστούν τμήμα των ροών αυτών που, σε τελευταία ανάλυση, κοιτά την Ελλάδα ως transit κατευθυνόμενο προς τις – κατά τα λοιπά – φιλόπτωχες πολιτείες τους.
Η εκστρατεία αυτή που συνειδητά ή όχι, έχει στην πράξη ξεκινήσει έχει επιφέρει τα αποτελέσματά της. Η μία μετά την άλλη, ευρωπαϊκές χώρες όπως η Νορβηγία, η Σουηδία, η Γερμανία και άλλες, σε συνέχεια της γνωστής απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου τον Ιανουάριο του 2011 δεν επιστρέφουν στην Ελλάδα αιτούντες άσυλο αρνούμενες έτσι τη συμμόρφωσή τους στην κοινοτική επιταγή του λεγόμενου «Δουβλίνο ΙΙ».1 Να λοιπόν η πρώτη ελληνική επιτυχία στο διπλωματικό αγώνα εναντίον του γνωστού - και αυτονόητα άδικου - κανονισμού της Ένωσης: πανηγυρικά, «όσο χειρότερα, τόσο καλύτερα»…
Το δόγμα αυτό μένει να εφαρμοστεί και στους υπόλοιπους μετανάστες προκειμένου να πειστούν «οι εταίροι μας» πως ήρθε η ώρα να μοιραστούν το βάρος τους μαζί με τους, κατά τα λοιπά, «φιλόξενους» έλληνες. Μέχρι τότε, η ζωή των ανθρώπων αυτών δεν έχει ούτε αξία, ούτε σημασία. Μέχρι τότε, ούτε ο καινούργιος νόμος που προβλέπει την ίδρυση Υπηρεσίας Πρώτης Υποδοχής (που παραμένει ένα χρόνο αργότερα αστελέχωτη), δημιουργία ξενώνων κράτησης και άλλων καλών δεν χρειάζεται να εφαρμοστεί, ούτε φυσικά έχει κάποιο ειδικό νόημα η απορρόφηση κονδυλίων που θα βελτιώσουν τα πράγματα: διότι, έτσι θα στείλουμε μήνυμα προς όλα τα σημεία του ορίζοντα ότι υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης. Δηλαδή, το λάθος μήνυμα. Έτσι, και αυτοί που μας βλέπουν από το νότο και την ανατολή θα συνεχίσουν να έρχονται και αυτοί που μας βλέπουν από τη δύση και το βορρά θα συνεχίσουν να σφυράνε ανθρωπιστικώς μεν αλλά αδιάφορα δε.
Όσο χειρότερα, τόσο καλύτερα…
1 Στην απόφαση ΜSS κατά Ελλάδας και Βελγίου (21.1.11), το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου καταδικάζει το Βέλγιο επειδή επαναπροώθησε στην Ελλάδα αιτούντα άσυλο σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, ενώ οι βελγικές αρχές «όφειλαν να γνωρίζουν» ότι οι συνθήκες στην Ελλάδα για τους αιτούντες άσυλο είναι απάνθρωπες. Η Ελλάδα για πρώτη φορά από το 1974 και ύστερα ουσιαστικά αντιμετωπίζεται σαν χώρα στην οποία δεν μπορεί να επιστρέψει ο κόσμος λόγω απάνθρωπων συνθηκών. Για το διεθνές δίκαιο, αυτό είναι μια παραλλαγή κράτους αποστολής προσφύγων.
*Ο Δημήτρης Χριστόπουλος είναι Αντιπρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, Επίκουρος καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου.